Η ποίηση του Γ. Σεφέρη έχει ταυτιστεί με τη διηνεκή περιπλάνηση, τη μονιμότητα του περιπλανώμενου ναυαγού, του αδύνατου νόστου και της τραυματικής Οδύσσειας σε ένα αεικίνητο κατάστρωμα. Η Μικρασιατική Καταστροφή σημάδεψε στην καρδιά και σφράγισε ανεξίτηλα τη γραφή του Μικρασιάτη λογοτέχνη. Ως έμπειρος διπλωμάτης που έζησε από κοντά τα γεγονότα και τις ζυμώσεις για την τύχη της Κύπρου μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό της αγώνα (1955-΄59), διέβλεπε μια ανάλογη σύγχρονη τραγωδία να μεθοδεύεται στην περίπτωση της Κύπρου.

Το δράμα της προσφυγιάς κυριαρχεί στους στίχους του, καθώς ομολογεί «δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα» («Μυθιστόρημα» ΙΣΤ΄). Στις Μέρες Ζ΄ σε εγγραφή του, τον Ιούλη του 1950, παρομοιάζει την τελευταία επίσκεψή του στη Σκάλα Βουρλών –τόπο στενά συνδεδεμένο με τα παιδικά του βιώματα– με κάθοδο στον Άδη. Η μνήμη που κατοικεί δεσποτικά στο έργο του (πβ. «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί…», «Μνήμη α΄»), συνδέεται με την απώλεια της φιλτάτης του πατρίδας, Ιωνίας, αλλά και της Κύπρου.

Τον Δεκέμβρη του 1952 θα «ξεμπαρκάρει» από το κατάστρωμα του πλοίου του, στη Λεμεσό για ολιγόωρη επίσκεψη. Η σημαδιακή αυτή άφιξη θα αποδειχθεί μοιραία, αφού τον επόμενο χρόνο (1953) θα εγκατασταθεί στην Κύπρο, όπου θα μετενσαρκωθεί ως μυθικός Τεύκρος σε μια «άλλη Σαλαμίνα», μια άλλη πατρίδα. Όπως αναφέρει στον Henry Miller: «Το νησί υπήρξε για μένα η αποκάλυψη μιας ευρύτερης Ελλάδας». «Στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη που έταξαν για να [τ]ου θυμίζει την πατρίδα», ο ποιητής θα βιώσει το «θαύμα». Η εντύπωση της βιολογικής-σωματικής παρουσίας του στον χερσαίο χώρο της Κύπρου αποτυπώνεται και ποιητικά, καθώς καταδεικνύει η παράθεση ή και τιτλοφόρηση των ποιημάτων του με χωροτοπικές αναφορές του νησιού («Έγκωμη», «Σαλαμίνα της Κύπρος»…). Τόσο η ημερολογιακή όσο κι η ποιητική του γραφή μαρτυρούν εμφαντικά τη μεταμόρφωσή του.

Το επερχόμενο κυπριακό δράμα δε θ΄ αργήσει, ωστόσο, να γίνει αντιληπτό από την οξυδέρκεια του διπλωμάτη Σεφέρη, ο οποίος όντας ενεργά εμπλεκόμενος στο κυπριακό θα γίνει μάρτυρας των πολιτικών γεγονότων που διαδραματίζονται εις βάρος της Κύπρου και των οδυνηρών εξελίξεων της ιστορίας της. Ο Αλ. Ξύδης, γράφει σχετικά:

[Tον Σεπτέμβρη του 1957] ο Σεφέρης πάει Πρέσβης στο Λονδίνο, αφού πέρασε ένα χρόνο στο Υπουργείο Αρμόδιος για το Κυπριακό. Δεν είχε πάψει ν΄ ανησυχεί για την Κύπρο την οποία είχε γνωρίσει και αγαπήσει στο μεταξύ σε τρία ταξίδια του από τη Βηρυτό. Και τότε υπηρέτησα μαζί του τρία χρόνια (1957-1960) ως Σύμβουλος Τύπου στη Πρεσβεία του Λονδίνου. Τα ημερολόγια και τ΄ άλλα χαρτιά του Σεφέρη εκείνης της εποχής θα δημοσιευτούν με τη σειρά τους […].  («Ο πολιτικός Σεφέρης», Κύκλος Σεφέρη, Αθήνα, 1980)

Ο Μ. Πιερής, επίσης, αναφέρεται στον κίνδυνο του εκτουρκισμού που εύστοχα διείδε ο Σεφέρης και κάνει λόγο για «σύνδρομο τουρκικού φόβου»:

Αρκετά νωρίς, καθώς το δείχνουν σημειώσεις του ήδη σε πρακτικά συζητήσεων το 1956, ο Σεφέρης έχει οσμιστεί τον τουρκικό κίνδυνο, ο οποίος είχε αρχίσει να ξεμυτίζει σιγά σιγά, με μικρές πλάγιες αναφορές στην αρχή, ως ο κυριότερος παράγοντας στο τέλος για τη λύση του κυπριακού [που τότε, βέβαια, σήμαινε για την ελληνική πλευρά, απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα]. Επρόκειτο καθώς φαίνεται, για ένα επικίνδυνο χαρτί […] που η αγγλική πολιτική της εποχής εκείνης, το έπαιζε με σταθερό τρόπο στην αρχή […] («Συμβολή στο θέμα της κυπριακής εμπειρίας του Γιώργου Σεφέρη», Εισαγωγή στην ποίηση του Σεφέρη, επιμ.: Δ. Δασκαλόπουλος, Ηράκλειο, 2007)

Τα οδυνηρά ιστορικοπολιτικά γεγονότα της νέας θαλασσινής πατρίδας θα ωθήσουν τον Σεφέρη να απεκδυθεί το προσωπείο του Τεύκρου κατευθύνοντας τον πίσω στο προσφυγικό κατάστρωμα. Η πλήρης συνάφεια ανθρώπου και περιβάλλοντος, η ζωντάνια των αισθήσεων που αποτυπώνονταν στα γραφόμενά του στα «κυπριακά» του ποιήματα, αντιτίθενται στο τελευταίο του ποίημα, οι «Γάτες τ΄ Αϊ-Νικόλα» (1969), όπου δίνεται η εντύπωση ότι ο ποιητής βρίσκεται πάλι εν πλω για το αέναο ταξίδι του εξόριστου και απάτριδος ταξιδευτή Οδυσσέα.
Ο ποιητής, ωστόσο δεν έπαψε στιγμή να νοιάζεται για τη μοίρα της Κύπρου, καθώς θα πεθάνει με τον καημό της Ρωμιοσύνης (βλ. Σ. Παύλου, ό.π., Σεφέρης και Κύπρος, Λευκωσία, 2000), του ελληνισμού γενικότερα  (πβ. «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»), που στη νεότερη ιστορική του περιπλάνηση, συρρικνώνεται διαρκώς.

Το 1962, ενώ «έχει προηγηθεί όλη η εμπειρία της ιστορικής ματαίωσης», μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, τα κυπριακά ποιήματα θα ενταχθούν στη συγκεντρωτική έκδοση όχι με τον τίτλο «…Κύπρον ου μ΄ εθέσπισεν», αλλά με τον «θαλασσινό τίτλο της περιπλάνησης», Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄, του αυτοαποκαλούμενου ποιητή «Στράτη Θαλασσινού». Σε επιστολή του προς τον Κύπριο φίλο του Αδ. Διαμαντή (16.10.1964) γράφει:

[…]Αυτή την ανάγκη της ρίζας που λες, της ριζωμένης ζωής. […] Τώρα τελευταία την ένιωσα πολύ αυτή την ανάγκη, – αλλά τόποι των παππούδων μου και των γονιών μου δεν υπάρχουν πια για μένα, καταποντίστηκαν. […] Ένα περίεργο συναίσθημα, υποσυνείδητο, χαμένου κόσμου.

Όπως έχει επισημάνει  Ν. Ορφανίδης με την επιβίβαση του Σεφέρη στο καράβι στις «Γάτες», θα ΄λεγε κανείς ότι επιστρέφουμε στον χώρο της Τραγωδίας χωρίς δικαίωση για την Κύπρο, όπως και για τον ευρύτερο ελληνισμό. Αυτό προκαλεί «δυσκατάπαυστον ἄλγος» και αποτελεί «αἱματόεσσα πλαγά» –κατά τον Αισχύλο τον οποίο επικαλείται ο ποιητής– για τον αέναο ταξιδιώτη Σεφέρη. Η Κύπρος είναι κι αυτή πλέον μια πληγή που τον οδηγεί τανάπαλι στο κατάστρωμα της αέναα κινούμενης θάλασσας, που μοιάζει με την οδυνηρή μνήμη και την ανήσυχη συνείδηση του ποιητή.

Στις 20 του Σεπτέμβρη 1971 ο Γ. Σεφέρης αφήνει την τελευταία του πνοή στον Ευαγγελισμό. Η Κύπρος, που η επίσκεψη του σε αυτήν «σφράγισε» (Σ. Παύλου, ό.π., σ. 366) τα τελευταία χρόνια της ζωής του, «παρέμεινε η κύρια έγνοια της σκέψης του» (Μ. Πιερής, ό.π., σ. 399). Η αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου αναφέρει, την ακατάπαυστη έγνοια του για τον ελληνισμό, καθώς και ότι ο ποιητής ξεψύχησε με τη σκέψη της Κύπρου.

Μόλις συνήλθε από την εγχείριση,  η πρώτη του φράση ήταν:

Τι θα γίνει με το νησί; … Τι θα γίνει με το νησί;

(Σ. Παύλου, ό.π., σ. 366)

Το ταξίδι στην Κύπρο που είχε προγραμματίσει για τον Ιούλιο του 1971 δεν έγινε ποτέ, αφού πέντε μέρες πριν την αναχώρησή του αρρώστησε βαριά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο (πβ. Σ. Παύλου, ό.π., Ο Ευάγγελος Λουίζος θυμάται, Εφημερίδα «Κήρυκας», Λευκωσία, 1.1.1983). Η τελευταία εγγραφή του Σεφέρη στο ημερολόγιό του, στις 11 Μαίου 1971 (Μ. Πιερής, ό.π., σ. 399), δύο περίπου μήνες πριν την εισαγωγή του στον Ευαγγελισμό και τέσσερις πριν το θάνατό του, έχει άμεση σχέση με την Κύπρο.

Σήμερα, 48 χρόνια μετά το δράμα της τουρκικής εισβολής, οι φόβοι του ποιητή- διπλωμάτη που αγάπησε σαν άλλη πατρίδα του την Κύπρο, αποδεικνύονται τραγικά προφητικοί αλλά και επίκαιροι, καθώς η τουρκική κατοχή συνεχίζεται απρόσκοπτα, ενώ οι Τούρκοι –προκλητικοί όσο ποτέ– εποφθαλμιούν, επιδιώκουν με κάθε τρόπο και μεθοδεύουν την προσάρτηση ελληνικών εδαφών, καθώς και ολόκληρης της Κύπρου.

Η κυρία Μαρία Χατζηνικόλα είναι Φιλόλογος, υπ. Διδάκτωρ.