Εχω ξαναγράψει πως ο Θανάσης Χατζόπουλος είναι ένας ποιητής που αλλάζει τα χαρακτηριστικά του από συλλογή σε συλλογή, διατηρώντας από τους παλαιότερους σταθμούς της διαδρομής του ό,τι είναι απαραίτητο για να αναπτύξει τα νεότερα, όλο και πιο απαιτητικά ζητούμενα της δουλειάς του (όταν δεν στρέφεται στην πεζογραφία για να ακολουθήσει εντελώς διαφορετικούς και απρόβλεπτους δρόμους).

Θανάσης Χατζόπουλος

Υπό κατασκευήν σημαίες

Εκδόσεις Πόλις, 2021,σελ. 96, τιμή 12 ευρώ

Αποβάλλοντας κατά κανόνα το προσωπικό και αυτοβιογραφικό στοιχείο από τα ποιήματά του, ο Χατζόπουλος απλώνει τις λέξεις του σε ένα πολύχρωμο και πυκνά υφασμένο δίκτυο, όπου εναλλάσσονται οι πολύστιχες συνθέσεις με τις παραπομπές στη δημοτική παράδοση και τη γενεαλογία των προγόνων, η κρυπτική γλώσσα με έναν πολύ σύγχρονο, σταθερά αντιεξομολογητικό και αντιδραματικό λυρισμό και οι εμπράγματες, απτές εικόνες ή αισθήσεις της φύσης με γενικές, αφηρημένες έννοιες, όπως η καλοσύνη, η προοπτική, η μνήμη και η ταπεινότητα. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο γεννιέται και η υπαρξιακή συνθήκη της ποίησης του Χατζόπουλου: το παιχνίδι της φθοράς, της απώλειας και του αποσυντονισμού ή του διαμελισμού της συνείδησης.

Στροφή στο εσωτερικό τοπίο

Μολονότι ο Χατζόπουλος δεν παίρνει απόσταση από το κεντρικό ζήτημα της γενιάς του, της γενιάς του 1980, που δεν είναι άλλο από τη στροφή από την εξωτερική πραγματικότητα προς το εσωτερικό τοπίο, η στροφή αυτή δεν αντιπροσωπεύει για τον ίδιο μια ατομική, αυστηρώς καλλιτεχνική περιπέτεια, αλλά τη συλλογική αποξένωση από την ουσία των πραγμάτων -αν είμαστε όντως σε θέση να συλλάβουμε και να σκεφτούμε κάποια ουσία των πραγμάτων. Παράδειγμα, για να περιοριστώ στα τελευταία ποιητικά βιβλία του Χατζόπουλου, η συλλογή Πρόσωπο με τη γη (2012), όπου εκείνο που κυριαρχεί δεν είναι το άτομο, αλλά η εγκατάλειψή του στον κόσμο. Και διαισθανόμαστε εν προκειμένω, παρά την εγκατάλειψη, την ακριβοθώρητη δυνατότητα της ποίησης να σχεδιάσει εκ νέου την πραγματικότητα (όχι πλέον ακριβώς εσωτερική, αλλά ούτε και εξωτερική), αναζωογονώντας την με μια εντελώς φρέσκια πνοή.

Κι αν διαβάσουμε προσεκτικά το κατοπινό Φιλί της ζωής (2016), δεν θα δυσκολευτούμε να διαπιστώσουμε πως ο πάντοτε εν δράσει λυρισμός του Χατζόπουλου παραμένει αντιεξομολογητικός και αντιδραματικός (δεν είναι με άλλα λόγια προγραμματικά αισιόδοξος και αφελώς άδολος) επειδή δεν έχει εν τέλει απομακρυνθεί κατά το παραμικρό από την υπόκωφη εκείνη βοή του σύμπαντος η οποία κρατάει το εγώ υποχείριο της απουσίας και του κενού του: μια βοή που μεταμορφώνει την πρωτογενή θέρμη σε θαμπή ανάμνηση, που επιτρέπει στα τραύματα να συνεχίζουν να αιμορραγούν, αλλά και που ξέρει πώς να μεταμορφώσει (όπως το συνομολογεί ο οικείος στίχος) τον μύθο της ζωής σε τραγούδι. Ετσι, όμως, η τέχνη της ποίησης καλείται για άλλη μια φορά να ανατάξει την πραγματικότητα.

 

Διακειμενικό υφαντό

Με την τωρινή συλλογή του, τις Υπό κατασκευήν σημαίες, ο Χατζόπουλος, μεταβάλλοντας εκ νέου προσανατολισμό και κατεύθυνση, δοκιμάζει την ποιητική του τέχνη σε σχέση με μια άλλη πραγματικότητα: την ιστορική. Ο ποιητής επανέρχεται εδώ στην πολύστιχη σύνθεση, υιοθετώντας δύο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, που αναθέτει στις φωνές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του Ρήγα Φεραίου, παρεμβάλλοντας μεταξύ τους μια σειρά επιμέρους εξιστορήσεων, οι οποίες μπορεί να εξακολουθούν είναι πρωτοπρόσωπες, αλλά αποτυπώνουν το προεπαναστατικό εμείς του 1821. Ο Χατζόπουλος θα μιλήσει τώρα για την πτώση και τον αφανισμό (με όχημα το προσωπείο του Παλαιολόγου), για τον άοκνο αγώνα, τις διαρκείς θυσίες και το αλόγιστο αίμα του (οι ενδιάμεσες διηγήσεις μιας αλυσίδας αφανών ηρώων), αλλά και για την πίστη στην ελευθερία με αντίτιμο τον θάνατο (το προσωπείο του Ρήγα, τώρα με λίγους και σύντομους πλην εξαιρετικά περιεκτικούς στίχους). Και κοντά σε όλα αυτά, η δύναμη και το αναπεπταμένο πεδίο της γλώσσας, που μπορεί και πάλι να συστήσει μια καινούργια συλλογικότητα, σκαλίζοντας μέσα στα αποκαΐδια και στις σορούς των νεκρών και ανασύροντας διαμάντια εσαεί μέσα από έναν αδιάκοπο χορό ονομάτων και πολλαπλών επικλήσεων.

Με ένα πολυστρωματικό φάσμα ομολογημένων παραπομπών, από την Αναγέννηση, τον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού (όπως είδαμε προεισαγωγικά οι δεσμοί με τη δημοτική παράδοση δεν είναι πρωτόφαντοι), τα χρονικά της Τουρκοκρατίας και τον Σολωμό μέχρι τον Θούριο και τη Χάρτα του Βελεστινλή, ο Χατζόπουλος ξεδιπλώνει ένα διακειμενικό (αντί για λεκτικό, όπως άλλοτε) υφαντό στις πτυχώσεις του οποίου θα κρύψει και μια αχανή γεωγραφική ονοματολογία: Κεράτιος Κόλπος, η Μονή της Θεοτόκου Περιβλέπτου, η Χρυσή ή Μεγάλη Πύλη και η Πύλη του Αγίου Ρωμανού στην Κωνσταντινούπολη, ο Πύργος Νεμπόισα στο Βελιγράδι, ο Εύξεινος Πόντος και η Αδριατική Θάλασσα, και, για να περάσουμε και σε ακραιφνώς ελληνικούς τόπους, ο χείμαρρος Δυοβουνιώτης στη Βοιωτία, το Ταίναρο, καθώς και το Μαυροβούνι της Μάνης, δίχως να παραλείψουμε τον Ολυμπο και τα Αγραφα.

Είναι ηλίου φαεινότερο πως ο Χατζόπουλος δεν επιστρέφει στην προϊστορία της ελληνικής ανεξαρτησίας για επετειακούς και εορταστικούς λόγους. Η ποίηση δεν γράφεται με αφορμή εορτές και επετείους και ο λόγος της αποκλείεται αυτομάτως και εκ των προτέρων από την οιαδήποτε παιδαγωγική και διδασκαλία. Οταν ένας ποιητής σαν τον Χατζόπουλο επιχειρεί να ενσωματώσει κομμάτια ιστορικής ύλης στον στίχο του, σκοπός του δεν είναι να ανακαλύψει τη χρηστική τους αξία, αλλά να παίξει με την εν δυνάμει λογοτεχνική τους λειτουργία. Και αυτό ακριβώς είναι οι Υπό κατασκευήν σημαίες: ένα ποιητικό άνοιγμα στην Ιστορία, μια μέθοδος για να αποσπαστεί από την Ιστορία η ποιητική της δυναμική. Οσο για τον ίδιο τον ποιητή, βρίσκεται σίγουρα σε μια από τις καλύτερες ώρες του:

Ξέρουν πως σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή τους

Θα βασανίζονται από ένα αδιόρατο κάψιμο

Που άλλοτε θα πνίγει την πνοή τους βαθιά στο στήθος

Και άλλοτε θα δίνει στην αλήθεια τους μιαν ώθηση ζωής

Προς την ελευθερία.