Στις 7 Φεβρουαρίου του 1992, σαν σήμερα πριν από 32 χρόνια, τα 12 τότε μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας υπέγραψαν στο Μάαστριχτ τη συνθήκη που δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Ενωση και, μεταξύ άλλων, άνοιξε τον δρόμο για το κοινό νόμισμα. Εκπροσωπώντας την Ελλάδα, την υπογραφή έβαλε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς – ο ίδιος που πριν λίγους μήνες δεν ψήφισε την τροπολογία για την άδεια διαμονής μεταναστών τρίτων χωρών που ζουν στην Ελλάδα.

32 χρόνια μετά η Ενωση δεν φαίνεται να διανύει και τις καλύτερες ημέρες της. Στα ανατολικά της, η πολεμική σύγκρουση της Ρωσίας με την Ουκρανία έχει πιέσει την ενεργειακή της αυτονομία, σε βαθμό που τα τελευταία καλοκαίρια όλο και πετύχαινες σε κάποιο από τα πολλά χιπστεροκαφέ των Αθηνών Γερμανούς τουρίστες να αγχώνονται για τον χειμώνα (σε κάποιο βαθμό υπήρξε έτσι ενοποίηση – στο άγχος, με τη μικρή διαφορά ότι στις φτωχές χώρες του Νότου αυτό δεν είναι εποχιακό φαινόμενο).

Ταυτόχρονα, η κρίση της ακρίβειας που ακολούθησε τόσο γεωπολιτικές όσο και οικονομικές εξελίξεις προκαλεί μια πτώση του μέσου βιοτικού επιπέδου που οδηγεί σε όλο και συχνότερες απεργιακές εκρήξεις, με αυτή των αγροτών να είναι η πιο πρόσφατη – τα τρακτέρ στις Βρυξέλλες δεν τα λες και κανονικότητα. Αν προσθέσουμε την ελλιπή διαχείριση των προσφυγικών ροών, είτε στη χώρα μας είτε στην υπόλοιπη Μεσόγειο αλλά και τη Μάγχη, παρατηρούμε μια σφοδρή αναγέννηση των εθνικισμών και του ρατσισμού. Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) σαρώνει δημοσκοπικά, αναβιώνοντας στη μεγαλύτερη οικονομία της Ενωσης αναμνήσεις Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Oλως τυχαίως μία άλλη 7η Φεβρουαρίου, πιο παλιά αυτή τη φορά, το 1478, γεννιέται ο συγγραφέας και στοχαστής Τόμας Μορ. Με το βιβλίο του Ουτοπία ο Μορ μάς χάρισε μια λέξη που έκτοτε στοίχειωσε την (πολιτική) φαντασία των ανθρώπων. Η ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης των λαών, όπου κυριαρχεί η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και ιδεών, χτισμένης πάνω στις αρχές του κράτους δικαίου, φαίνεται να αποτέλεσε μια τέτοια ουτοπία. Βεβαίως, να μην είμαστε άδικοι, σε έναν βαθμό αυτό επετεύχθη, το να ταξιδεύεις εύκολα και ανεμπόδιστα και να γνωρίζεις ξένους πολιτισμούς εντός της Eνωσης έγινε εύκολο σε βαθμό που θεωρείται πλέον αυτονόητο κεκτημένο. Ακόμα πιο εύκολα ταξίδεψαν φυσικά τα εμπορεύματα, σε βαθμό που δεν φορτώνουμε πια με συνάλλαγμα τους συγγενείς που ταξιδεύουν στο εξωτερικό, μας βρίσκει το ίδιο το εμπόρευμα μόνο του. Η ιδέα ωστόσο ότι συνιστούμε τα διαφορετικά έθνη μια ενότητα δεν φαίνεται να έπιασε. Για μας οι Βρυξέλλες αποτέλεσαν πηγή επιδοτήσεων και ΕΣΠΑ. Για τις ισχυρές χώρες η Eνωση διεύρυνε την αγορά τους. Oλα καλά, σε έναν κύκλο του χρήματος που τυχαίνει να κάνει μερικούς πλούσιους και μερικούς φτωχούς.

Το μεγαλύτερο ωστόσο πρόβλημα δεν είναι ότι δεν δούλεψε η ουτοπία, αλλά το ότι τείνει να μετατραπεί σε δυστοπία. Πέρα από το διαβόητο γραφειοκρατικό τέρας των Βρυξελλών, που δεν κατάφερε να γίνει αποδεκτό ως οργανικό μέρος των εθνικών καθημερινοτήτων, η ίδια η ιδέα της ένωσης δεν μοιάζει το ίδιο σέξι. Η αναδίπλωση στο έθνος κράτος μπορεί να οφείλεται και στις δομικές αδυναμίες του συστήματος, αλλά φαίνεται να υποδηλώνει και κάτι άλλο: ότι είμαστε έτοιμοι να ενωθούμε σε ορίζοντα αισιοδοξίας, αλλά ανασκουμπωνόμαστε στον εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία όταν το κακό χτυπήσει την πόρτα. Το στοίχημα για το μέλλον, όχι μόνο της Ενωσης αλλά και του ίδιου του κόσμου τολμώ να πω, είναι αν θα καταφέρει να μεταστοιχειώσει την επελαύνουσα βαρβαρότητα (είτε οικονομική είτε φυλετική είτε έμφυλη) σε έναν πολιτισμό βασισμένο πάνω στις κλασικές αξίες της ισότητας, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης. Είναι άραγε τόσο ουτοπικό σενάριο;