Η 19η Μαΐου είναι η Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Είναι η ημέρα που το 1919, ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου και έδωσε το σύνθημα για τη δεύτερη και ακόμα πιο αιμοσταγή φάση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 1913 και ολοκληρώθηκε το 1923.

Σύμφωνα με υπολογισμούς  εξολοθρεύθηκαν με σφαγές και με απάνθρωπες εξοντωτικές πεζοπορίες 353.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, Έλληνες του Πόντου.

Ο όρος γενοκτονία (genocide) εδραιώθηκε την παγκόσμια ορολογία το 1943 και χαρακτηρίζει τα βίαια εγκλήματα που διαπράττονται εις βάρος ενός συνόλου, με στόχο τον φυσικό αφανισμό του.

Αυτό ακριβώς επεδίωξε και η Τουρκία έναντι των Ποντίων, των Αρμενίων και άλλων εθνοτήτων με μακραίωνη παρουσία στα εδάφη που από τα μέσα του 15ου αιώνα αποτελούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και μετέπειτα το τουρκικό κράτος.

Η Γενοκτονία των Ποντίων αποτελεί ένα αποτρόπαιο έγκλημα εις βάρος όχι μόνο των άμεσων θυμάτων της αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», που ξεκίνησε την κυκλοφορία του τον Φεβρουάριο του 1922, γράφει στις 17 Μαρτίου 1923, προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη, διεθνή και εγχώρια, για όσα συνεχίζουν να συμβαίνουν στον Πόντο.

Τα καραβάνια της εξόντωσης

«Οι στρατηγοί Μεγάλων Δυνάμεων, οι ναύαρχοι, οι ύπατοι αρμοσταί, οι θρησκευτικοί αρχηγοί, οι αντιπρόσωποι του Ευρωπαϊκού και Αμερικανικού τύπου, γίνονται αυτόπται μάρτυρες των φρικιαστικών κακουχιών των Ποντίων, οι οποίοι μετεφέρθησαν παρά των Τούρκων ως “αγέλη” από τας ακτάς των εις την Κωνσταντινούπολιν.

»Και το δράμα αυτό συνεχίζεται χωρίς τέλος, προς μέγα αίσχος της ανθρωπότητος. Ο ανταποκριτής του “Ημερησίου Τηλεγράφου” (σ.σ. Daily Telegraph) γράφει ότι “εις μίαν κλίνην υπάρχουν τρεις ασθενείς”.

»Επί μίας φορτηγίδος υπέστησαν οι ατυχείς πρόσφυγες όλα τα δεινά της κακοκαιρίας και αρκετάς ημέρας “κατέκειντο συσσωρευμένοι χωρίς μίαν κουβέρταν, ημίγυμνοι και πεινώντες από ημερών”.

»Υπεδείξαμεν και προ ημερών, το επαναλαμβάνομεν και σήμερον, ότι η “Επιτροπεία των Αλυτρώτων” έπρεπε ν’ απευθύνη την εντονωτέραν ανθρωπιστικήν διαμαρτυρίαν προς όλον τον κόσμον και προς όλον τον τύπον δια το σφαγείον του Πόντου».

Μία ημέρα αργότερα, στις 18 Μαρτίου 1923 γράφει:

«Όσοι θέλουν να έχουν κάποιαν ιδέαν διά το Ελληνοχριστιανικόν σφαγείον του μαρτυρικού Πόντου αρκεί να προσέξουν τους κατωτέρω αριθμούς επισήμων στατιστικών. Ο Ελληνικός πληθυσμός της επαρχίας Αμασείας εις τας πόλεις και τα χωρία κατά το 1914 ήτο 196.785. Μετά την ανακωχήν και μέχρι του 1920, λόγων των διωγμών εξοριών και σφαγών, έφθασεν εις 140.555.

»Μετά την ανακωχήν και μέχρι του 1920, λόγω των διωγμών εξοριών και σφαγών, έφθασεν εις 140,555. Εν συνόλων οι φονευθέντες και αποθανόντες εις την εξορίαν των υπολογίζονται εις 92,313.

»Ήδη δε υπάρχουν εν διασπορά και εν Κωνσταντινουπόλει 48,142. Και μόνον οι αριθμοί αυτοί ομιλούν τόσον ευγλώττως περί του σφαγείου του Πόντου ώστε περιττεύουν περισσότερα σχόλια»

Μαρτυρία

Ο σπουδαίος χρονογράφος και θεατρικός συγγραφέας, Δημήτρης Ψάθας, γεννημένος στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1907, και έχοντας και ο ίδιος προσωπικά βιώματα, ασχολήθηκε, αργότερα, επισταμένως με τη Γενοκτονία των Ποντίων.

Τον Νοέμβριο του 1965, ξεκινά, σε συνέχειες, η δημοσίευση του Χρονικού του Πόντου, από τον Δημήτρη Ψαθά στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ».

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 28.5.1966, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο χρονικό αυτό ο Ψαθάς ενσωματώνει και την αφήγηση του Ιωάννη Παπαδόπουλου «που αποτελούσε μέλος της μπάντας που είχα φτιάξει ο διαβόητος αγάς (σ.σ. Τοπάλ Οσμάν) από 13 Ελλήνες και 3 Τούρκους.

»Η μπάντα αυτή διασκέδαζε αλλά και παρακολουθούσε όλες τις “εκστρατείες” του Τοπάλ Οσμάν για να κατασφαγεί στο τέλος απ’ τον αιμοβόρο αφέντη της». Ο μόνος που ξέφυγε τον θάνατο ήταν ο Ιωάννης Παπαδόπουλος.

«[Απρίλιος 1921]. Μόλις περάσαμε εις απέναντι όχθην του Ευφράτη ποταμού, με επείγον τηλεγράφημα ο Κεμάλ διέταξε τον σφαγέα και διώκτην των Χριστιανών να βαδίση εναντίον των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων της περιφερείας Σαμψούντος (Αμισού), τα οποία έκαμναν θραύσιν εις εκείνα τα μέρη.

»Μετά διήμερον πορείαν δια μέσου των καταρημαγμένων αρμενικών χωρίων, την 5ην Απριλίου εφθάσαμεν εις Σού Σεχίρ, όπου μεταξύ πολλών Ελλήνων κατεκρεούργησαν και τον παπα – Αναστάσιον, λόγω της εθνικής του δράσεως.

»Την επομένην, ακολουθούντες τον ρουν του Λύκου ποταμού, περνάμε την γέφυραν και κατά τας εσπερινάς ώρας φθάνομεν εις Κοϊλά Χισάρ. Κατά την εκεί διανυκτέρευσιν εξετελέσθησαν όλοι οι Έλληνες κάτοικοι που έζως εις αυτήν.

»…Εις το Νικσάρ (Νεοκαισάρειαν) οι τσετέδες μετέφεραν όλους τους Έλληνας έξω από την πόλιν και τους εξετέλεσαν με ομαδικά πυρά. Την 10ην Απριλίου εξεκινήσαμε και μετά πορείαν 7 περίπου ωρών εφθάσαμε εις την ωραίαν κωμόπολιν Έρπαα, που κατωκείτο από Έλληνας και Τούρκους. Οι τελευταίοι ειδοποιήθησαν τηλεφωνικώς από τον Τοπάλ Οσμάν να συγκεντρώσουν τους Έλληνας εις πανδοχεία και καφενεία υπό αυστηράν επιτήρησιν.

»Εκεί οι μεν τσετέδες κατηυλίσθησαν εις διαφόρους κενάς οικίας των χριστιανών διά να τας λεηλατήσουν ο δε Τοπάλ Οσμάν με το επιτελείον του κατέλυσε εις το αρχοντικό του του πλουσίου Έλληνος Αναστάς αγά, προέδρου της ελληνικής κοινότητος.

Σφαγή μετά μουσικής

»Τας πρωινάς ώρας της επομένης, καθ’ ην ώραν επαιάνιζεν η μουσική εις το προαύλιον της οικίας του Αναστάς αγά, από την ταράτσαν της οποίας ο αιμοσταγής αρχηγός με τους επιτελείς του μάς παρηκολούθουν χαριεντιζόμενοι διά τα ανδραγαθήματά των, ηκούσθησαν οιμωγαί και κλαυθμοί από το εσωτερικόν της οικίας, την ώραν που κατεκρεουργείτο αγρίως η οικογένεια του Αναστάς αγά.

»Η συγκίνησις την οποίαν εδοκιμάσαμεν την στιγμήν αυτήν ήτο τόσον μεγάλη, ώστε κατήντησε να παραλύσουν τα δάκτυλά μας και να αρχίση μία παραφωνία, μέχρις ότου εσταματήσαμε και φύγαμε κατασυντετριμμένοι.

»Κατά τας βραδυνάς ώρας της ίδιας ημέρας απόσπασμα τσετέδων ωδήγησαν τους μελλοθανάτους Έλληνας, που ήσαν ήδη συγκεντρωμένοι, εις απόμερον μέρος όπου τους εξετέλεσαν και τους παρέχωσαν εις ομαδικόν τάφον.

(…)

Παρανάλωμα

»Όταν εφθάσαμε εις την κορυφήν ενός βουνού όπου ήτο το ελληνικόν χωρίον Κήρκ – Χαρμάν διέταξε αμέσως τους δημίους του να καταστρέψουν αυτό μαζί με τους κατοίκους του εις αντίποινα διά την αποτυχίαν του κατά των Ελλήνων ανταρτών.

»Οι αιμοχαρείς εκτελεσταί συνεκέντρωσαν αμέσως όσα γυναικόπαδια και γέροντας παρέμειναν εκεί εις διάφορα μεγάλα σπίτια και ακολούθως παρέδωσαν αυτά εις τας φλόγας.

»Κατά την ώραν που η πυρκαϊά έπαιρνε διαστάσεις, ήρχισαν ν’ ακούωνται οι γοεροί κλαυθμοί και οδυρμοόι των δυστυχισμένων αθώνν πλασμάτων, που εζήτουν έλεος και οίκτον, αλλ’ εις μάτην.

»Οι εκτελεσταί όχι μόνον εκώφευον εις τας εκκλήσεις των καιομένων, αλλά και εσκότωναν τις μάννες που αλλόφρονες έτρεχον  εις τα παράθυρα με τα μωρά των διά να τα πετάξουν έξω, ελπίζουσαι ότι θα τα διασώσουν.

(…)

Στις 20 Μαΐου ειδοποιήθηκε ο Τοπαλ Οσμάν ότι μια μεγάλη συνοδεία Ελλήνων της Σαμψούντας, που είχαν εκτοπισθεί, θα περνούσε απ’ το Τσιμπίζ Χαν όπου βρισκόταν στρατοπεδευμένος. Διέταξε να τους οδηγήσουν μπροστά του και τούς είπε:

–       Βρε, γκιαούρηδες, εγώ ερχόμουν στην Σαμψούντα για να σας βρω και βλέπω ότι εσείς έρχεστε σ’ εμένα. Να είστε καλά!

»Συγχρόνως διέταξε τους τσέτες του να τούς τραβήξουν όλους σε μια χαράδρα, όπου και τους εξετέλεσαν.

Η σφαγή στην Καβάκ

»Την 30ην Ιουλίου 1921 κατήλθε εις την τουρκικήν κωμόπολιν Καβάκ, 54 χιλιόμετρα από την Σαμψούντα. Η κωμόπολις αυτή κατέστη πολυθρήλυτος εις όλους του Ποντίους της περιφερείας διότι εκεί εσφάγησαν ομαδικώς εκατοντάδες Ελλήνων Σαμψουντίων και Παεραίων, που ενώ εστέλλοντο ως εξόριστοι εις το εσωτερικόν της Τουρκίας, ουδέποτε έφθαναν εις τον προορισμόν των.

»Οι Τούρκοι κάτοικοι του χωρίου όταν εμπήκαμε εις αυτό, μας υπεδέχθησαν με μεγάλον ενθουσιασμόν και διηγούντο την σφαγήν των αποστελλομένων εις εξορίαν Ελλήνων και εδείκνυον με υπερηφάνειαν τα χρυσά και αργυρά ωρολόγια, τα δχτυλίδια, τις καδένες, τις σακκούλες των γεμάτες και τα διάφορα τιμαλφή που άρπαζαν από τους γκιαούρηδες…»

Η σφαγή της Κάβζας

Πριν ο Τοπάλ Οσμάν συνεχίζει την πορεία του για την Κάβζα, διεμήνυσε στις τοπικές αρχές να συγκεντρώσουν σε συγκεκριμένο σημείο όλους τους Έλληνες.

«Είναι αδύνατον να περιγράψη κάλαμος συγγραφέως το τι συνέβη εις την πόιν αυτήν κατά το τριήμερον διάστημα της παραμονής του αγά.

»Εξαγριωμένα στίφη τσετέδων και πειναλέων Τούρκων παρεβίαζαν τας θύρας των οικιών, κλαυθμοί και οδυρμοί ηκούοντο πανταχόθεν, άνδρες και γυναικόπαιδα εσέρνοντο εις τους δρόμους και εξετελούντο, νεάνιδες εβιάζοντο, οι καμπάνες εκτυπούσαν, οικίαι παρεδίδοντο εις τας φλόγας.

»Τα διαπραχθέντα κακουργήματα ήσαν τοιαύτης εκτάσεως ώστε θα ωχρίουν μπροστά σ’ αυτά και νύκτες ακόμη Αγίου Βαρθολομαίου».

»Στις 6 Αυγούστου, τραβώντας για την Άγκυρα ο Τοπάλ Οσμάν – ύστερα από τηλεγραφική διαταγή του Κεμάλ – συναντά στο δρόμο ένα εργατικό τάγμα από 600 Έλληνες.

»Όταν τους είδε έγινε σαν τρελλός απ’ τη χαρά του και παρά τις διαμαρτυρίες των τζανταρμάδων, μέσα σε λίγη ώρα τους κύκλωσε και τους εθέρισε όλους ανεξαιρέτως με τα πολυβόλα!»