Ένα από τα συμπτώματα μιας βαθύτερης στις «δυτικού τύπου» δημοκρατίες, κρίσης πολιτικής και ως έναν βαθμό πολιτιστικής, είναι το γεγονός ότι οι κυβερνητικές εναλλαγές δεν γίνονται τόσο επειδή οι ψηφοφόροι πείθονται από την εναλλακτική πρόταση που διατυπώνει η αντιπολίτευση, αλλά επειδή είναι απογοητευμένοι από το κόμμα ή τον συνασπισμό που έχει την κυβερνητική εξουσία.

Ως αποτέλεσμα η πολιτική συζήτηση περιορίζεται στην απλή προσπάθεια της εκάστοτε αντιπολίτευσης να κάνει «πόλεμο φθοράς» στο κόμμα που είναι στην εξουσία, να προσπαθεί να εκπροσωπήσει τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας και να ελπίζει ότι αυτή θα είναι τόσο μεγάλη ώστε να οδηγήσει σε κυβερνητική αλλαγή.

Αυτό έχει οδηγήσει σε μια σχετική υποτίμηση της προσπάθειας η εκάστοτε αντιπολίτευση να έχει μια πραγματική και επεξεργασμένη εναλλακτική πρόταση. Διευκολύνθηκε σε αρκετές χώρες και από τον τρόπο που υπήρξε μια πολύ μεγάλη σύγκλιση ανάμεσα στην κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά, που μείωσε πολύ την προγραμματική και ιδεολογική απόσταση ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας.

Το τίμημα αυτών των τάσεων ήταν μια αυξανόμενη αποξένωση των πολιτών από την πολιτική σκηνή και ενίοτε την εμφάνιση αντανακλαστικών της μορφής «όλοι ίδιοι είναι», που προσπάθησε να τα εκμεταλλευτεί η ακροδεξιά.

Τα γράφω γιατί αισθάνομαι ότι ζούμε ανάλογες καταστάσεις και στη χώρα μας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που εξακολουθεί να μην έχει παρουσιάσει στην ελληνική κοινωνία μια αυτοκριτική αποτίμηση της εμπειρίας του στη διακυβέρνηση του τόπου, από όταν ήρθε η ΝΔ στην κυβέρνηση κυρίως επένδυσε στο ότι η κυβέρνηση θα προκαλούσε δυσαρέσκεια και άρα η εξουσία θα επέστρεφε ως «ώριμο φρούτο». Βεβαίως αυτό δεν έπειθε ιδιαίτερα τους ψηφοφόρους και όπως θυμάστε για ένα διάστημα είχαμε το παράδοξο να φθείρεται η κυβέρνηση χωρίς να ενισχύεται η αντιπολίτευση.

Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ25 αντιμετωπίζουν την υπόθεση των υποκλοπών και το κόστος που έχει για την κυβέρνηση ως το πολιτικό τζακπότ που αναζητούσαν για να πάνε στις εκλογές με ελπίδες επιτυχίας.

Δηλαδή, παραμένουν εντός της λογικής «ώριμου φρούτου» και της αντίληψης ότι στο τέλος τη δουλειά της αντιπολίτευσης την κάνει η ίδια η κυβέρνηση.

Μόνο που αυτό σημαίνει ότι για άλλη μια φορά θα πάμε σε εκλογές χωρίς πραγματική συζήτηση και μόνο με όρους πολιτικής επικοινωνίας.

Δηλαδή, δεν θα γίνει η μεγάλη πολιτική και προγραμματική συζήτηση που έχει ανάγκη μια χώρα σε σταυροδρόμι μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει (όχι απαραίτητα προς το καλύτερο).

Τη συζήτηση για την «πράσινη μετάβαση» και το πώς από σύνθημα θα γίνει καθημερινότητα.

Τη συζήτηση για το παραγωγικό μοντέλο και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Για το πώς μπορεί να υπάρξει μια νέα ισορροπία ανάμεσα σε δημόσιο και επιχειρηματικότητα, ανάμεσα σε αγορά και κοινωνικό κράτος.

Τη συζήτηση για τη δημοκρατία που υπονομεύεται ποικιλότροπα και όπου τα προβλήματα που συζητάμε είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου της πορείας προς πλήρως επιτηρούμενες κοινωνίες.

Τη συζήτηση για τον πολιτισμό και το πώς μπορεί να γίνει ξανά κτήμα όλων.

Τη συζήτηση για ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας νεολαίας που βλέπει το μέλλον με ανασφάλεια.

Τη συζήτηση για τη θέση της χώρας σε έναν κόσμο που γίνεται πολυπολικός, με περισσότερα ρήγματα αλλά και περισσότερες απειλές.

Γιατί αυτή η συζήτηση είναι, σε τελική ανάλυση, πιο σημαντική από το ποια κυβέρνηση θα προκύψει στις επόμενες εκλογές.