Ο γερμανός ιστορικός Φριτς Στερν, ο οποίος είχε επιβιώσει του Ολοκαυτώματος καθώς οι γονείς του εγκατέλειψαν τη Γερμανία το 1938 με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε κάποτε γράψει για τις «πέντε Γερμανίες» που γνώρισε κατά τη διάρκεια της ζωής του: τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, τη ναζιστική Γερμανία, τη Δυτική Γερμανία και την Ανατολική Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ενωμένη Γερμανία που «ξαναγεννήθηκε» την επαύριο της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου και του τέλους του Ψυχρού Πολέμου. Αν ζούσε σήμερα, θα μπορούσε την περασμένη Κυριακή να πει ότι είδε και μια «έκτη Γερμανία»: αυτήν που έβαζε στην άκρη την αυταπάτη της «αλλαγής μέσω του εμπορίου» (Wandel durch Handel) και αισθάνεται έτοιμη μέσα από τη χρήση στρατιωτικής ισχύος να προασπίσει τις φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες.

Η ιστορική ομιλία Σολτς και οι αμυντικές δαπάνες

Η ομιλία του Σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Ολαφ Σολτς στις 27 Φεβρουαρίου στην Μπούντεσταγκ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορική – με δεδομένη τη δέσμευση του κόμματος στην Ostpolitik και στην προσέγγιση με τη Ρωσία. Η δέσμευσή του για σύσταση ενός ειδικού ταμείου για τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις (Bundeswehr) που θα συμπεριληφθεί και στο γερμανικό σύνταγμα, καθώς και η πρόβλεψη για (άπαξ) δαπάνες ύψους 100 δισ. ευρώ στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2022 για τον εκσυγχρονισμό τους ήταν ίσως η σημαντικότερη ψηφίδα όσων έλαβαν χώρα τις προηγούμενες ημέρες στους κόλπους της Ενωμένης Ευρώπης. Το Βερολίνο βάζει πλέον στόχο να πιάσει το ποσοστό του 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες έως το 2024, όπως έχει συμφωνηθεί σε επίπεδο ΝΑΤΟ, ενώ άλλαξε και πολιτική δεκαετιών που απαγόρευε την αποστολή όπλων σε εμπόλεμες ζώνες, δίνοντας άδεια για τη μεταφορά, μεταξύ άλλων, αντιαρματικών πυραύλων στην Ουκρανία.

O Oλαφ Σολτς δεσμεύθηκε στη γερμανική Βουλή για σύσταση ενός ειδικού ταμείου για τις γερμανικές Ενοπλες Δυνάμεις καθώς και για (άπαξ) δαπάνες ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2022 για τον εκσυγχρονισμό τους

Το τέλος της μεταψυχροπολεμικής τάξης πραγμάτων

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα, συντάραξε την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) απ’ άκρου σ’ άκρο. Τίποτα δεν είναι πια το ίδιο σε σχέση με τη μεταψυχροπολεμική γεωπολιτική αυταπάτη εντός της οποίας έζησε η ΕΕ μετά το 1990. «Η γερμανική πολιτική των ισορροπιών υπέστη τεράστιο πλήγμα και η Γερμανία αλλάζει. Μαζί μπορεί να αλλάξει και η Ευρώπη» τονίζει στο «Βήμα» ο Λουκάς Τσούκαλης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ). Και προσθέτει: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί το τέλος της μεταψυχροπολεμικής τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη. Μπορεί να λειτουργήσει και ως καταλύτης σημαντικών εξελίξεων στο εσωτερικό της ΕΕ. Περίμενε ο Πούτιν ότι θα κατάφερνε να ενώσει τους Ευρωπαίους εναντίον του;». Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και η άποψη της Νάταλι Τότσι, διευθύντριας της ιταλικής δεξαμενής σκέψης Instituto Affari Internazionali (IAI), η οποία σημειώνει προς «Το Βήμα» ότι «βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλλαγή παραδείγματος».

Η ταχύτητα με την οποία κινήθηκαν οι Ευρωπαίοι στο ζήτημα της επιβολής κυρώσεων και περιοριστικών μέτρων εναντίον της Ρωσίας σε σειρά τομέων, από τις τράπεζες έως το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων του Βλαντίμιρ Πούτιν και του Σεργκέι Λαβρόφ, με αποκορύφωμα φυσικά τον μερικό αποκλεισμό ρωσικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από το σύστημα διεθνών συναλλαγών SWIFT, υπήρξε εντυπωσιακή. Αξιοσημείωτος υπήρξε επίσης ο συντονισμός με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες του δυτικού κόσμου, όπως ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η ΕΕ στέλνει όπλα με το βλέμμα και σε άλλες χώρες

Το σημείο όμως το οποίο έκανε τη διαφορά ήταν η απόφαση της ενεργοποίησης του European Peace Facility (EPF) με σκοπό την αγορά και την προμήθεια όπλων προς τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον ρωσικό στρατό που εισέβαλε στο ουκρανικό έδαφος από τρεις πλευρές. Το European Peace Facility είναι ένα κοινοτικό χρηματοδοτικό εργαλείο με «ζωή» μόλις δύο ετών. Ο δε σκοπός του είναι, σύμφωνα με την περιγραφή του, να αποτρέψει τις συγκρούσεις και να ενισχύσει τη διεθνή ασφάλεια. Εχει προικοδοτηθεί με κονδύλια ύψους 5,7 δισ. ευρώ από το επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (του προϋπολογισμού της ΕΕ) για την επταετία 2021-2027.

Οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να αποδεσμεύσουν ένα ποσό 500 εκατ. ευρώ για να συνδράμουν με παροχή στρατιωτικού υλικού, εκ των οποίων 450 εκατ. ευρώ αφορούσαν φονικό (lethal) και 50 εκατ. ευρώ  μη φονικό (non-lethal) υλικό. Επιπλέον, συζητείται το ενδεχόμενο να υπάρξουν συγκεκριμένες διευθετήσεις με σκοπό τη δυνατότητα επιστροφής χρημάτων (reimbursement) σε κράτη-μέλη που ήδη έστειλαν αμυντικό υλικό στην Ουκρανία μέσω του EPF. Την ίδια στιγμή, εκτενείς είναι οι συζητήσεις σε επίπεδο Μονίμων Αντιπροσώπων (COREPER) για τα επόμενα, καθώς το βλέμμα των Βρυξελλών είναι στραμμένο και σε άλλες χώρες της ευρωπαϊκής γειτονίας που μπορούν να βρεθούν στο στόχαστρο της Ρωσίας, όπως η Μολδαβία, η Γεωργία αλλά και η Βοσνία – Ερζεγοβίνη. Για την περίπτωση της τελευταίας μάλιστα, εξετάζεται το ενδεχόμενο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής δύναμης (EUFOR Althea) με δεδομένες και τις εκπεφρασμένες αποσχιστικές ορέξεις του φιλορώσου ηγέτη της «Σερβικής Δημοκρατίας» Μίλοραντ Ντόντικ.

Η ανάγκη για ισχυρό αμυντικό πυλώνα

«Η ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα έχουν εξελιχθεί τις τελευταίες έξι ημέρες περισσότερο από όσο τις τελευταίες δύο δεκαετίες» δήλωσε χαρακτηριστικά, μιλώντας στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (φωτογραφία). Είναι πλέον σαφές ότι η συζήτηση για τη στρατηγική αυτονομία, την οποία εδώ και χρόνια έχει ξεκινήσει ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, λαμβάνει άλλες διαστάσεις. Η ανάγκη για έναν ισχυρό ευρωπαϊκό αμυντικό πυλώνα, στο πλαίσιο βέβαια ενός ισχυροποιημένου μετά τη ρωσική εισβολή ΝΑΤΟ, αναδεικνύεται προφανής, αν και θα πρέπει να ξεπεραστούν σοβαρά προβλήματα συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο. Πηγές από τις Βρυξέλλες έλεγαν στο «Βήμα» ότι η συζήτηση που θα διεξαχθεί για την υιοθέτηση της «Στρατηγικής Πυξίδας» θα δείξει τον δρόμο, αν και το σημερινό προσχέδιο λογικά θα υποστεί αλλαγές.

Οι προσεκτικές κινήσεις για ουκρανική ένταξη στην ΕΕ

Οι Βρυξέλλες θα πρέπει να εξετάσουν πολύ προσεκτικά το αίτημα που κατέθεσε ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι για ένταξη στην ΕΕ, και μάλιστα με ταχεία διαδικασία. Οι εταίροι από την Ανατολική Ευρώπη εμφανίζονται πιεστικοί ώστε «να σπάσουν τα ταμπού» και να χορηγηθεί άμεσα καθεστώς υποψήφιας χώρας στην Ουκρανία, αλλά αυτό μοιάζει δύσκολο να συμβεί.

Αρκετά κράτη-μέλη της Δυτικής Ευρώπης, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ιταλία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Δανία, παραδέχονται ότι οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί δραματικά, αλλά πρέπει να αποφευχθούν βιαστικές αποφάσεις. Αλλωστε, αυτό είναι ένα ζήτημα που θα αποφασιστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εξ ου και η παρέμβαση του προέδρου του, Σαρλ Μισέλ, με την οποία μάλλον έβαλε… φρένο στον υπερενθουσιασμό της κυρίας Φον ντερ Λάιεν.

Ευρωπαίοι διπλωμάτες έλεγαν στο «Βήμα» ότι μια βιαστική κίνηση θα μπορούσε να υπονομεύσει την ενότητα που επέδειξαν ως σήμερα οι «27» στην απάντησή τους στη ρωσική εισβολή, ενώ η παροχή μη ρεαλιστικών υποσχέσεων θα κάνει περισσότερο καλό παρά κακό στην εικόνα της ΕΕ. Δεν πρέπει ακόμα να λησμονείται ότι την ίδια στιγμή υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων περιμένουν ήδη μεγάλο διάστημα στον προθάλαμο. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι ακόμα και στο σχετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφέρεται ότι η σχετική διαδικασία πρέπει να είναι συμβατή με το άρθρο 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση και να βασίζεται στην πρόοδο που σημειώνει η χώρα.