Μας διηγούνται μια καλοκαιρινή τους ανάμνηση. Μιλούν για τους τόπους που τους έχουν σημαδέψει και ύστερα εκμυστηρεύονται ποια άλλα μέρη θα ήθελαν να επισκεφθούν. Εξι άνθρωποι από τον χώρο των τεχνών, των γραμμάτων και της δημοσιογραφίας ξεδιπλώνουν σελίδες από το «άλμπουμ» των διακοπών τους, από το σώμα του καλοκαιριού, το «γυμνό, καμένο, φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι» που ύμνησε στην ποίησή του ο Οδυσσέας Ελύτης.

Ερι Κύργια

Καλλιτεχνική διευθύντρια Εθνικού Θέατρου

«Οι διακοπές που περισσότερο έχουν μείνει μέσα μου είναι εκείνες του 2015, οπότε τις ημέρες που επιβλήθηκαν οι κεφαλαιακοί περιορισμοί έφυγα για απρογραμμάτιστο ταξίδι με αναπάντεχη και άγνωστη παρέα από το εξωτερικό. Κάναμε τον γύρο της Πελοποννήσου και νησιών του Αιγαίου ένα καλοκαίρι οριακό και αβέβαιο για την Ελλάδα. Καθώς η χώρα τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν πολύ λίγο ελκυστική για τις μάζες των τουριστών, τα μέρη που επισκεφθήκαμε ήταν γαλήνια, καθαρά, σιωπηλά, φιλόξενα, φυσικά, σχεδόν μυστηριακά. Την αίσθηση επέτεινε η σχετικότητα με την οποία περιβαλλόταν το μέλλον αλλά και το ότι εργαζόμουν πάνω στη μετάφραση του πιο μεταφυσικού έργου του Ιψεν, του «Οταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί». Πολλές στιγμές εκείνων των διακοπών έμοιαζαν με θρησκευτική εμπειρία και τις ανακαλώ συχνά για να αντλώ από την κατανυκτική τους ενέργεια. Λατρεύω τη Λακωνική Μάνη, εκεί επιστρέφω σχεδόν κάθε χρόνο, ενώ η Λήμνος είναι ένας τόπος που θέλω αλλά ακόμη δεν έχω επισκεφθεί».

Φωτεινή Τσαλίκογλου

Συγγραφέας, καθηγήτρια Ψυχολογίας

«Αθελά μου ο νους μου πηγαίνει σε ένα παλιό ψαροκάικο την ώρα που διασχίζει έναν ποταμό. Προ Πανδημίας (π.Π.) εποχή. Ιούλιος του 2018. Με ακάλυπτο πρόσωπο μοιάζω αμέριμνη. Με μισόκλειστα μάτια αντικρίζω τον ήλιο. Το σκάφος κινείται αργά κόντρα στη ροή του ποταμού. Γεράκια, ερωδιοί κι ένα πλήθος αγριοπούλια μας ακολουθούν. Νερόφιδα, βατράχια. Παραποτάμιοι θάμνοι, βρύα, ιτιές, κλαδιά που βυθίζονται μέσα στα θολά βαθυπράσινα νερά. Καλαμιές, βούρλα. Υγρές μυρωδιές μιας αλλόκοτης υγρασίας πλημμυρίζουν την κουπαστή. Κι ένα ολόλαμπρο φως. Γι’ αυτό χαμογελώ; Γι’ αυτό κλείνω κι άλλο τα μάτια μου; Για να απολαύσω τον ήλιο; Λίγο πριν;

Στην πραγματικότητα διασχίζω τον Αχέροντα ποταμό. Είμαι μαγεμένη και ταραγμένη από το τοπίο, από το βάρος της μυθολογίας. Νιώθω στ’ αλήθεια καλά… παράξενα καλά… Στο μικρό χωριό της Αμμουδιάς, στην Ηπειρο, στα σύνορα των νομών Πρέβεζας και Θεσπρωτίας, στις εκβολές του καταγωγικού ποταμού. Ο σιωπηλός κόσμος του Αδη. «Trip to Ηades» αναφέρει μια επιγραφή για τους τουρίστες. Μα δεν είμαι τουρίστας. Γεννήθηκα στην Ελλάδα. Το βάρος της μυθολογίας γίνεται χάδι και μεταμορφώνει τον κάτω κόσμο της Σκιάς σε κάτι γνώριμο, οικείο… Ο τόπος μάς μαθαίνει πώς να ζούμε τις σκιές. Πολύ πριν από τον Δάντη, δεν ήταν ο Oμηρος εκείνος που μας έμαθε να χειριζόμαστε τις σκιές σαν πράγματα στέρεα; Ο θάνατος, ένα πέρασμα. Κι αν δεν έχεις το νόμισμα… δεν βαριέσαι… ακόμα καλύτερα! Ο θάνατος εδώ μπορεί να περιμένει…

Εκεί που ονειρεύομαι να ταξιδέψω: στην Καππαδοκία. Γιατί μέχρι τώρα διστάζω να κάνω αυτό το ταξίδι; Στην αναμνηστική πάντως φωτογραφία που θα βγάλω, αν κάποτε βρεθώ εκεί, θα φροντίσω να μην κοιτάζω στον ουρανό. Να μην αποτυπωθεί ο τουριστικά «αξιοποιημένος» ουρανός της Καππαδοκίας. Τα πολύχρωμα φωταγωγημένα αερόστατα που κλέβουν τη μαγεία του τόπου. Και δεν θυμίζουν σε τίποτα τον ουρανό που στις αρχές του περασμένου αιώνα αντίκριζε ένα μικρό αγόρι λίγο προτού εγκαταλείψει τον τόπο της καταγωγής του για τη νέα μητέρα πατρίδα. Λεγόταν Συμεών και ήταν ο πατέρας μου».

Δημήτρης Λάλος

Ηθοποιός – σκηνοθέτης

«Μνήμη: Θυμάμαι. Θυμάμαι το ραδιοκασετόφωνο. Μερικές παλιές κασέτες. Αλλά περισσότερο θυμάμαι τους Portishead και μια παλιά Μερσεντές. Μόλις είχα μάθει να οδηγώ. Θυμάμαι την άσφαλτο από κάτω να περνάει με ταχύτητα. Το χέρι έξω από το παράθυρο. Οταν φτάσαμε στην παραλία ένας τεράστιος εκσκαφέας άνοιγε τον δρόμο. Πέτρες παντού. Περιμέναμε το τεράστιο μηχάνημα. Οι Portishead στη διαπασών. Οταν τελικά περάσαμε, μπροστά μας η καταγάλανη θάλασσα πιο δροσερή από ποτέ. Αδεια παραλία. Ετσι ανακαλύπτεις τον παράδεισο. Μόνο που τώρα πια εκεί όπου είχε πέτρες έχει άσφαλτο και η κασέτα των Portishead έχει πια χαθεί.

Αγαπώ: Την εύφορη Εύβοια. Την απέραντη Πελοπόννησο. Την άγρια Κρήτη. Την πολυπρόσωπη Νάξο. Τον γεμάτο παιδικές αναμνήσεις Πλαταμώνα με το κάστρο του. Τη Μήλο του σύντεκνου. Την απομονωμένη Γαύδο. Την κοσμοπολίτικη Πάρο. Και Αντίπαρο. Ολη την ακτογραμμή του Ιονίου Πελάγους με τον αρσενικό Καστό. Αλλά και όπως όλοι ξέρουμε, σαν τη Χαλκιδική δεν έχει.

Το μέλλον: Αλλη γη, άλλα μέρη. Ταξίδι προορισμός. Αλλη κουλτούρα, άλλη νοοτροπία. Ιαπωνία. Η γη του πολέμου. Η γη του ιερού και της τιμής. Η γη της τεχνολογικής ανάπτυξης. Είναι άραγε τα πράγματα όπως φτάνουν εδώ ή είναι όλα μια ψευδαίσθηση; Ισως τα ταξίδια του μυαλού είναι πάντα τα πιο ιδανικά».

Βαγγέλης Μπίκος

Α΄ χορευτής του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

«Η πρώτη μου γνωριμία με αυτό που ονομάζουμε καλοκαιρινές διακοπές πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω. Οταν ήμουν 7 χρόνων και πήγα για πρώτη φορά κατασκήνωση. Ενας καινούργιος κόσμος που δεν γνώριζα ότι υπήρχε ανοίχτηκε μπροστά μου. Αν μπορούσα να συμπυκνώσω σε μία λέξη την αίσθηση που είχα τότε, αυτή θα ήταν το «άγνωστο». Παιχνίδι στη φύση, βράδια γύρω από τη φωτιά, κρυμμένος θησαυρός, θεατρικές παραστάσεις, παρέες, τραγούδια, καινούργιες δραστηριότητες. Το άγνωστο έγινε γνωστό. Αν θα μπορούσα να μιλήσω για έναν αγαπημένο προορισμό, αυτός θα ήταν η Θάσος. Πεντακάθαρες θάλασσες, γραφικά χωριά, αμέτρητες παραλίες, μικρές αποστάσεις, ωραία beach bars, ενδιαφέρουσες εναλλαγές τοπίων, ευχάριστες διαδρομές και οι ζεστοί άνθρωποι που κάνουν το νησί ξεχωριστό. Αν κάποιος επισκεφθεί τη Θάσο, πρέπει οπωσδήποτε να πάει στην παραλία Παράδεισος. Τα συνεχή κύματα της θάλασσας σού δίνουν την αίσθηση ότι δεν βρίσκεσαι Ελλάδα, αλλά στη Χαβάη. Ενα ατελείωτο παιχνίδι για μικρούς και μεγάλους. Τέλος, για εμένα υπάρχουν αμέτρητοι προορισμοί που είναι ονειρικοί. Δεν σκοπεύω να προγραμματίσω κάποιο ταξίδι σε έναν από αυτούς. Θα κρατήσω μόνο την παλιά συνταγή όπου το άγνωστο γίνεται γνωστό μέσα από αυθορμητισμό, τόλμη και καλή παρέα. Καλό καλοκαίρι!».

Στέλλα Α. Γκαντώνα

Δημοσιογράφος – παρουσιάστρια της εκπομπής «MEGA Σαββατοκύριακο»

«Γράφοντας μερικές αράδες για το «σμαράγδι των Μικρών Κυκλάδων», τη Δονούσα, νιώθω λες και μπαίνω στο καράβι για τον γαλήνιο και ανόθευτο αυτόν τόπο. Με τα γαλαζοπράσινα νερά του, την απαλή – σαν πούδρα – αμμουδιά και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα. Καλοκαίρι, λοιπόν, πάνε σίγουρα δέκα χρόνια, και η πρώτη γνωριμία μου με το νησί γίνεται εντελώς τυχαία, όταν αποφασίζουμε με την τότε παρέα μου να το παίξουμε «ψαγμένοι» στην άγονη γραμμή. Από τις τρεις ημέρες που αρχικώς είχαμε κανονίσει να μείνουμε, φύγαμε στις δεκατρείς. Ακυρώνοντας, φυσικά, οποιαδήποτε άλλη κράτηση σε επόμενους προορισμούς! Θυμάμαι για πρώτη φορά στη ζωή μου να κάνω διακοπές με ένα ολόκληρο νησί, αφού οι Δονουσιώτες με τους Αθηναίους που επιστρέφουν κάθε χρόνο και τους λοιπούς ταξιδιώτες, βέβαια, γίνονται μια παρέα. Oλοι μαζί, ξημερώματα Σαββάτου, υποδεχόμασταν στον «Σκαντζόχοιρο» – το κεντρικό μπαρ του νησιού – το βαπόρι από τον Πειραιά, με όλες τις… τιμές! Μουσικές, γέλια, χοροί. Το πρωί, νωρίς για μπάνιο στον Σταυρό. Φαγητό, παραδοσιακό, μέχρι σκασμού και για όλα τα γούστα. Σ’ αυτό το νησί θα χρειαστεί και το βράδυ να βουτήξετε τα πόδια σας στην άμμο, αφού για να φτάσετε από τη μια άκρη στην άλλη πρέπει να διασχίσετε την παραλία. Η ενέργειά του ανεπανάληπτη. Προσεχώς, θα ήθελα να επισκεφθώ την Ανάφη. Δεν ξέρω αν θα συμβεί. Στη Δονούσα, όμως, επιστρέφω εμμονικά. Oπως και αμέτρητοι ταξιδιώτες, μαγεμένοι από τα κάλλη της».