Αν δεν ξέρεις καλά τα Χανιά και το λιμάνι τους, θα συμβάλεις ερήμην σου ώστε το θρυλικό σπίτι του Τζον Κράξτον (1922-2009), χωμένο στα μικρά στενά, να διατηρηθεί ως το καλά κρυμμένο μυστικό της πόλης. Η είσοδός του είναι ένα μικρό πέρασμα στον κόσμο του ζωγράφου, κατευθείαν στη μικρή κουζίνα η οποία διατηρείται όπως τη ζούσε ο ίδιος, με τους σταυρούς αιθάλης από το φως της Ανάστασης στην εσοχή της εξώπορτας, με τα τσιγκέλια του χασάπη σαν ένα αναποδογυρισμένο μπουκέτο να δημιουργούν μια αυτοσχέδια ραφιέρα για τα καραφάκια, με τον μικρό λευκό πίνακα με τα τηλέφωνα των φίλων για να είναι άμεσα προσβάσιμα, γραμμένα με το χέρι από τον Κράξτον (Ghika, yannis sculptor, Ανδρέας Ταξί, μεταξύ άλλων) και με τον πίνακα του Μιρό πάνω από το μικρό τραπέζι που ακουμπάει κολλητά στον τοίχο. Ο πίνακας δεν είναι αυθεντικός, αλλά ένα αντίγραφο που είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Κράξτον όταν κάποια στιγμή έπεσε θύμα κλοπής.

«Κάποιος τον νάρκωσε, προφανώς ρίχνοντας κάτι στο ποτό του και έκλεψε τα έργα φίλων του που είχε μέσα στο σπίτι. Ο Τζον είχε πάντα το σπίτι ανοιχτό για τον κόσμο, φίλοι και γνωστοί έρχονταν και έμεναν εδώ. Βέβαια, ύστερα από αυτό το γεγονός άρχισε να προσέχει λίγο περισσότερο» θα σχολιάσει ο Ιαν Κόλινς, βιογράφος του Κράξτον, διαχειριστής του κληροδοτήματός του μαζί με τον σύντροφο του Κράξτον, Ρίτσαρντ Ράιλι, αλλά και επιμελητής της επερχόμενης έκθεσης αφιερωμένης στον καλλιτέχνη στο Μουσείο Μπενάκη από τις 12 Απριλίου (η οποία θα ταξιδέψει στη συνέχεια στα Χανιά και στη Δημοτική Πινακοθήκη της πόλης τον ερχόμενο Οκτώβριο – επέτειο και εκατό χρόνων από τη γέννηση του Κράξτον).

O Kόλινς γνώρισε τον Κράξτον στο Λονδίνο το 2000, όταν ήταν πλέον σωστός Κρητικός, με το μουστάκι του και τα ελληνικά του που είχε μάθει πριν από χρόνια μεταξύ άλλων από τους ναύτες και τους βοσκούς που γνώριζε και ζωγράφιζε στους καμβάδες του. «Εμοιαζε σαν να είχε μόλις έρθει από τα βουνά της Κρήτης» θυμάται. «Ελεγε υπέροχες ιστορίες που δεν είχα ξανακούσει. «Μπορώ να γράψω τη βιογραφία σου;» τον ρώτησα. «Οχι και μην το ξαναπείς αν θες να είσαι φίλος μου. Το έχω απαγορέψει από το 1948 και δεν θα αλλάξω γνώμη το 2000» απάντησε. Οπότε άρχισα να κρατάω σημειώσεις κρυφά. Μου είπε τελικά ότι μπορούσα να κάνω ένα βιβλίο αλλά με τους δικούς του όρους. Το ξεκίνησα και κυκλοφόρησε η µονογραφία «John Craxton» το 2011. «Είναι ξεκάθαρο ότι θα γράψεις ένα άλλο βιβλίο όταν βγω από τη μέση, οπότε ας σου πω κάποιες πληροφορίες» μου είπε τρία χρόνια πριν πεθάνει». Η βιογραφία με τις ιστορίες που δεν ήθελε ο Κράξτον να συμπεριληφθούν σε εκείνη την πρώτη έκδοση πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, λίγο προτού εγκαινιαστεί και η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη.

Ο Ιαν Κόλινς

Mε τον Κόλινς συναντηθήκαμε στα Χανιά και το σπίτι του Κράξτον προ μερικών εβδομάδων, μια βροχερή μέρα με πολύ αέρα. Ο άσχημος καιρός δεν έκανε τη θέα από το μπαλκόνι στο πάνω πάτωμα του τετραώροφου επί της ουσίας σπιτιού λιγότερο εντυπωσιακή: Η θάλασσα, το λιμάνι με το τούρκικο τζαμί και στο βάθος ο Σταυρός όπου γυρίστηκε ο «Ζορμπάς» και έζησε τελικά ένας άλλος που λάτρεψε την Κρήτη και τα Χανιά: ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας και βραβευμένος με Οσκαρ Γουόλτερ Λάσαλι.

Το στενό και ψηλό σπίτι του Κράξτον είναι επί της ουσίας το ένα άκρο ενός κάποτε ερειπωμένου παλάτσο το οποίο είχε διαιρεθεί σε επιμέρους κομμάτια. Ο Κράξτον έζησε εκεί από το 1960 – χρονιά που αγόρασε το σπίτι «με προφορικό συμβόλαιο σφραγισμένο με χειραψία», όπως σημειώνει στη βιογραφία ο Κόλινς – ως και το τέλος της ζωής του. Χονδρικά δηλαδή, γιατί όταν άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα υγείας επέστρεψε στη γενέτειρά του το Λονδίνο, όπου και πέθανε τελικά το 2009, αν και το σχέδιο ήταν πάντα «η επιστροφή στην Κρήτη».

Παρεμπιπτόντως, ένα αντίστοιχο «σχέδιο» ήταν να μείνει κάποια στιγμή στο άλλο σπίτι που είχε αγοράσει στην Κρήτη, στο χωριό Σούρη στην επαρχία Αποκορώνου. Ενα διώροφο κτίριο λαϊκής αρχιτεκτονικής με καταπληκτική θέα στα Λευκά Ορη, πνιγμένο πλέον στις φραγκοσυκιές, το οποίο έχει ανακηρυχθεί μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων το 2016 και αναμένει τις αναστηλωτικές επεμβάσεις του. Στη Σούρη ο Κράξτον ονειρευόταν ότι θα ζωγραφίσει μια μέρα, αλλά είναι κάτι που δεν συνέβη ποτέ, «πάντα η ζωή τον κυρίευε και τον πήγαινε όπου ήθελε» θα σχολιάσει ο Κόλινς. Ούτε ετάφη στη βυζαντινή εκκλησία του χωριού όπως το επιθυμούσε και δήλωνε ρητά στη διαθήκη του, εφόσον βέβαια ο θάνατος θα τον έβρισκε στην Ελλάδα. Ο στόχος είναι πλέον να αποκατασταθεί το κτίριο και να γίνει ένα «καταφύγιο» καλλιτεχνών στα πρότυπα της κατοικίας του Πάτρικ Λι Φέρμορ στην Καρδαμύλη. Οι δυο τους υπήρξαν στενοί φίλοι, όπως και με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, οπότε ακόμα και η μετά θάνατον ζωή του έργου και του ονόματός τους θα μπορούσε να έχει μια αντίστοιχη πορεία. Εξάλλου το σπίτι των Χανίων στην οδό Μόσχων προορίζεται για χώρο residency ενός καλλιτέχνη που θα μπορούσε να εμπνευστεί από το περιβάλλον όπου έζησε ο Κράξτον.

Σε αυτή τη «φωλιά του τερμίτη», όπως συνήθιζε να αποκαλεί πολύ επιτυχημένα το σπίτι του ο Κράξτον, το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει πλεόνασμα τετραγωνικών, όμως παραδόξως οι χώροι είναι ανοιχτοί, και βέβαια ιδιαίτερα καλόγουστοι, με εκείνη την αβίαστη κομψότητα και μποέμ αισθητική που έχουν οι ιδιωτικοί χώροι των περισσότερων καλλιτεχνών. «Ηταν ένα σπίτι που όλο συντηρούσε αλλά δεν τελείωνε και ποτέ, ο Κράξτον ζούσε μονίμως σε χάος. Για παράδειγμα, για να πάει από το ισόγειο στον πρώτο δεν υπήρχε κανονικό κλιμακοστάσιο αλλά μια μεταλλική σκάλα» θα σχολιάσει ο Κόλινς.

Η επιλογή της Κρήτης και συγκεκριμένα των Χανίων έγινε για τον Κράξτον έπειτα από μια σοβαρή περιήγηση στην Ελλάδα αλλά και εκτός της, σε μέρη όπου είχε υπάρξει ελληνική Ιστορία. «Ο Κράξτον ήθελε να βρίσκεται στην Ελλάδα από όταν ήταν μικρός. Είχε στοργικούς, φιλότεχνους γονείς, οι οποίοι του επέτρεψαν μια ανέμελη και ελεύθερη παιδική ηλικία. Εκανε πάντα ό,τι ήθελε. Και αυτό που ήθελε περισσότερο απ’ όλα ήταν να είναι καλλιτέχνης. Αλλά ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως. Δεν του άρεσε καθόλου το σχολείο, εκπαίδευσε τον εαυτό του στα μουσεία όπου πάντα τον έλκυε η αρχαία ελληνική τέχνη. Κάποια στιγμή οι γονείς του τον έστειλαν να κάνει διακοπές με μια οικογένεια φίλων οι οποίοι ήταν μεγάλοι συλλέκτες και είχαν στην κατοχή τους και πίνακες του Ελ Γκρέκο, ενός ζωγράφου που επίσης αγαπούσε ιδιαίτερα. Ηταν πάντα αδιανόητα τυχερός, με τους γονείς του, με το ταλέντο που του δόθηκε, με τις συμπτώσεις στη ζωή του». Ο Κράξτον ήρθε τελικά στην Ελλάδα το 1946 μαζί με τον στενό του φίλο Λούσιαν Φρόιντ, αλλά η πρώτη φορά που βρέθηκε στην Κρήτη ήταν το 1947, αφότου είχε περάσει πρώτα από τον Πόρο. Ηταν το «δώρο» που έκανε στον εαυτό του για τα 25α γενέθλιά του, ένα ταξίδι με τρεις στόχους, «να εξερευνήσει το παλάτι του βασιλιά Μίνωα, να βρει τη γενέτειρα του Ελ Γκρέκο» και να ξανασυναντηθεί με έναν χορευτή χασάπη που είχε γνωρίσει ως φαντάρο στον Πόρο και τώρα είχε απολυθεί από το Ναυτικό και είχε επιστρέψει στην Κρήτη όπου δούλευε στην κρεαταγορά του Ηρακλείου. Οπότε ξεκίνησε από αυτή την πόλη την εξερεύνησή του στο νησί. «Αμέσως λάτρεψε το μέρος. Το πρώτο βράδυ πήγε στην Κνωσό και κοιμήθηκε στο πάτωμα της βίλας Αριάδνη του Αρθουρ Εβανς. Ο Τζον πήγε να αναζητήσει τον φίλο του τον ναυτικό και βρέθηκαν σε μια ταβέρνα της περιοχής. Εκεί τον είδε να χορεύει ζεϊμπέκικο: να φέρνει έναν γύρο μια αναποδογυρισμένη καρέκλα και έπειτα να αρπάζει τα μπροστινά πόδια της, να κάνει μια τούμπα προς τα πίσω πάνω από αυτή, για να προσγειωθεί σταθερά στα πόδια του και να συνεχίσει να χορεύει. Θύμιζε τα ταυροκαθάψια και εκείνος ήταν λοιπόν ένας σύγχρονος Μινωίτης. Αυτό ήταν που αγαπούσε στην Ελλάδα ο Τζον, τη σύνδεσή της με την Ιστορία της» θα πει ο Κόλινς.

Μετά την πρώτη περιήγηση στο Ηράκλειο, τα Χανιά ήταν εκείνα που τον κέρδισαν τελικά. «Πέρα από την αρχιτεκτονική και την αρχαιολογία, ήταν πλούσια σε μύθο και μυστήριο. Ο Τζον είδε μάλιστα έναν γόνιμο οιωνό νωρίς, όταν μια κουκουβάγια προσγειώθηκε σ’ ένα μπαλκόνι με ένα φίδι στο ράμφος της», όπως σημειώνει στο βιβλίο του ο Κόλινς. Στον Τζον Κράξτον άρεσε να ζωγραφίζει την καθημερινή ζωή, «πήγαινε στα βουνά της Κρήτης, έψαχνε τους αντάρτες φίλους του Πάτρικ Λι Φέρμορ και έκανε πολλά πορτρέτα τους». Το «πλήρωσε», με την έννοια ότι δεν έγινε ποτέ τόσο διάσημος όσο ο κολλητός του για ένα φεγγάρι Λούσιαν Φρόιντ, με τον οποίο γυρνούσαν στο Λονδίνο του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου αλλά και σε εκείνο το παρθενικό ταξίδι στον Πόρο. «Ο Κράξτον ήταν διάσημος στην Αγγλία προτού έρθει στην Ελλάδα, υπό μία έννοια πιο διάσημος από τον Φρόιντ, αλλά δεν ήθελε τη φήμη, ήθελε να ζήσει τη ζωή του. Δεν του άρεσε η Αγγλία και ο καιρός της, ήθελε να βρίσκεται στον ήλιο. Στα Χανιά του άρεσε η αρχιτεκτονική και το λιμάνι, του άρεσαν οι εκκλησίες, οι μινωικές αρχαιότητες, του άρεσαν τα πάντα. Νομίζω ότι έβαλε όλα αυτά τα στοιχεία στις εικόνες του. Η άποψή μου είναι ότι έγινε Ελληνας και ότι η δουλειά του ήταν πολύ ελληνική, απ’ όταν ήρθε στα 23 του μέχρι που πέθανε στα 87 του όλα σχεδόν τα έργα του είχαν σχέση με την Ελλάδα» καταλήγει ο Κόλινς.

Ο κατάσκοπος που ήρθε από το κρύο

Ο Κράξτον δεν έκρυβε το γεγονός ότι είχε φίλους στη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα, μερικοί από τους οποίους ήταν μυστικοί αξιωματικοί της υπηρεσίας πληροφοριών. Τόσο όσο βρισκόταν στον Πόρο αλλά και στα Χανιά υπήρχε η φήμη ότι ήταν κατάσκοπος. «Δεν μπορούσε ποτέ να κρατήσει ένα μυστικό ή χαμηλό προφίλ, οπότε εάν είχε υπάρξει, θα ήταν ο χειρότερος του είδους. Δεν ανεχόταν την εξουσία, του άρεσαν οι φάρσες και το να πειράζει τον κόσμο και πάντα φύλαγε τα πιο άξεστα λόγια του στα ελληνικά για τον ακροατή που θα σοκαριζόταν πιο εύκολα. Μήπως η ίδια η απιθανότητά του να ήταν και το πιο πειστικό προσωπείο; Πολύ πιο πιθανό ήταν να του ξεφύγει κάτι σε ένα πάρτι αργά το βράδυ παρά να πει μια λέξη χαμηλόφωνα και συνειδητά στην ηρεμία ενός ελληνικού πρωινού».