Ενα κλίμα επισφαλούς ύφεσης επικρατεί την περίοδο αυτή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν και εν όψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις 24-25 Ιουνίου, όπου θα συζητηθεί και το καίριο ζήτημα της τελωνειακής ένωσης με την Τουρκία.

Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η πολυσυζητημένη αυτή συνάντηση θα πρέπει να ενταχθεί στο γενικότερο κλίμα των τελευταίων ημερών, με τις ανάλογες «δύσκολες επαφές» Μπάιντεν – Πούτιν, Μπάιντεν – Ερντογάν, Μακρόν – Ερντογάν κ.λπ., που επίσης δεν οδήγησαν σε λύσεις, αλλά απλώς σε βελτίωση του κλίματος.

Ο Ερντογάν πάντως κατάφερε να πετύχει τον κύριο στόχο του, που ήταν να εμφανισθεί ως «το καλό παιδί» απέναντι στους Ευρωπαίους και στους Αμερικανούς, αφήνοντας στο περιθώριο, προς το παρόν τουλάχιστον, τη γνωστή επιθετική του πολιτική απέναντι στην Ελλάδα.

Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αναιρεί παράλληλα τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους της νεοοθωμανικής του θεωρίας, όπως δείχνει η επιμονή του στη λύση των δύο κρατών στην Κύπρο, με την προγραμματισμένη για τις 20 Ιουλίου επίσκεψη στα Κατεχόμενα, όπου θα εγκαινιάσει και βάση drones. Μένει λοιπόν να επιβεβαιωθεί τι σημαίνει το «ήσυχο καλοκαίρι» και τα περιώνυμα «ήρεμα νερά», που δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που τα ακούμε, αλλά τελικά ποτέ δεν τα βλέπουμε.

Αρκεί να θυμηθούμε ότι ήδη από το 1975 και τη συμφωνία Καραμανλή – Ντεμιρέλ (και πάλι στο περίφημο περιθώριο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες) καθώς και με το απολύτως σαφές «Πρακτικό της Βέρνης» το 1976, είχαμε πιστέψει ότι επιτέλους θα οδηγούμασταν σε κάποια λύση, για να διαψευσθούμε πολύ σύντομα, με απόλυτη ευθύνη της τουρκικής πλευράς.

Ετσι το μόνο βέβαιο τη στιγμή αυτή είναι ότι η Τουρκία κατάφερε να γλιτώσει για ακόμη μία φορά τις κυρώσεις από τους Ευρωπαίους. Εφόσον, όπως διέρρευσε στον Τύπο, το προσχέδιο του Κοινού Ανακοινωθέντος της Συνόδου Κορυφής «καλωσορίζει τη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο» και κάνει αναφορά στην έναρξη εργασιών σε τεχνικό επίπεδο «προς τον εκσυγχρονισμό της Τελωνειακής Ενωσης ΕΕ – Τουρκίας».

Ολα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, παρά τα πενιχρά της αποτελέσματα, δεν έπρεπε να είχε γίνει, όπως ισχυρίζονται οι γνωστοί εθνοπατέρες. Διότι αν δεν συζητείς όταν έχεις προβλήματα, τότε πότε συζητείς; Μόνο που κάποτε θα πρέπει να έλθει η στιγμή να γίνει επιτέλους ένας ειλικρινής διάλογος, με το ενδεχόμενο ενός αναγκαίου συμβιβασμού, αν αυτό επιτάσσει το Διεθνές Δίκαιο. Και αν δεν τα βρούμε, να καταλήξουμε στη Χάγη. Αλλη λύση δεν υπάρχει.