Υπογράφει μία από τις ωραιότερες πρόσφατες εγχώριες δισκογραφικές κυκλοφορίες ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης, τον οποίο γνωρίζαμε ως διακεκριμένο ντράμερ και εκφραστή της τζαζ σκηνής στην Ελλάδα, ως αξιόλογο ενορχηστρωτή, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται και στη σύνθεση. Οι «Κύκλοι», με υπότιτλο «Εξι τραγούδια και έξι ορχηστρικά», σε στίχους δικούς του, της Λήδας Ρουμάνη και της Ελένης Φωτάκη, διαθέτουν χατζιδακικό άρωμα, παραπέμποντας παράλληλα ηχητικά στην τζαζ, στην κλασική μουσική αλλά και στην ελληνική παράδοση. Το άλμπουμ θα παρουσιαστεί ζωντανά με μια ξεχωριστή συναυλία στον Κήπο του Μεγάρου την Παρασκευή 2 Ιουλίου, στην οποία θα τηρηθούν όλα τα προβλεπόμενα μέτρα υγειονομικής προστασίας. Τα τραγούδια του δίσκου θα τα ερμηνεύσουν δύο νέοι, ταλαντούχοι καλλιτέχνες, η Δήμητρα Σελεμίδου και ο ερμηνευτής, τραγουδοποιός και βιολονίστας Παναγιώτης Λάμπουρας (στο CD, αλλά όχι στην έκδοση που έχει γίνει διαθέσιμη στις ψηφιακές πλατφόρμες, ένα από τα τραγούδια ερμηνεύει η Μαρίνα Σάττι). Θα τους πλαισιώνουν ένα κουαρτέτο τζαζ και μια ορχήστρα δωματίου υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Στάθη Σούλη.

Η «εκκρεμότητα» που έγινε δίσκος

Δεν μπορούμε παρά να αρχίσουμε τη συζήτησή μας με τον Αλέξανδρο Δράκο Κτιστάκη από τις συγκυρίες που οδήγησαν στη σύλληψη μιας τέτοιας δουλειάς: «Πρόκειται για μια αλληλουχία γεγονότων, άσχετων μεταξύ τους, που κατέληξε στη δημιουργία αυτού του δίσκου. Μουσική έγραφα πάντα, κυρίως όμως όταν ήμουν πιτσιρικάς, τότε που δεν είχα τις τεχνικές γνώσεις. Στην πορεία με απορρόφησε πολύ το κομμάτι της εκτέλεσης και η σύνθεση έμενε ως εκκρεμότητα, κάτι σαν απωθημένο. Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα ότι ένιωθα την ανάγκη να δημιουργήσω τις δικές μου συνθέσεις και τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Είπα πως θα έπρεπε να γίνει ή τώρα ή ποτέ, ένιωσα μια αίσθηση επείγοντος που με βοήθησε να καταλάβω πως δεν γίνεται να μην ακολουθήσω και αυτόν τον δρόμο. Ολες μου οι επιλογές επηρεάστηκαν στη συνέχεια από αυτή την απόφαση: άρχισα να ακούω μανιωδώς κλασική μουσική, να μελετάω ξανά στο πιάνο – που πάντα έπαιζα, αλλά λίγο. Ο πρώτος μου δίσκος ήταν αμιγώς τζαζ. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γράφω μουσική για άλλους, μού έγιναν προτάσεις, αλλά κατέληγα με συνθέσεις που μου άρεσαν πολύ για να τις αποχωριστώ τελικά, ή μου ζητούσαν αλλαγές που επενέβαιναν στον πυρήνα των κομματιών μου. Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω έναν δίσκο όπως τον ήθελα, αναλαμβάνοντας την πλήρη ευθύνη της επιτυχίας ή της αποτυχίας του. Επικεντρώθηκα πλήρως σε αυτό το έργο, κι έκανα μια μυστική συμφωνία με τον εαυτό μου να μην κυνηγήσω συνειδητά την εμπορική επιτυχία. Ούτως ή άλλως, κάποια στιγμή ο ναρκισσισμός σου καταρρέει, σταματάς να επιδιώκεις απλώς την αποδοχή, η οποία συχνά λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Εχω άλλωστε θέσει στον εαυτό μου το υπαρξιακό ερώτημα «γιατί κάνω μουσική;». Η απάντηση είναι ότι δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, κι ας μην αρέσει η μουσική μου σε κανέναν. Αν γεμίζει εμένα με συναίσθημα, κι άλλος ένας άνθρωπος μόνο να την εκτιμήσει μου αρκεί».

Πώς κατέληξε ωστόσο με την ασυνήθιστη δομή των έξι τραγουδιών και έξι ορχηστρικών κομματιών; «Η συνθήκη του τραγουδιού με ιντρίγκαρε και είχα την ευκαιρία να φτιάξω ελληνικά τραγούδια όπως ήθελα να τα ακούσω. Αισθάνθηκα παράλληλα την ανάγκη να τα συνδέσω με κάποια ορχηστρικά κομμάτια και μου ήρθε η επιφοίτηση ότι έτσι θα μπορούσα να τιμήσω τη μέχρι τώρα πορεία μου, την τζαζ δηλαδή. Δεν ήθελα να γυρίσω την πλάτη σε ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα». Σημαντικό ρόλο στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του δίσκου έχουν παίξει και οι ιδιαιτέρως αισθαντικές ερμηνείες των δύο τραγουδιστών. «Μου αρέσει πολύ το γεγονός πως είναι νέοι. Με ό,τι συνεπάγεται η φρεσκάδα της νιότης. Πρόκειται για πολύ ιδιαίτερες καλλιτεχνικές προσωπικότητες και επειδή είναι μουσικοί και όχι μόνο τραγουδιστές κατάφεραν να δέσουν με την ορχήστρα, να δέσουν με το σύνολο. Θεωρώ ότι τους χαρακτηρίζει ένας σπάνιος συνδυασμός: ταλέντο, μουσικό background, αισθητική καλλιέργεια και πνεύμα συνεργασίας. Οι ηχογραφήσεις στο στούντιο ήταν απολαυστική εμπειρία. Ολοι ήταν εκεί για τη μουσική, από τον ηχολήπτη μέχρι τους ερμηνευτές» λέει ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκτης.

Τον ρωτάω αν υπάρχει κάποιο κομμάτι που κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. «Σίγουρα το «Πίσω από τον Στρούμπουλα», γιατί έχω ένα συγκεκριμένο σενάριο στο μυαλό μου. Είναι η κορυφή που έβλεπα από το μπαλκόνι του σπιτιού μου στο Ηράκλειο και ονειρευόμουν ότι θα φύγω και θα κάνω διάφορα πράγματα, και τώρα που πραγματοποιώ κάποια από τα όνειρά μου νιώθω σαν να ταξιδεύω στον χρόνο, από τότε μέχρι σήμερα. Είναι αυτοαναφορικοί οι λόγοι που μου αρέσει, δηλαδή, και όχι μουσικοί». Οσον αφορά την επικείμενη συναυλία: «Εχουμε την τρομερή τύχη να μπορούν, εκτός απροόπτου φυσικά, να βρεθούν στο live όλοι οι μουσικοί που έπαιξαν στον δίσκο. Ολη η διαδικασία παραγωγής έχει ως σκοπό να βγει και ζωντανά το αποτέλεσμα που ακούει ο ακροατής στον δίσκο, ίσως και πιο πλούσιο, διότι δεν έχουμε τον περιορισμό της διάρκειας και κάποια πράγματα θα μπορέσουν ίσως να αναπτυχθούν περισσότερο. Στον Κήπο του Μεγάρου δεν θα παίξουμε μόνο το άλμπουμ αλλά και κάποια καινούργια δικά μου κομμάτια, κάποια τραγούδια της Δήμητρας και του Παναγιώτη που έχω ενορχηστρώσει εγώ και ορισμένα άλλα που έχουν επιλεχθεί με πολύ μεγάλη προσοχή για να ταιριάζουν στο ύφος της συναυλίας. Επίσης, θα παρουσιάσω μια μικρή ορχηστρική σουίτα, έναν φόρο τιμής στην περίοδο που περάσαμε, διότι την έγραψα στην καρδιά του εγκλεισμού». Ραντεβού στο Μέγαρο λοιπόν, και μην ξεχάσετε να έχετε προμηθευθεί από πριν τα ηλεκτρονικά εισιτήριά σας.