Στο κείμενό του «Πώς να παίζονται οι “Δούλες”» ο Ζαν Ζενέ αποκαλεί «τέρατα» τις βασικές του ηρωίδες, τη Σολάνζ και τη Κλαιρ, τις δυο αφοσιωμένες υπηρέτριες που σχεδιάζουν να σκοτώσουν την Κυρία τους, μια γυναίκα που μισούν και συνάμα θαυμάζουν. Τέρατα μεν οι δούλες, αλλά με έναν τρόπο πολύ συγκεκριμένο, «όπως εμείς οι ίδιοι όταν ονειρευόμαστε αυτό ή το άλλο».

Το έργο αυτό, το δημοφιλέστερο του γάλλου συγγραφέα, έκανε πρεμιέρα στο Παρίσι το 1947, στο Θέατρο Ατενέ, σε σκηνοθεσία του Λουί Ζουβέ. Η υποδοχή του κάθε άλλο παρά ένθερμη ήταν τότε, σήμερα όμως συγκαταλέγεται πια στα σημαντικότερα του σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου. Ο Ζενέ, παρότι δεν το αποδέχτηκε ποτέ, φαίνεται ότι εμπνεύστηκε (εν μέρει τουλάχιστον) τις δικές του αδελφές Λεμερσιέ από την πραγματική ιστορία των αδελφών Παπέν, οι οποίες το 1933, στην πόλη Λε Μαν, είχαν δολοφονήσει με λυσσώδη αγριότητα, όχι μόνο την αφεντικίνα τους αλλά και την κόρη της, σε εκείνο το σπίτι όπου εργάζονταν. Τα νεκρά θύματα, κακοποιημένα σε αδιανόητο βαθμό, δεν είχαν καν μάτια, τους τα είχαν ξεριζώσει από τις κόγχες. Ο Ζενέ είχε ξεκαθαρίσει, σε όλους τους τόνους, ότι δεν έγραψε τις «Δούλες» για πολιτικούς (πολλώ δε μάλλον συνδικαλιστικούς) λόγους. Σκοπός του ήταν, όπως υποστήριζε, να αφηγηθεί μια «αλληγορία», να στήσει δηλαδή μια δραματουργία στην οποία οι έννοιες του «παιχνιδιού» και του «παραμυθιού» θα βρίσκονταν στο επίκεντρο. Και αν οι «Δούλες» παραμένουν διαχρονικές είναι, μεταξύ άλλων, επειδή διυλίζουν σαγηνευτικά και αμφίσημα τις έννοιες αυτές στις πιο ζοφερές και επικίνδυνες γωνιές της ανθρώπινης φύσης.

«Θα μάθει ότι φοράμε τα φορέματά της, ότι κλέβουμε τις χειρονομίες της, ότι τυλίγουμε τον εραστή της στις φαντασιώσεις μας. Όλα θα μιλήσουν, Κλαιρ. Όλα θα μας προδώσουν» λέει κάποια στιγμή έντρομη η Σολάνζ στη μικρότερη αδελφή της. Διότι σε τούτη ακριβώς την αλλόκοτη «τελετή» επιδίδονται οι υπηρέτριες, υποδυόμενες την Κυρία εν τη απουσία της, παρασυρμένες από τους μεταμορφωτικούς αντικατοπτρισμούς που ορίζουν τη σχέση τους, απορροφημένες από αυτό το θέατρο μέσα στο θέατρο, καθώς εισχωρούν η μία μέσα στην άλλη, καθώς λιώνουν η μία μέσα στην άλλη, έχοντας ως μοναδικό (πλην νευραλγικό) ορίζοντα να εξωθήσουν ό,τι κάνουν στα άκρα, να το φτάσουν «μέχρι τέλους». Το έργο σύστησε για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό ο Κάρολος Κουν, την περίοδο 1967-68, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη και σκηνοθεσία του Δημήτρη Χατζημάρκου (έπαιζαν η Ρένη Πιττακή, η Μαρίνα Γεωργίου και η Εκάλη Σώκου). Ο Ζενέ, ως γνωστόν, προέκρινε για τους ρόλους αυτούς νεαρά αγόρια (όχι εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, όπως αποφάνθηκε ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, αλλά για να ριζοσπαστικοποιήσει την εικόνα). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έχουμε δει τις «Δούλες» στη χώρα μας αρκετές φορές, και πιο πρόσφατα μάλιστα, σε διάφορες εκδοχές, και με γυναίκες και με άντρες ηθοποιούς, πότε σε εμβληματικές παραστάσεις (Λευτέρης Βογιατζής, 2005) και πότε σε αμφιλεγόμενες (Τσέζαρις Γκραουζίνις, 2018).

Καιρός, λοιπόν, να ανταποκριθούμε και σε μια άλλη πρόταση, να δούμε το έργο του Ζαν Ζενέ με δύο αξιόλογες νέες ηθοποιούς και μια απρόβλεπτη drag queen. Η ομάδα Apparatus ανεβάζει τις «Δούλες» στο Θέατρο Άλμα (B΄ Σκηνή) από τις 11 Οκτωβρίου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, ως τα τέλη Δεκεμβρίου. Λίγο πριν από την επίσημη πρεμιέρα, το «Βήμα» συνομίλησε με τη σκηνοθέτρια της παράστασης Βάσια Χρονοπούλου, τη Ντένια Στασινοπούλου (Σολάνζ), την Ιωάννα Λέκκα (Κλαιρ) και τον Θέμη Θεοχάρογλου ο οποίος, ως Holly Grace, έχει αναλάβει τον ρόλο της Κυρίας.

Γιατί τις «Δούλες» και πάλι; «Το λατρεύω αυτό το έργο. Ο Ζενέ, πώς να το πω, τα είχε καταλάβει όλα. Όλα τα θέλω, όλες τις επιθυμίες μιας ψυχής, ακόμη και τις πιο άφατες. Μέσα σε έναν άνθρωπο χωράνε τα πάντα. Βεβαίως, οι “Δούλες” που παρουσιάζουμε έχουν περάσει από το φίλτρο της δικής μας ευαισθησίας. Αλλά ο βασικός λόγος που το κάνουμε είναι για να το κάνουμε, ει δυνατόν, όπως το έχει γράψει ο Ζενέ. Αυτό επιχειρούμε, με φαντασία και προσοχή. Για να εξυπηρετήσουμε, όσο πιο πιστά γίνεται, τη θέλησή του, το όραμά του, τη φοβερή εκδίπλωση του κειμένου του φράση τη φράση. Εν προκειμένω, κάθε λέξη μετράει και, την ίδια στιγμή, κάθε λέξη είναι κάτι άλλο. Και ενώ, όπως έλεγε ο ίδιος, οι “Δούλες” είναι ένα “παραμύθι”, είναι τόσο αληθινό. Δεν είναι αληθινές οι ηρωίδες, είναι όμως αληθινά τα όσα λένε. Γδέρνονται μεταξύ τους, μόνο και μόνο για να μην αντικρίσουν την αλήθεια βαθιά μέσα τους, γιατί αυτό είναι επίπονο και πολύ βίαιο» είπε η Βάσια Χρονοπούλου. Ωστόσο, πώς κατέληξε στην ιδέα της drag queen για τον ρόλο της Κυρίας; «Η αρχική ιδέα ήταν να παίζει την Κυρία ένας άντρας. Αγαπώ την “Παναγία των Λουλουδιών” του Ζενέ, το βιβλίο αυτό με έχει επηρεάσει πολύ. Εκεί ο Ζενέ αναλύει τη “μετέωρη” κίνηση, για την οποία κάνει λόγο και στο κείμενό του, σχετικά με το πώς να παίζονται οι “Δούλες”. Κάπως έτσι σκέφτηκα την προσαρμογή της Θεάς (από την “Παναγία των λουλουδιών”) στα δικά μας μέτρα. Πώς θα ήταν άραγε εκείνη η γυναίκα, εκείνος o άντρας, εκείνη η ψυχή εντέλει, και όχι αναγκαστικά μέσα στην εξαθλίωση, αν είχε γεννηθεί σε μια μεγαλοαστική οικογένεια; Επειδή όμως δεν λειτουργώ μόνη μου, ο συνεργάτης μου Δημήτρης Μπαλτάς, πρότεινε να διερευνήσουμε την περίπτωση μιας drag queen. Γιατί όχι; Γιατί να μην το κάνει αυτό ένας άνθρωπος που, ούτως ή άλλως, το κάνει αυτό και στη ζωή του; Γιατί όχι, γιατί να μην επιλέξουμε μια “έτοιμη” θηλυκότητα, γιατί όχι την περσόνα μιας τέλειας γυναίκας;» συνέχισε η Χρονοπούλου.

«Προσωπικά, ενθουσιάστηκα όταν το πρωτάκουσα, να υποδύεται μια drag queen την Κυρία. Μα δεν είναι πολύ ταιριαστό; Και με το που αρχίσαμε να δουλεύουμε με τον Θέμη, ομολογώ ότι κόμπλαρα κάπως, από το πόσο πιο έντονη είναι λ.χ. η θηλυκότητα της Holly Grace από τη δική μου, τόσο που δεν θα μπορούσα ποτέ να τη φτάσω, ούτε ως Σολάνζ, ούτε με τον ίδιο μου τον εαυτό» είπε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, η Ντένια Στασινοπούλου. Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται σε μια ωραία περιπλοκή. Διότι ο Θέμης Θεοχάρογλου καλείται να ενσαρκώσει ως Holly Grace την Κυρία. Ο ρόλος του ρόλου, δηλαδή, καταλαβαίνετε. «Στον απεγκλωβισμό, όπως είπατε, με βοήθησε η ύπαρξη του Θέμη, η ανδρική μου υπόσταση. Η Holly Grace, η περσόνα μου, είναι η απόλυτη θηλυκότητα για εμένα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Για να προσεγγίσω όμως την Κυρία, έπρεπε να την ηρεμήσω λίγο την Holly Grace, γιατί είναι αρκετά πληθωρική… Οπότε έκανε ένα βήμα πίσω η Holly Grace, έκανε κι ένα βήμα μπροστά ο Θέμης ως ηθοποιός και έτσι δημιουργήσαμε μια λειτουργική μείξη που είναι η Κυρία. Η Κυρία δεν είναι ακριβώς η Holly Grace. Έπρεπε για την Κυρία να βρω μια άλλη θηλυκότητα, μια άλλη σωματικότητα, μια άλλη κινησιολογία, έχει διαφορετική ποσόστωση αυτός ο ρόλος. Η Κυρία είναι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, άλλης τάξεως. Μπορεί οπτικά να είναι η Holly Grace, όμως εσωτερικά δεν είναι η ίδια. Αυτό είναι το κρίσιμο για εμένα, οι διακριτές ποιότητες που φτιάχνουν την Κυρία. Εδώ εγώ δεν αντιγράφω, δεν μιμούμαι, αντιθέτως κάνω μια μελέτη, ενόσω παίζω, πάνω σε μια τελείως διαφορετική ύπαρξη» εξήγησε ο Θέμης Θεοχάρογλου.

Ας σταθούμε τώρα και στις δούλες, στις δούλες καθαυτές. Σε κάποιο σημείο η Σολάνζ (η πιο «βαριά» και «δυσοίωνη» από τις δύο υπηρέτριες) λέει στην Κλαιρ ότι θα της αποκαλύψει «από τι είναι φτιαγμένη η αδελφή σου». Ρωτήσαμε τη Ντένια Στασινοπούλου αυτό ακριβώς, από τι είναι φτιαγμένη η Σολάνζ; «Από εμένα! Και από εσάς! Από όλους, βασικά. Κοιτάξτε, στην αρχή ήταν κάπως δύσκολο να ανακαλύψω από τι είναι φτιαγμένη η Σολάνζ, ένιωθα ότι ήταν αδύνατο να υπηρετήσω τον ρόλο αυτής της υπηρέτριας. Ίσως να με επηρέασε, στη διάρκεια της έρευνας, η πραγματική ιστορία πίσω από το έργο, η εικόνα εκείνης της αληθινής κοπέλας. Ενώ, λοιπόν, καταλάβαινα ότι τη Σολάνζ τη φέρω μέσα μου κι εγώ, για κάποιον λόγο δεν μπορούσα να τη βγάλω προς τα έξω. Αλλά πλέον είμαι σίγουρη ότι η Σολάνζ είναι φτιαγμένη από αυτά που είμαστε φτιαγμένοι και όλοι εμείς οι υπόλοιποι. Είναι και σκληρή και τρυφερή, είναι δειλή και δεν είναι, είναι χειριστική αλλά και έρμαιο της κατάστασης. Διαλύεται η Σολάνζ και μαζεύει ξανά τα κομμάτια της. Διαφέρει απλώς, σε σχέση με εμάς τους άλλους, ως προς την ιδιαίτερη συνθήκη μέσα στην οποία ζει» εκτίμησε η Στασινοπούλου. Και η Κλαιρ; Τι μας προκαλεί η άλλη αδελφή; «Δεν είναι καθόλου τυχαίο, νομίζω, που το έργο ξεκινά με την Κλαιρ να υποδύεται την Κυρία. Όταν διάβασα τον ρόλο, στην αρχή είδα το κείμενο σαν ένα παραμύθι, όντως. Μετά όμως πανικοβλήθηκα. Και στο τέλος αποφάσισα να αφεθώ, να αφήσω το κείμενο να γράψει μέσα μου. Μια αναλογία θα ήταν το μωρό που γεννιέται και λαχταρά τα ερεθίσματα του κόσμου. Ο Ζενέ μου προκαλεί μιαν απροσδιόριστη αναστάτωση, πότε την ασφάλεια και πότε την αβεβαιότητα. Τη μία λέω, δεν έχει καμία λογική αυτό το πράγμα, την άλλη λέω, τι ωραία, είναι όλα στην κόψη και, αμέσως μετά, σκέφτομαι ότι όχι, δεν είναι ούτε έτσι. Και μετά αισθάνομαι ότι στις “Δούλες” χωράνε τα πάντα ή και τίποτα. Ειλικρινά, ο καθένας, ανάλογα με την προσωπικότητά του και την αντίληψη του, μπορεί να δει ό,τι θέλει στο κείμενο αυτό, από το υπαρξιακό δράμα και τη σάτιρα ως το πλέον απίστευτο, την κεκαλυμμένη προπαγάνδα… Μπορεί να σας φανεί παράξενο αυτό που σας λέω, αλλά όταν διάβαζα μόνη το έργο στο σπίτι μου, ξεπήδησε από το μυαλό μου η εικόνα ενός κλόουν, όχι το κλισέ όμως, αλλά ένας σοβαρότατος κλόουν με τραγικό βάθος, ένας άνθρωπος που φοράει κάτι το οποίο δεν είναι δικό του αλλά παίρνει και κάτι από αυτό, ένας άνθρωπος που προβαίνει για ένα χρονικό διάστημα σε μια αναστολή του εαυτού του αλλά παίρνει κάτι επίσης από αυτό» υπογράμμισε η Ιωάννα Λέκκα.

Όλοι συμφώνησαν, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, ότι οι «Δούλες» είναι ένα έργο για την ταυτότητα «περισσότερο» παρά για την εξουσία και τις παιχνίδια της. «Ναι, γιατί η ταυτότητα εμπεριέχει τα πάντα, κατά τη γνώμη μου. Η εξουσία που θέλει ή πασχίζει να ασκήσει το κάθε πρόσωπο, αποτελεί μέρος της ταυτότητάς του. Δηλαδή αν μια δούλα εντοπίσει την Κυρία μέσα της, για να το πω κάπως καταχρηστικά, μπορεί να την εδραιώσει και να ασκήσει την αντίστοιχη εξουσία, ίσως και με απρόσμενο τρόπο, πιο συνειδητό» είπε ο Θεοχάρογλου. «Επίσης, μπορούμε να δούμε την άλλη ταυτότητα, της Κυρίας, αυτήν που οι δύο αδελφές κατά κάποιον τρόπο οικειοποιούνται, σαν ένα είδος καταφυγής. Για να αντέξουν η Σολάνζ και η Κλαιρ, για να περάσει μια ακόμα καταραμένη μέρα, πρέπει να φορέσουν κάτι άλλο, να βρεθούν αλλού, να αναδυθούν στην επιφάνεια της ασφυκτικής ζωής τους ώστε να αναπνεύσουν μέσα από κάτι άλλο» συμπλήρωσε η Λέκκα. Και η Χρονοπούλου υπερθεμάτισε: «Αυτό είναι το θέμα. Ότι τα ψέματα στο συγκριμένο έργο είναι, τόσο έντεχνα, οι μεγαλύτερες αλήθειες. Αυτό που λέει η Κλαιρ, ότι είναι πιο διαυγής, και το εννοεί η ίδια και ισχύει. Η Κλαιρ διαπνέεται από μια άλλη ψυχραιμία και βρίσκει τον τρόπο να οδηγεί τη Σολάνζ εκεί που εκείνη θέλει, όπως συμβαίνει στο τέλος του έργου… Η Σολάνζ συντρίβεται μέσα στη δειλία της, αποτυγχάνει. Η Κλαιρ όμως τα καταφέρνει, απελευθερώνεται».

Ο Ζενέ απέκρουσε την διάσταση της «διαταραγμένης ψυχολογίας» εις ό,τι αφορά τις ηρωίδες του. Όμως, κατά πόσον η Σολάνζ και η Κλαιρ είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; Κατά πόσον αποτελούν μια ενιαία ψυχολογία; «Νιώθω ότι ισχύει το εξής, κάτι που συμβαίνει με ανθρώπους που ζουν μαζί τόσο κοντά. Είναι σαν να καλύπτει η μία τα κενά της άλλης. Δηλαδή πολλές φορές ερχόμαστε και γινόμαστε αυτό που ο άλλος δεν είναι. Νιώθω ότι η Κλαιρ και η Σολάνζ, η Ιωάννα κι εγώ, αν προτιμάτε, συμπληρώνουμε από κοινού όλες τις πτυχές, συμπληρώνουμε μια προσωπικότητα που κουβαλά τα πάντα. Και έχοντας ακούσει τόσες φορές το κείμενο, νιώθω ότι θα μπορούσε να εκφράζει τη σκέψη και τα συναισθήματα ενός μοναδικού ανθρώπου, σαν ένας ενιαίος μονόλογος» ανέφερε η Στασινοπούλου. «Πράγματι, το κείμενο του Ζενέ είναι τόσο ανοιχτό και αμφίσημο, που επιτρέπει και μια τέτοια ανάγνωση» συμφώνησε η Λέκκα. «Περισσότερο από την ομοιότητά τους, σημασία ξεχωριστή έχει, νομίζω, μια δεδομένη σύγχυση που εμφανίζεται ως ομοιότητα. Δεν είναι ποτέ μόνες αυτές οι δύο, ξέρει η κάθε μία τη σκέψη της άλλης, ακόμη και την πιο μύχια. Από ένα σημείο και μετά δεν ξέρουμε τι ακριβώς ανήκει σε ποια» πρόσθεσε η Χρονοπούλου.

Άραγε οι «Δούλες», πέραν των προαναφερθέντων, είναι και ένα έργο για το πώς λειτουργεί ο φθόνος ή το μίσος; «Και τα δύο σχετίζονται, θεωρώ, με την αποδοχή. Γιατί κάποιος άνθρωπος φθονεί ή φτάνει στο σημείο να μισεί τόσο πολύ; Πρέπει να μην έχεις αποδεχθεί τον εαυτό σου για να τα εκλύεις αυτά. Το παρατηρούμε και στην καθημερινότητά μας, ανθρώπους που φθονούν –δεν λέω ότι μισούν, γιατί παραείναι βαρύ ενδεχομένως– επειδή αδυνατούν να ξεκολλήσουν από ορισμένες καταστάσεις, επειδή αδυνατούν να αφήσουν πίσω τους μια εμμονή. Οι αδύναμοι άνθρωποι έχουν ανάγκη τον φθόνο και το μίσος, δεν είναι αυτάρκεις από μόνοι τους, κι αυτά τους δίνουν μια ταυτότητα. Στις “Δούλες”, όσο πιο πολύ μισούν οι ηρωίδες, τόσο πιο αδύναμες γίνονται. Τσακώνονται μεταξύ τους τις στιγμές, ακριβώς, που είναι ευάλωτες. Μισιούνται επειδή καταλαβαίνουν ότι είναι η μία για την άλλη ένας παραμορφωτικός καθρέφτης. Δεν μισούν την Κυρία επειδή είναι όμορφη ή καλή, τη μισούν επειδή αποκαλύπτει το μίσος που τρέφουν για τους ίδιους τους εαυτούς τους» είπε η Χρονοπούλου.

Προς το τέλος της κουβέντας μας, η Ντένια Στασινοπούλου υπογράμμισε: «Πιστεύω ότι το έργο του Ζενέ μιλάει έντονα για τη σημασία της φαντασίας στις ζωές μας. Και πραγματικά, οι άνθρωποι με φαντασία έχουν μια σπουδαία περιουσία, είναι όλα στα πόδια τους, όλες οι δυνατότητες ύπαρξης, όλα τα λόγια. Κι αυτό σκοπεύω να το κρατήσω ως φυλαχτό και στη διάρκεια των παραστάσεων και μετά το τέλος τους. Και θα μου άρεσε πολύ, όσοι έλθουν να μας δουν, να αισθανθούν έστω και λίγο πιο ελεύθεροι, σε σχέση με τον εαυτό τους και τους άλλους, να αισθανθούν ελεύθεροι να ξεγυμνώσουν λίγο παραπάνω την ψυχή τους, χωρίς φόβο, να αποδεχθούν ότι φέρουν πράγματα μέσα τους που ίσως δεν είχαν διανοηθεί ποτέ πριν. Τότε θα είμαι χαρούμενη, για όλους μας». Η Ιωάννα Λέκκα στάθηκε στην ατόφια, υψηλή συγκίνηση που γεννά το κείμενο του Ζενέ. «Η αγωνία μας είναι να καταφέρουμε να περάσουμε αυτή τη συγκίνηση στο κοινό μας. Είναι μια σύνθετη συγκίνηση. Λέω, αφενός, τι κάνουν τώρα οι τρελές; Τρομάζω. Αφετέρου, υπομειδιώ επειδή με αγγίζει η τρυφερότητά τους. Όλα αυτά τα αντιφατικά πράγματα θέλουμε να περάσουμε, όλα μαζί, ώστε να είμαστε όλοι μαζί στο τέλος, ηθοποιοί και θεατές, γεμάτοι και λίγο πιο ανθισμένοι». Ο Θέμης Θεοχάρογλου, πριν τους αποχαιρετήσουμε, είχε τον τελευταίο λόγο. «Επειδή στη ζωή μου, ως drag queen, έχει τύχει να βρεθώ στη θέση της Κυρίας και να έχω απέναντί μου, στη θέση της δούλας, έναν πολύ αδίστακτο άνθρωπο, θα πω μόνο αυτό: μακάρι ο καθένας που θα παρακολουθήσει την παράσταση να κρατήσει το σκοτεινό κομμάτι του, όχι μόνο να το κρατήσει αλλά και να το πάρει μαζί του φεύγοντας. Αυτό είναι το ψυχικό κέρδος. Μας χρειάζεται πάντοτε λίγη παραπάνω διαφάνεια, όταν λογαριαζόμαστε με τους εαυτούς μας».

Συντελεστές:

Μετάφραση: Ντένια Στασινοπούλου, Βάσια Χρονοπούλου

Σκηνοθεσία: Βάσια Χρονοπούλου

Φωτισμοί: Δημήτρης Μπαλτάς

Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης

Κοστούμια: Βάσια Χρονοπούλου

Μουσική: Γρηγόρης Ελευθερίου

Κίνηση: Κωνσταντίνος Παπανικολάου

Φωτογραφίες: Ίρις Κατσούλα

Παραγωγή: Apparatus

https://www.facebook.com/apparatusGr/

https://www.instagram.com/apparatus.theater/

Οργάνωση παραγωγής: Μάνθα Καραδήμα

Παίζουν:

Σολάνζ: Ντένια Στασινοπούλου

Κλαιρ: Ιωάννα Λέκκα

Κυρία: Holly Grace (Θέμης Θεοχάρογλου)

*Η παράσταση είναι επιχορηγούμενη από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.

INFO:

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15

Διάρκεια: 105 λεπτά

Πρεμιέρα: 11 Οκτωβρίου

Το θέατρο είναι covid free.

Πληροφορίες Χώρου: Ακομινάτου 15, Αθήνα | Τηλ: 21 05220100

Κρατήσεις τηλεφωνικά ή στο viva.gr

https://www.viva.gr/tickets/theater/doules/