Κανείς δεν περίμενε όταν πρωτοπαρουσιάστηκε η έκδοση με τίτλο «Πάπυρος: Η περιπέτεια του βιβλίου από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα» της Ιρένε Βαγέχο ότι θα γνώριζε τόσο µεγάλη επιτυχία, όχι µόνο στην πατρίδα της συγγραφέως του, την Ισπανία, αλλά και διεθνώς, αφού µεταφράζεται σε περισσότερες από 30 χώρες και έχει αποσπάσει σηµαντικά βραβεία. H 43χρονη λογοτέχνιδα, η οποία σπούδασε Κλασική Φιλολογία και έλαβε το διδακτορικό της από τα Πανεπιστήµια της Σαραγόσα και της Φλωρεντίας, κατάφερε στις περίπου 500 σελίδες του πρωτότυπα γραμμένου δοκιμίου της να υμνήσει όσους συνέβαλαν στη δημιουργία και στην προστασία των βιβλίων, αποτίνοντας ταυτόχρονα έναν φόρο τιμής στη φιλαναγνωσία. Με αφορμή την ελληνική κυκλοφορία του πονήματός της πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο μιλήσαμε μαζί της για την επίδραση που είχε η πανδημία στη σχέση των ανθρώπων με το διάβασμα, για ό,τι συνδέει τον Πίνδαρο με τον Σαίξπηρ αλλά και για το σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου.

Εχετε καταφέρει να εξηγήσετε την επιτυχία του «Παπύρου»;

«Εγραψα τον «Πάπυρο» ολομόναχη, χωρίς να γνωρίζω αν θα ήθελε το πόνημά μου κάποιος εκδοτικός οίκος, χωρίς εγγυήσεις ή ελπίδα. Πάντα νόμιζα ότι επρόκειτο για ένα μικρό, διακριτικό βιβλιαράκι που θα περνούσε απαρατήρητο. Η αποδοχή του έχει ξεπεράσει και τα πιο τρελά όνειρά μου. Οταν άρχισα να γράφω, πρόθεσή μου ήταν να συνδυάσω την απόλαυση της ανάγνωσης με την αναζήτησή της γνώσης. Εκανα ένα λογοτεχνικό πείραμα που συνυφαίνει γεγονότα και ανθρώπινες ζωές, παραπέμπει σε άλλες εποχές, κάνει αναφορές σε ταινίες, μπλέκει τις ιδέες με το θαύμα της ανακάλυψης. Προσπάθησα να ανακτήσω τον ενθουσιασμό και το πάθος που οι ιστορίες πάντα ξυπνούσαν μέσα μου. Οταν ακόμη δίδασκα, παρατηρούσα τους μαθητές μου και έβλεπα ότι εντυπωσιάζονταν περισσότερο από περιπετειώδεις αφηγήσεις και βιογραφίες παρά από αφηρημένα επιχειρήματα. Και αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσα να καταλήξω με ένα δοκίμιο – δομημένο όμως σαν μυθιστόρημα – με αγωνία, ιστορίες, τοπική ατμόσφαιρα και ανθρώπινα πρόσωπα. Σκέφτηκα ότι, αν ήθελα να αποτίνω φόρο τιμής στα βιβλία, ο καλύτερος τρόπος για να το κάνω θα ήταν να αφηγηθώ τις ιστορικές δυσκολίες που υπέστησαν με τον ίδιο τρόπο που θα το είχαν κάνει οι βάρδοι του παρελθόντος. Και έτσι ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο μου όχι ως ψυχρό, εγκεφαλικό αποτέλεσμα έρευνας, αλλά μάλλον ως μια εξερεύνηση ή προσπάθεια – όπως σημαίνει η λέξη «δοκίμιο» – να εξισορροπήσω την ακαδημαϊκή επιμέλεια με το πάθος που θα είχε η Σεχραζάντ αν αφηγείτο αυτή τη συναρπαστική περιπέτεια. Τολμώ να σκεφτώ ότι, απροσδόκητα, ακριβώς σε εποχές ψηφιακών επαναστάσεων, οι αναγνώστες μάλλον περίμεναν ένα βιβλίο που να περιγράφει την εκπληκτική οδύσσεια αυτού του αντικειμένου».

 

Υπάρχει περίπτωση η πανδηµία να υπογράµµισε εκ νέου την αξία των βιβλίων;

«Σε περιόδους αγωνίας και αβεβαιότητας τα βιβλία μάς έχουν προσφέρει συντροφιά, σοφία και ανακούφιση. Ενα βιβλίο είναι καταφύγιο γνώσης μπροστά στη μοναξιά και στον φόβο. Γι’ αυτό τόσο πολλοί αναγνώστες βρήκαν μέσα τους παρηγοριά από την ανησυχία της πανδημίας. Στον «Πάπυρο» μοιράζομαι, για παράδειγμα, τις αναμνήσεις μου από το bullying που έχω υποστεί νεότερη και εξηγώ ότι σε εκείνη την πολύ δύσκολη φάση της ζωής μου οι φωνές των συγγραφέων που μου μιλούσαν μέσα από τις σελίδες τους ήταν η σωτηρία μου. Η αυξημένη δημοφιλία της ανάγνωσης κατά τη διάρκεια του lockdown και η θερμή υποδοχή που έλαβε ο «Πάπυρος» στη χώρα μου και αλλού με κάνουν να σκεφτώ ότι αυτή η παράξενη οικογένεια που αποτελείται από εμάς οι οποίοι αγαπάμε τα βιβλία, τον πολιτισμό και τις ανθρωπιστικές επιστήμες είναι πιο πολυάριθμη από όσο νομίζουμε. Υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων, μια ήσυχη αλλά ζωντανή μειονότητα, που υπερασπίζεται με ενθουσιασμό την παλιά πίστη στην αξία των λέξεων και της ανάγνωσης. Ισως, μετά από δεκαετίες παραγκωνισμού και απαξίωσης των ανθρωπιστικών επιστημών, ήρθε η ώρα να διεκδικήσουν ξανά τη θέση τους. Περισσότερο από ποτέ, ο κόσμος χρειάζεται τη φιλοσοφία, τη δημιουργικότητα, τον αναστοχασμό της ηθικής και την ηρεμία».

 

Ποια φράση που έχετε υπογραµµίσει σε βιβλίο δεν θα ξεχάσετε ποτέ;

«Μου έκανε εντύπωση ένας στίχος από τον Πίνδαρο: «Ο άνθρωπος είναι το όνειρο μιας σκιάς». Ο Σαίξπηρ το επαναδιατυπώνει: «Είμαστε από την ύλη των ονείρων πλασμένοι και τη ζωή μας την κυκλώνει ο ύπνος». Αυτό είναι κομμάτι της μαγείας των βιβλίων: η εύρεση μιας φράσης που φωτίζει μια σκοτεινή περιοχή της μνήμης ή της φαντασίας μας. Τα σπουδαία έργα μάς γοητεύουν ακριβώς επειδή δίνουν νόημα στο χάος της πραγματικότητας: οι ιστορίες μάς βοηθούν να κατανοήσουμε έναν περίπλοκο κόσμο και να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις και τους κινδύνους της ζωής».

Λέτε πως τα βιβλία περιγράφουν τελικά εκείνους οι οποίοι τα διαβάζουν. Εσάς ποια βιβλία σάς περιγράφουν στην ολότητά σας;

«Είναι απογοητευτικά δύσκολο να διαλέξω μερικά μόνο, είναι πολλά όσα έχουν αφήσει το στίγμα τους πάνω μου. Θα έλεγα την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, τα «Δοκίμια» του Μοντέν, τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες, τον «Φρανκενστάιν» της Μέρι Σέλεϊ, το «Middlemarch» της Τζορτζ Ελιοτ, τα μυθιστορήματα του Κόνραντ, τη φιλοσοφία της Μαρίας Θαμπράνο, το «Αδριανού Απομνημονεύματα» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, την ποίηση της Αχμάτοβα, του Λόρκα, του Σέσαρ Βαγέχο, του Σεφέρη και της Βισλάβα Ζιμπόρσκα. Ωστόσο, το βιβλίο που άλλαξε τη ζωή μου ήταν η «Οδύσσεια» του Ομήρου. Ενα βράδυ, ο πατέρας μου, καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού μου, μου είπε ότι έπρεπε να προετοιμαστώ για μια μεγάλη και συναρπαστική ιστορία.»Εχεις ακούσει για τον Οδυσσέα;» με ρώτησε. Μέσα από το κοχύλι των αφτιών μου τρύπωσαν μέσα μου οι Σειρήνες, οι Κύκλωπες, τα νησιά, οι φουρτούνες, ο ασκός του Αιόλου, η Ναυσικά στην παραλία, η Καλυψώ στον κήπο της, η Κίρκη που ετοίμαζε μαγικές αλοιφές, η Πηνελόπη που ύφαινε και ξήλωνε… Από τότε, η ελληνική μυθολογία έγινε το σπίτι μου. Η περιέργειά μου για τον αρχαίο κόσμο που δημιούργησε αυτούς τους θρύλους παραμένει ακόρεστη».

 

Ποια ήταν η τελευταία φορά που σας διάβασε κάποιος κάτι;

«Η μητέρα μου κι εγώ έχουμε διατηρήσει τη συνήθεια να διαβάζουμε η μία στην άλλη. Γενικώς αυτό θεωρείται προνόμιο των παιδιών, αλλά δεν υπάρχει λόγος για αυτό. Οπως λέω και στο βιβλίο, όταν κάποιος σού διαβάζει θέλει να σου προσφέρει ευχαρίστηση. Είναι μια πράξη αγάπης και μια ανακωχή από τις μάχες της ζωής. Οταν ακούς σαν σε όνειρο κάποιον να σου διαβάζει, το κείμενο και ο αναγνώστης ενώνονται σε μια κοινή παρουσία. Και όπως αυτός που σου διαβάζει αλλάζει τον τόνο της φωνής του, παίζει με το χαμόγελο και το βλέμμα και τις σιωπές του, η ιστορία που σου λέει γίνεται μόνο δική σου. Ποτέ δεν θα ξεχάσεις το πρόσωπο εκείνο που σου αφηγήθηκε μια ωραία ιστορία μέσα στη σκιά της νύχτας».

 

Τόσα βιβλία, τόσες σοφές λέξεις, όµως ερχόµαστε συνεχώς αντιµέτωποι µε τη βία, τον πόλεµο, τη µαταιοδοξία. Το µέλλον µάς οδηγεί στο παρελθόν, λέει η Χάνα Αρεντ, γιατί όµως δεν µπορούµε να διδαχθούµε από τα περασµένα παθήµατα;

«Δεν ξέρω αν οι κλασικοί μάς δίνουν μαθήματα, νομίζω ότι μάλλον συνομιλούν μαζί μας. Μέσα από αυτούς τους διαλόγους εξερευνούμε και κατανοούμε καλύτερα τον εαυτό μας. Νομίζω ότι πρέπει να κατεβάσουμε τους κλασικούς από το βάθρο τους: δεν ήταν καλύτεροι από εμάς. Η Ελλάδα και η Ρώμη σημείωσαν ορισμένα επιτεύγματα αλλά η ιστορία τους επίσης αμαυρώνεται από σκιές βαρβαρότητας όπως η δουλεία, ο κοινωνικός αποκλεισμός των γυναικών και ο ιμπεριαλισμός. Οι ιδέες και οι ιστορίες τους μας ενδιαφέρουν όχι γιατί ήταν υποδειγματικές, αλλά γιατί τόλμησαν να συλλάβουν ορισμένες έννοιες που, ακόμη και σήμερα, συμβολίζουν την καλύτερη πλευρά του κόσμου μας και συνεχίζουν να ρίχνουν φως στο παρόν μας. Οι άθλοι μας ανήκουν και στον Ηρακλή. Οι προκλήσεις μας παραπέμπουν στον Προμηθέα. Ο Μινώταυρος ζει στους λαβυρίνθους μας και οι αλεξιπτωτιστές πέφτουν στη γη από τον ουρανό σαν τον Ικαρο. Ο νόστος θυμίζει τον Οδυσσέα. Οι Τρώες μοιράζονται τους θρήνους μας για τον πόλεμο. Ο Οιδίποδας και ο Νάρκισσος χρησιμεύουν για να ορίσουν τα συμπλέγματά μας. Οι υπερήρωες της Marvel κατάγονται από τους ελληνικούς μύθους».

 

Ξέρετε πολλά για την αρχαία Ελλάδα. Τι γνωρίζετε για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισµό;

«Τρέφω τεράστιο θαυμασμό για την κουλτούρα και τον πολιτισμό σας, από την εποχή που εφηύρατε τη δημοκρατία μέχρι σήμερα που διακρίνεστε στα πεδία της ποίησης, του μυθιστορήματος, του κινηματογράφου και της τέχνης. Λατρεύω την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Γιάννη Ρίτσου και τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, του Θοδωρή Καλλιφατίδη ή του Πέτρου Μάρκαρη, τον οποίο είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά πριν από λίγες ημέρες. Πιστεύω ότι λίγοι σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν καταφέρει να αποτυπώσουν τη σκοτεινή πλευρά της φτώχειας και της εξαθλίωσης στον πλούσιο κόσμο μας όπως έχει κάνει ο Γιάννης Κουνέλλης με τα έργα του. Μου αρέσει να βουτάω στη συναρπαστική και στοχαστική εμπειρία των ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου και με γοητεύει η δύναμη του Νέου Κύματος του ελληνικού κινηματογράφου: ο Γιώργος Λάνθιμος, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, ο Εκτορας Λυγίζος και ο Αλέξανδρος Αβρανάς. Αισθάνομαι συγκινημένη και, ταυτόχρονα, γοητευμένη από το γεγονός ότι το ίδιο τοπίο όπου γεννήθηκαν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία και η τέχνη μας, συνεχίζει να προσφέρει σήμερα μια εκπληκτική δημιουργική ζωντάνια, φωτίζοντας το παρόν μας και ανοίγοντας νέα παράθυρα στο μέλλον».