«Ο κόσμος, οι πολιτικοί, έχουν τρελαθεί. Δεν μας έφθανε η πανδημία του κορωνοϊού που μας δημιούργησε τόσα προβλήματα εδώ και δύο χρόνια, έχουμε τώρα και τον πόλεμο. Οχι, δεν πιστεύω στους πολιτικούς, τουλάχιστον με τον τρόπο που ασκούν την πολιτική. Δεν ψηφίζω. Θα ήθελα τα πράγματα στη ζωή, στις κοινωνίες, να ήταν διαφορετικά. Κατά κάποιον τρόπο πιστεύω στην ουτοπία του Αγκοστίνιο ντα Σίλβα (σ.σ.: πορτογάλος φιλόσοφος και δοκιμιογράφος), δηλαδή την πίστη στην ελευθερία ως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου».

Η Ντούλτσε Χοσέ Σίλβα Πόντες, η τραγουδίστρια της Πορτογαλίας, η διάδοχος της Αμάλια Ροντρίγκες, όπως πολλοί την έχουν χαρακτηρίσει, μιλάει στο «Βήμα της Κυριακής» με αφορμή το νέο της άλμπουμ «Perfil» αλλά δεν μπορεί να γυρίσει την πλάτη της και στην τρέχουσα πραγματικότητα. Αλλωστε και η νέα της δουλειά έχει μήνυμα. «Εχει να κάνει πολύ με τα παιδικά μου χρόνια, με το ξεκίνημά μου. Και ήταν περίεργο, γιατί δεν ήταν κάτι συνειδητό» μας λέει και συνεχίζει: «Ηθελα να αποτίσω φόρο τιμής στην Αμάλια Ροντρίγκες όπως επίσης στους καλλιτέχνες fado Alfredo Marceneiro, Herminia Silva, Fernando Mauricio. Ενας φόρος τιμής σε εκείνους τους ανθρώπους που, εκτός από την Αμάλια, έχουν προσφέρει πολλά στη μουσική. Οι νεότερες γενιές γνωρίζουν ελάχιστα για τον Alfredo Marceneiro και την Herminia Silva, για παράδειγμα. Αλλά αυτός ο δίσκος είναι κάτι πολύ δικό μου, από τις ρίζες μου, και για την Πορτογαλία. Και πρέπει επίσης να επισημάνω τη συμμετοχή του Ricardo Ribeiro που είναι ένας φανταστικός τραγουδιστής και τραγουδοποιός, και όλων των μουσικών που συμμετείχαν στον δίσκο».

Ενα είδος προσμονής

Η πορτογαλίδα τραγουδοποιός και τραγουδίστρια στη διαδρομή της έχει ερμηνεύσει πολλά μουσικά στυλ, συμπεριλαμβανομένης της ποπ, της λαϊκής και της κλασικής μουσικής. Τα τραγούδια της συνέβαλαν στην αναβίωση της πορτογαλικής αστικής δημοτικής μουσικής των fado. Φάδο, που στα πορτογαλικά σημαίνει μοίρα ή πεπρωμένο, ονομάζεται το είδος μουσικής που εντοπίζεται τη δεκαετία του 1820 στην Πορτογαλία, σίγουρα όμως είχε παλαιότερες ρίζες. Η μουσική είναι μελαγχολική, το ίδιο και οι στίχοι, που συχνά μιλούν για τη θάλασσα ή για τη ζωή των φτωχών. Η μουσική έχει σχέση με την πορτογαλική λέξη saudade, μια από τις δυσκολότερες λέξεις προς μετάφραση: είναι ένα είδος προσμονής, αλλά και ένα μείγμα νοσταλγίας, λύπης, πόνου, ευτυχίας και αγάπης. Κάποιοι λάτρεις της μουσικής fado ισχυρίζονται ότι οι ρίζες της είναι ένα μείγμα της μουσικής των σκλάβων της Αφρικής με την παραδοσιακή μουσική των πορτογάλων ναυτών και αραβικές επιρροές.

Μουσικές παραδόσεις

Αν και ποτέ δεν είχε φανταστεί τον εαυτό της τραγουδίστρια, εν τούτοις είναι μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες φωνές της πατρίδας της παγκοσμίως. Γεννήθηκε στο Montijo, μια πόλη στην περιοχή Setubal, κοντά στη Λισαβόνα. Με σπουδές στο πιάνο, σε ηλικία 18 ετών ξεκίνησε την καριέρα της στο τραγούδι αφού συμμετείχε σε διαγωνισμό στην πόλη της. Σύντομα έγινε ηθοποιός στην πορτογαλική τηλεόραση και στο θέατρο. Το 1991 κέρδισε το εθνικό φεστιβάλ μουσικής με το τραγούδι της «Lusitana Paixao» (γνωστό στα αγγλικά ως «Tell Me»), το οποίο την οδήγησε στο να εκπροσωπήσει την Πορτογαλία στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision. Η ερμηνεία της στα διάσημα θέματα του fado, όπως το «Lagrima» και «Estranha Forma de Vida», της χάρισε τον τίτλο της «διαδόχου και κληρονόμου της Αμάλια Ροντρίγκες».

Εισήγαγε στο έργο της τις μουσικές παραδόσεις της Ιβηρικής Χερσονήσου, ανακάλυψε ξανά πολλά ξεχασμένα από καιρό δημοφιλή τραγούδια, ενώ η δουλειά της είναι εμπνευσμένη και επηρεασμένη όχι μόνο από την ιβηρική μουσική παράδοση αλλά και από αφρικανικούς, βραζιλιάνικους, αραβικούς και βουλγαρικούς ήχους. Εχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με τους Cesaria Évora, Caetano Veloso, Marisa Monte, Daniela Mercury, Carlos Nunez, Chieftains, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Γιώργο Νταλάρα, Andrea Bocelli, ενώ το τραγούδι της «Cançao do Mar» του 1993 συμπεριλήφθηκε τρία χρόνια αργότερα στο soundtrack της ταινίας «Primal Fear», για να της δώσει το παγκόσμιο διαβατήριο.

Η ιστορία της fado

Η πορτογαλίδα τραγουδίστρια μάς μιλάει με πάθος και όρεξη. Δεν διστάζει να μας τραγουδήσει το «Amapola» (πρόκειται για το κλασικό τραγούδι του 1920 του ισπανοαμερικανού συνθέτη José Maria Lacalle Garcia), το οποίο συμπεριλαμβάνεται ως διασκευή στο νέο της άλμπουμ, για να επιστρέψει και πάλι στα αγαπημένα της fado. «Οφείλουν και οι νέες γενιές, και της Πορτογαλίας συμπεριλαμβανομένης, να μάθουν την ιστορία της fado. Ηχογραφώντας αυτό το νέο άλμπουμ είχα στο μυαλό όλα τα είδη του κοινού. Ενιωσα ότι χρωστάω αυτό το άλμπουμ σε ανθρώπους που αγαπούν το fado και που τους αρέσει να με ακούν να τραγουδώ fado, και που περίμεναν πολύ καιρό για αυτό. Παρόλο που πάντα συνέχιζα να ηχογραφώ fado. Σε κάθε δίσκο μου είναι πάντα εκεί».

Η πανδημία του κορωνοϊού δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και εκείνη. Την ωρίμασε περισσότερο, την έμαθε να ζει τη ζωή της καλύτερα και με περισσότερη όρεξη, «Διαπίστωσα ότι η κάθε ημέρα είναι διαφορετική και πρέπει να τη ζούμε με όρεξη. Να μην αφήνουμε τον χρόνο να περνάει άσκοπα, μέσα από τα χέρια μας. Να κάνουμε πράγματα και να βρίσκουμε λύσεις. Εμένα, για παράδειγμα, την περίοδο του lockdown με έσωσε ο λαχανόκηπός μου. Με αυτόν ασχολούμουν».

Η επίσκεψη στην Ελλάδα

Γεμάτη όρεξη και διάθεση για συναυλίες (έχει καταρτίσει ήδη ένα μέρος του προγράμματός της) η Ντούλτσε Πόντες δηλώνει έτοιμη να επισκεφθεί και πάλι την Ελλάδα και «να συναντηθώ και πάλι με το αγαπημένο μου ελληνικό κοινό, που το αγαπώ τόσο πολύ. Οπως φυσικά αγαπώ και την πατρίδα σας. Να ξανασυναντήσω φίλους και συνεργάτες που έχω στην Ελλάδα. Ποιος ξέρει, ίσως είμαι σχετικά σύντομα κοντά σας, για να τραγουδήσω. Αν δεν έχουμε τίποτα απρόοπτα πάλι. Ας μην ξεχνάμε τι γίνεται στην Ουκρανία με τη Ρωσία».