Η χώρα μας καταδίκασε εξαρχής τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όχι μόνο για λόγους ανθρωπιστικούς, αλλά και επειδή στον πυρήνα της ενσωματώνει λογικές του σύγχρονου αυταρχικού αναθεωρητισμού και θίγει θεμελιώδεις αρχές του μεταπολεμικού κόσμου, του απαραβίαστου των συνόρων συμπεριλαμβανομένων.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν έκρυψε ποτέ ότι με την, αποτυχημένη έως τώρα, «ειδική επιχείρησή» του θέλησε να διαγράψει την Ιστορία των μεταπολεμικών χρόνων, να αναιρέσει την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την αυτονομία της Ουκρανίας, να προσαρτήσει εδάφη της που θεωρούσε ότι ανήκουν στη «μητέρα πατρίδα» Ρωσία και να εγκαταστήσει κυβέρνηση δικής του επιρροής στη γειτονική «αδελφή σλαβική», κατά το αυτοκρατορικό ρωσικό δόγμα, χώρα.

Ετσι κήρυξε τον άδικο και φρικαλέο, όπως αποδεικνύεται, πόλεμο στηριζόμενος στην ισχύ και στην υποτιθέμενη υπεροχή των όπλων του.

Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να συμφιλιωθεί με τέτοιου χαρακτήρα πολεμικές πρακτικές και ενέργειες, γιατί απλούστατα έχει απέναντί της έναν γείτονα εχθρικό, που ορίζεται από αντίστοιχα αναθεωρητικά δόγματα, προπαγανδίζει κατάργηση θεμελιωδών διεθνών συμφωνιών και συνθηκών, αμφισβητεί την ελληνικότητα των νησιών του Αιγαίου, παραβιάζει συνεχώς τον ελληνικό εναέριο χώρο, δημιουργεί επεισόδια στον Εβρο, επιμένει εδώ και σχεδόν μισό αιώνα στην κατοχή της Βόρειας Κύπρου, διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος από τον υποθαλάσσιο πλούτο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και δι’ αυτών φαντασιώνεται την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιώντας το ιδεολόγημα της δήθεν δικής του «Γαλάζιας Πατρίδας».

Για όλα αυτά και επειδή η ελευθερία και η ανεξαρτησία βρίσκονται στον πυρήνα των θεμελιωδών αρχών της πατρίδας μας, δεν μπορούσε και δεν επιτρεπόταν στην Ελλάδα να συντονιστεί με τη ρωσική πλευρά. Και για αυτούς ακριβώς τους λόγους δεν δικαιολογείται η συνήθης εγχώρια διολίσθηση σε συνθήκες διχασμού με κάθε ευκαιρία, όπως τώρα συμβαίνει με την ατυχή πρωτοβουλία του ουκρανού προέδρου να εμφανίσει στο πλευρό του ομογενείς που μάχονται στη Μαριούπολη στις τάξεις του νεοναζιστικού εθνικιστικού Τάγματος Αζόφ.

Ούτε βεβαίως επιτρέπεται να επιδεικνύεται οποιαδήποτε ανοχή στα ανεπτυγμένα εδώ και χρόνια πάμπολλα και ετερόκλητα μεταξύ τους σχήματα και δίκτυα ρωσικής επιρροής και προπαγάνδας, των ιθυνόντων της ρωσικής πρεσβείας συμπεριλαμβανομένων.

Εχει παρατηρηθεί και αναγνωριστεί από όλες τις κυβερνήσεις τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας ότι ο αναθεωρητισμός του Πούτιν βρήκε κατά καιρούς και συνεχίζει να βρίσκει «πρόθυμους» υποστηρικτές στη χώρα μας.

Ενα ιδιότυπο «ρωσικό λόμπι» έχει σχηματιστεί με τα χρόνια στην Ελλάδα στη βάση αντισυστημικών, αντιδυτικών, αντιευρωπαϊκών και συνωμοσιολογικών αντιλήψεων και προσεγγίσεων. Το είδαμε να εκφράζεται και να βγαίνει επί σκηνής με διάφορες αφορμές.

Στα χρόνια των μνημονίων, αλλά και αργότερα με αφορμή το Μακεδονικό, την υγειονομική κρίση, το αντιεμβολιαστικό κίνημα και τώρα με τη ρωσική εισβολή, συντονίστηκαν δήθεν στο όνομα του αντισυστημισμού και της υποτιθέμενης ρωσικής εναλλακτικής ετερόκλητες μεταξύ τους δυνάμεις, όπως αυτές της Χρυσής Αυγής, των ΑΝΕΛ, των ακροαριστερών του ΣΥΡΙΖΑ στην εποχή των αυταπατών και των ψευδαισθήσεων, της Ελληνικής Λύσης και άλλων.

Και από δίπλα τους ένας ευρύς κύκλος θρησκόληπτων και συνωμοσιολόγων, συγκροτούμενος από αγιορείτες, αντιπατριαρχικούς μοναχούς, εχθροπαθείς μητροπολίτες, ακροδεξιούς ακαδημαϊκούς, απόστρατους δήθεν εθνικόφρονες αξιωματικούς, ευέλικτους επιχειρηματίες, φιλόδοξους νεομιντιάρχες, ανερμάτιστους και δογματικούς, συνδεδεμένους με τη Ρωσία, πολιτικούς, ήλθε να  συντονιστεί και να δημιουργήσει με τα χρόνια ένα πλέγμα φιλορωσικής επιρροής και προπαγάνδας, η οποία, αν δεν θίγει ευθέως, σίγουρα υπονομεύει την αποτελεσματικότητα των όποιων εθνικών πολιτικών.

Οι πρόσφατες απελάσεις ρώσων διπλωματών μόνο άσχετες δεν είναι με τη συγκρότηση αυτού του δικτύου.

Απελάσεις έκανε πρώτος ο κ. Τσίπρας και τις επανέλαβε τώρα ο κ. Μητσοτάκης. Προφανώς και οι δύο είχαν πολύ σοβαρούς λόγους για να λάβουν τόσο ηχηρές αποφάσεις…