«Ι am speaking. Excuse me. I am speaking, Mr Vice President» – «Μιλάω. Με συγχωρείτε. Μιλάω, κύριε αντιπρόεδρε». Με αυτή τη διατύπωση, τον Οκτώβριο του 2020, η γερουσιαστής της Καλιφόνιας Κάμαλα Χάρις, υποψήφια των Δημοκρατικών για την αντιπροεδρία των ΗΠΑ, «έβαλε στη θέση του» τον τότε αντιπρόεδρο, τον Ρεπουμπλικανό Μάικ Πενς, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικού debate εν όψει των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου 2020.

Με σταθερή φωνή, ήρεμο τόνο και πλατύ χαμόγελο, η Χάρις κατάφερε πλήγμα κατά του πολιτικού της αντιπάλου, τον οποίο διαδέχθηκε μετά την εκλογική νίκη των Δημοκρατικών και την ανάδειξη του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ. Η νίκη της Χάρις ήταν ιστορική: είναι η πρώτη γυναίκα, μαύρη και ασιατικής καταγωγής, η οποία ανέρχεται στο δεύτερο σημαντικότερο πολιτικό αξίωμα των ΗΠΑ μετά τον πρόεδρο. Η πρωτιά της χαιρετίστηκε ως νίκη των γυναικών, των μαύρων, των μειονοτήτων και προσέλαβε ακόμη μεγαλύτερη σημασία μετά το κλίμα ακραίας πόλωσης της διακυβέρνησης Τραμπ.

Εναν χρόνο μετά την εκλογή της, η αντιπρόεδρος Χάρις δεν έχει σιωπήσει αλλά ακούγεται ελάχιστα, σε σημείο που πολλοί Αμερικανοί και Ευρωπαίοι διερωτώνται «τι ακριβώς κάνει;». Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση («LA Times», 26/10/2021), το 51% των Αμερικανών έχει αρνητική γνώμη για τη Χάρις και το 42% θετική.

Χαμηλή δημοτικότητα

Πώς εξηγείται η χαμηλή δημοτικότητα της αντιπροέδρου; Ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών Tόμας Γκιφτ, διευθυντής του Κέντρου Αμερικανικής Πολιτικής (CUSP) του Πανεπιστημίου UCL στο Λονδίνο, μιλώντας στο «Βήμα», επισημαίνει: «Παρότι το γεγονός ότι ως πρώτη γυναίκα αντιπρόεδρος που προέρχεται από μειονότητα της εξασφάλισε αρχικώς μεγάλη προβολή στα μέσα ενημέρωσης, δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι η Χάρις υπήρξε ποτέ πολύ δημοφιλής πολιτικός. Στις εσωκομματικές εκλογές του 2020 για το χρίσμα του υποψηφίου των Δημοκρατικών ήταν η πρώτη που αποχώρησε από την κούρσα εξαιτίας των χαμηλών ποσοστών της στις δημοσκοπήσεις. Ο Τζο Μπάιντεν επέλεξε την Κάμαλα Χάρις ως υποψήφια αντιπρόεδρο γιατί θεωρήθηκε «ασφαλής» πολιτική επιλογή στη συγκεκριμένη συγκυρία – μια πολιτικός η οποία δεν θα απομάκρυνε ούτε τους μετριοπαθείς ούτε τους αριστερούς ψηφοφόρους των Δημοκρατικών. Από τότε που ανέλαβε το αξίωμά της, η Κάμαλα Χάρις υπέπεσε σε πολιτικά σφάλματα, όπως η συνέντευξή της στο NBC, τον περασμένο Ιούνιο, όταν απέφυγε να απαντήσει γιατί δεν είχε ακόμη επισκεφθεί τα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού (σ.σ. ο πρόεδρος Μπάιντεν της είχε αναθέσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της μετανάστευσης από την Ονδούρα, τη Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ). Επιπλέον, ο Μπάιντεν την κράτησε μακριά από το προσκήνιο και της ανέθεσε να χειριστεί ζητήματα χαμηλής προτεραιότητας».

Αντιδράσεις για τους χειρισμούς στο Μεταναστευτικό

Η Αμάντα Κλέιτον, καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ, μιλώντας επίσης στο «Βήμα», συμφωνεί με τη διαπίστωση ότι «η Χάρις έχει δευτερεύοντα ρόλο που οφείλεται εν μέρει στις επικρίσεις που δέχθηκε για τους χειρισμούς της στο Μεταναστευτικό». Ωστόσο προσθέτει ότι «πιθανόν αυτές οι αντιδράσεις να προκαλούνται επειδή οι ψηφοφόροι έχουν υψηλότερες προσδοκίες από μια γυναίκα πολιτικό, πόσω μάλλον μια μαύρη γυναίκα πολιτικό. Αυτό όμως μπορεί να είναι μόνο μια εικασία και στην πραγματικότητα η κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις να έχει αποφασίσει να λειτουργεί πιο στρατηγικά ως προς τους τομείς με τους οποίους θα ασχοληθεί στο εξής η αμερικανίδα αντιπρόεδρος». Από το επιτελείο της Χάρις τονίζουν στους «Νew York Τimes» ότι η αντιπρόεδρος παράγει «αθόρυβα» έργο – στην οικονομική αντιμετώπιση της πανδημίας, στην επιτάχυνση του ρυθμού των εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού – αλλά δεν το πιστώνεται.
Οσο για το Μεταναστευτικό, αποτελεί πράγματι ένα από τα πιο σύνθετα ζητήματα στις ΗΠΑ. Είναι επίσης αλήθεια ότι μια πολιτικός, κόρη μεταναστών, δύσκολα λέει σε πολίτες της Γουατεμάλας «μην έρθετε στις ΗΠΑ» (η Χάρις το είπε κατά την επίσκεψή της το περασμένο καλοκαίρι). Είναι εξίσου αλήθεια ότι οι αμερικανοί ψηφοφόροι έχουν απείρως υψηλότερες προσδοκίες από μια μαύρη, ινδικής καταγωγής πολιτικό. Η Κάμαλα Χάρις έχει στη διάθεσή της τρία χρόνια για να αποδείξει ότι η εκλογή της δεν ήταν μόνο μια πολιτική νίκη «υψηλού συμβολισμού».