Οταν ακούμε ραδιόφωνο ή κάποιο podcast, συχνά τυχαίνει να προσπαθούμε να «μαντέψουμε» την προσωπικότητα η οποία κρύβεται πίσω από τον εκφωνητή ή την εκφωνήτρια. Είναι ήρεμος χαρακτήρας, δυναμικός, διστακτικός; Μία μερίδα της επιστημονικής κοινότητας προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει αυτό το ταξίδι στη φαντασία και να κατανοήσει με ποιον τρόπο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τις φωνές των ανθρώπων τους οποίους ακούμε. Δύο πρόσφατες δημοσιεύσεις ρίχνουν φως σε αυτή την πτυχή του εγκεφάλου, αναδεικνύοντας αφενός ότι υπάρχει μία συσχέτιση της φωνής κάθε ανθρώπου με τον χαρακτήρα του, αφετέρου ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη ευαισθησία στις κραυγές χαράς παρά στις κραυγές που υποδηλώνουν κάποιον κίνδυνο. Ας δούμε τι έχει να μας πει η επιστήμη για αυτό το ζωντανό μουσικό όργανο, τη φωνή μας!

«Μαντεύοντας» τον άνθρωπο

Ολοι μας έχουμε αντιληφθεί ότι ως έναν βαθμό, θέλοντας ή μη, η εντύπωση την οποία διαμορφώνουμε για ένα άτομο που γνωρίζουμε για πρώτη φορά εξαρτάται από την εικόνα του. Ερευνες έχουν επιβεβαιώσει ότι διαμορφώνουμε μια πρώτη εντύπωση για τους άλλους ανθρώπους όχι μόνο από την εικόνα, αλλά και από τις πεποιθήσεις του σχετικά με διάφορα ζητήματα τα οποία αξιολογούμε ως σημαντικά ή τις αξίες τους σε σχέση με τις δικές μας. Τι συμβαίνει όμως με τη φωνή ενός ατόμου; Μπορεί αυτή να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη συνολική εντύπωση την οποία αποκομίζουμε από έναν άνθρωπο; Ναι, απαντούν οι επιστήμονες, και μάλλον περισσότερο απ’ όσο πιστεύουμε. Σύμφωνα με έρευνες οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, τα χαρακτηριστικά της φωνής μπορούν να «προβλέψουν» χαρακτηριστικά του ανθρώπου, όπως την αυξημένη επιτυχία στην ερωτική του ζωή ή την εμπιστοσύνη την οποία αυτός αποπνέει. Σε πρόσφατη έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of Research in Personality», διεθνής ομάδα επιστημόνων επιβεβαίωσε ότι η φωνή χαμηλής τονικότητας συσχετίζεται με την προτίμηση των ανθρώπων στις εφήμερες σχέσεις, με την αυξημένη κοινωνικότητα και με την ικανότητα των ανθρώπων να «επιβάλλονται» στον κοινωνικό τους περίγυρο.

Φωνή και προσωπικότητα

Για να καταλήξουν στα συμπεράσματα αυτά, οι επιστήμονες αρχικά ψηφιοποίησαν τη φωνή 2.000 εθελοντών, οι οποίοι δέχθηκαν να συμμετάσχουν στην έρευνα. «Αυτή είναι η πρώτη έρευνα η οποία χρησιμοποιεί μία αντικειμενική μέτρηση για το τονικό ύψος της φωνής, το οποίο μετρήθηκε με ειδικό λογισμικό» σημειώνει στο ΒΗΜΑ-Science η δρ Τζούλια Στερν, ερευνήτρια στο Τμήμα Βιολογίας και Ψυχολογίας της Προσωπικότητας του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν στη Γερμανία και πρώτη συγγραφέας της δημοσίευσης, εξηγώντας ότι «οι προηγούμενες ερευνητικές εργασίες βασίζονταν σε υποκειμενικές εκτιμήσεις του «ύψους» ή του «βάθους» της φωνής, τις οποίες και χρησιμοποιούσαν οι ερευνητές ώστε να αντιστοιχήσουν τα χαρακτηριστικά της φωνής με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας». Αφού καταγράφηκε σε ψηφιακή μορφή η φωνή τους, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο είχε δομηθεί με τέτοιον τρόπο από τους επιστήμονες ώστε να προκύπτει από τις απαντήσεις το προφίλ των συμμετεχόντων ως προς διάφορους παράγοντες της προσωπικότητάς τους, όπως παραδείγματος χάριν η αντίληψή τους για τη σεξουαλική ζωή, το κατά πόσο εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους, πόσο «ανοικτοί» είναι σε καινούργιες εμπειρίες ή πόσο ευάλωτοι είναι στο άγχος. Τέλος, οι ερευνητές συνέλεξαν τις απαντήσεις των συμμετεχόντων και τις παραλλήλισαν με τα χαρακτηριστικά της φωνής τους.

Τα χαρακτηριστικά της μπάσας φωνής

Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι στην ομάδα των ανθρώπων οι οποίοι έχουν φωνή με χαμηλό τονικό ύψος, δηλαδή πιο μπάσα, επικρατούν χαρακτηριστικά της προσωπικότητας όπως η τάση για εφήμερες σεξουαλικές σχέσεις, η αυξημένη κοινωνικότητα και η ικανότητα να «επιβάλλονται» στον κοινωνικό περίγυρο. Αντίθετα, άλλα χαρακτηριστικά όπως η τάση εξωτερίκευσης των συναισθημάτων δεν συσχετίστηκαν με τα χαρακτηριστικά της φωνής. Είναι σημαντικό ότι από την ανάλυση των ερευνητών δεν προέκυψε στατιστική διαφορά ανάμεσα στις γυναίκες και στους άνδρες, δηλαδή η συσχέτιση της φωνής και των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας αφορούν και τα δύο φύλα. Πώς όμως θα μπορούσε να εξηγηθεί ότι ένα χαρακτηριστικό όπως η τάση για εφήμερες σχέσεις έχει σχέση με τη φωνή; Οπως εξηγεί η ερευνήτρια, αυτό μπορεί να έχει τη βάση του σε ένα πλήθος κοινωνικών ή και βιολογικών παραγόντων. «Ιδιαίτερα στους άνδρες, ο σύνδεσμος μεταξύ εφήμερων σχέσεων και φωνής θα μπορούσε να διαμεσολαβείται από την ελκυστικότητα: η μπάσα φωνή είναι πιο ελκυστική για τους εν δυνάμει συντρόφους. Την ίδια στιγμή, οι άνδρες οι οποίοι είναι πιο ελκυστικοί ενδέχεται να έχουν και περισσότερες ευκαιρίες για πρόσκαιρες ερωτικές επαφές, και ως εκ τούτου μεγαλύτερη τάση για εφήμερες σχέσεις» σημειώνει η ερευνήτρια, χωρίς να παραλείπει ωστόσο ότι η συγκεκριμένη υπόθεση δεν ελέγχθηκε στην εν λόγω έρευνα. Μία άλλη υπόθεση είναι ότι ο σύνδεσμος αυτός θα μπορούσε να επαφίεται ακόμη και σε βιολογικούς παράγοντες. «Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η λήψη συμπληρωμάτων τεστοστερόνης, τα οποίa προτιμούν μερικοί άνθρωποι στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να γίνουν πιο ελκυστικοί, έχει ως αποτέλεσμα ο τόνος της φωνής τους να γίνεται πιο χαμηλός. Την ίδια στιγμή υπάρχουν έρευνες οι οποίες συνδέουν τα επίπεδα τεστοστερόνης με στοιχεία της προσωπικότητας» αναφέρει η ερευνήτρια. Ωστόσο, όπως σημειώνει η ίδια, οι έρευνες αυτές δεν είναι απολύτως ξεκάθαρες ως προς τα αποτελέσματά τους, ενώ υπάρχουν και έρευνες οι οποίες δεν έχουν εντοπίσει καμία συσχέτιση.

Αναζητώντας τη βιολογική βάση

Σε κάθε περίπτωση, καμία υπόθεση δεν μπορεί να υποστηριχθεί ακόμη με βεβαιότητα, αφού δεν έχουν πραγματοποιηθεί έρευνες οι οποίες να διερευνούν κατά πόσο συσχετίζεται η τεστοστερόνη ταυτόχρονα με τη φωνή και χαρακτηριστικά της προσωπικότητας όπως η τάση για εφήμερες σχέσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση θα κινηθούν οι επόμενες έρευνες της επιστημονικής ομάδας, αφού οι επιστήμονες σχεδιάζουν να διερευνήσουν εάν πράγματι υπάρχει τέτοιου είδους συσχέτιση, αλλά και με ποιον τρόπο ο τόνος της φωνής μεταβάλλεται, ανάλογα με την προσωπικότητα, σε διάφορες καταστάσεις: «Οταν κανείς μιλάει με τον προϊστάμενο ή την προϊσταμένη του, ενδέχεται να υιοθετεί μια λιγότερο επιβλητική συμπεριφορά. Αυτό συνεπάγεται άραγε ότι υψώνει και περισσότερο τη φωνή του; Ή ακόμη, τι συμβαίνει με τη φωνή όταν απευθυνόμαστε σε ένα άτομο το οποίο μας ελκύει ερωτικά;» καταλήγει η ερευνήτρια.

Από τον τόνο της φωνής στην κραυγή

Αν ένα μέρος της επιστημονικής κοινότητας μελετά τις λεπτές διακυμάνσεις της φωνής οι οποίες προκύπτουν από τις εκλεπτυσμένες σχέσεις των ανθρώπων, υπάρχουν επίσης ερευνητικές ομάδες οι οποίες μελετούν ένα άλλο είδος φωνής το οποίο στις κοινωνίες των ανθρώπων περιθωριοποιείται ολοένα και περισσότερο: την κραυγή. Το ηχητικό αυτό ξέσπασμα, μαζί με το κλάμα, το γρύλισμα, ή το γέλιο, αποτελεί έναν βασικό τρόπο επικοινωνίας για πολλά θηλαστικά. Στο ζωικό βασίλειο, η κραυγή γίνεται άμεσα αντιληπτή από τα άτομα τα οποία βρίσκονται γύρω από το άτομο που εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο. Το ξέσπασμα αυτό είναι συνδεδεμένο με τις καταστάσεις κινδύνου: πολλά ζώα χρησιμοποιούν την κραυγή για να προειδοποιήσουν τα μέλη της υπόλοιπης κοινότητας για έναν επικείμενο κίνδυνο, άλλα και για να προσελκύσουν βοήθεια, ενώ τα άτομα πολλών ειδών κραυγάζουν για να εκφοβίσουν τον εχθρό. Τι συμβαίνει όμως με τον άνθρωπο; Μελέτες οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν έχουν αναδείξει ότι το άκουσμα μιας κραυγής ενεργοποιεί αντανακλαστικά του ανθρώπου τα οποία τον βοηθούν να εντοπίσει άμεσα στον χώρο διάφορα ηχητικά και οπτικά ερεθίσματα. Οι έρευνες οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι πρότινος εστίαζαν στην ανθρώπινη κραυγή που σχετίζεται με τις καταστάσεις κινδύνου. Ωστόσο, ο άνθρωπος κραυγάζει και σε άλλες περιπτώσεις: σε στιγμές μεγάλης απόλαυσης, όταν χαίρεται ή όταν πονά. Επιστήμονες με βάση το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης επιχείρησαν να κατηγοριοποιήσουν με συστηματικό τρόπο τις κραυγές, με στόχο να χαρακτηρίσουν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου όταν ο άνθρωπος ακούει κάποιες από αυτές.

Διαφορετικοί τύποι κραυγής

Αρχικά, οι ερευνητές έκαναν την υπόθεση ότι οι ανθρώπινες κραυγές μπορούν να διαχωριστούν σε έξι διακριτές κατηγορίες: τις κραυγές σε στιγμές μεγάλης απόλαυσης, τις κραυγές απόγνωσης, χαράς, πόνου, θυμού και φόβου. Επειτα ζήτησαν από εννέα εθελοντές να προσποιηθούν τους διαφορετικούς τύπους κραυγών, συλλέγοντας έτσι συνολικά 420 κραυγές. Ακολούθως οι επιστήμονες ζήτησαν από μια δεύτερη ομάδα εθελοντών να αξιολογήσει τις κραυγές αυτές ως προς τον βαθμό που αυτές εκπέμπουν ένα σήμα κινδύνου, δηλαδή να εκτιμήσουν κατά πόσο ακούγοντας μία κραυγή ένιωθαν την ανάγκη ότι έπρεπε να αντιδράσουν. Τα δεδομένα τα οποία συνέλεξαν οι ερευνητές από τις απαντήσεις των εθελοντών τούς επέτρεψαν να κατηγοριοποιήσουν τις κραυγές του πόνου, του θυμού και του φόβου ως κραυγές οι οποίες εκπέμπουν ένα σήμα κινδύνου, ενώ τις κραυγές της ευχαρίστησης, της λύπης και της χαράς ως κραυγές οι οποίες δεν εκπέμπουν τέτοιου είδους σήμα. Σε δεύτερη φάση, οι ερευνητές παρακολούθησαν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου των εθελοντών καθώς αυτοί άκουγαν τις κραυγές της πρώτης ομάδας. Αυτό κατέστη δυνατό με τη χρήση της λειτουργικής απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού (fMRI), η οποία επιτρέπει την παρακολούθηση της νευρωνικής δραστηριότητας μετρώντας τις διαφοροποιήσεις στη ροή του αίματος στον εγκέφαλο.

Μικρότερη ευαισθησία στο σήμα κινδύνου

Τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «PLOS Biology»,  εξέπληξαν τους επιστήμονες: δεδομένου ότι η κραυγή έχει την εξελικτική βάση της στην αντίδραση σε μία κατάσταση κινδύνου, θα ανέμενε κανείς ότι η δραστηριότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου θα ήταν πιο έντονη όταν οι εθελοντές άκουγαν μία κραυγή που υποδηλώνει κίνδυνο (δηλαδή κραυγή πόνου, θυμού ή φόβου). Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ακριβώς το αντίθετο: ο μετωπιαίος λοβός, ο ακουστικός φλοιός και το μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου εμφάνισαν μεγαλύτερη δραστηριότητα όταν οι εθελοντές άκουγαν κραυγές οι οποίες δεν υποδηλώνουν κίνδυνο (δηλαδή τις κραυγές της ευχαρίστησης, της λύπης και της χαράς). Η έντονη δραστηριότητα των συγκεκριμένων περιοχών αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στον αυξημένο ρυθμό σχηματισμού συνάψεων μεταξύ των νευρώνων στις συγκεκριμένες περιοχές. Τα αποτελέσματα της έρευνας υποδεικνύουν πρακτικά ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιλαμβάνεται και επεξεργάζεται με πιο αποδοτικό τρόπο τις κραυγές οι οποίες δεν αποτελούν σήματα κινδύνου. Αυτό, όπως σημειώνουν οι επιστήμονες, και σύμφωνα με τις τρέχουσες γνώσεις της επιστημονικής κοινότητας, είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο συναντάται μόνο στον άνθρωπο. Οπως καταλήγουν οι συγγραφείς της δημοσίευσης, η μοναδική αυτή ιδιότητα του ανθρώπου ενδέχεται να οφείλεται στο σύνθετο περιβάλλον των ανθρώπινων κοινωνιών, το οποίο πιθανώς έπαιξε σημαντικό ρόλο ώστε η κραυγή και η αντίληψή της από τον περίγυρο να αποκτήσουν διάφορες αποχρώσεις κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του είδους μας.

Τα χαρακτηριστικά της κραυγής

Οι κραυγές έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: είναι μικρής διάρκειας, έντονες, υψηλής τονικότητας, ενώ όταν προφέρονται υπάρχει μία τραχύτητα στη φωνή. Στο ζωικό βασίλειο έχουν άμεσο αντίκτυπο αφού αναγνωρίζονται άμεσα από τα άτομα της κοινότητας, ενώ είναι δύσκολο για κάποιον να τις παραβλέψει.

Η έρευνα για την τονικότητα της φωνής υποβλήθηκε σε μία σχετικά καινούργια διαδικασία δημοσίευσης. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής οι ερευνητές καταθέτουν το πρωτόκολλο το οποίο θα ακολουθήσουν στην πειραματική τους διαδικασία, κι αυτό κρίνεται από ανεξάρτητη επιστημονική επιτροπή ως προς την ποιότητά του. Εάν εγκριθεί, η επιστημονική επιθεώρηση δεσμεύεται να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα της έρευνας.

Πρακτικές εφαρμογές στην καθημερινότητα

Η μελέτη της συσχέτισης της φωνής με τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς μας μπορεί να έχει πρακτικές εφαρμογές στην καθημερινή μας ζωή. «Φανταστείτε ότι ένας εργοδότης πραγματοποιεί από το τηλέφωνο μία συνέντευξη για μία θέση εργασίας. Θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον εάν είχε κάποιες ενδείξεις για την προσωπικότητα του υποψηφίου από τη φωνή του. Παραδείγματος χάριν, ίσως να ενδιαφέρεται για έναν υποψήφιο ο οποίος να μπορεί να επιβληθεί σε διάφορες καταστάσεις» εξηγεί στο ΒΗΜΑ-Science η ερευνήτρια δρ Τζούλια Στερν. Μία ακόμη πρακτική εφαρμογή θα μπορούσε να έχει στις εφαρμογές διαδικτυακών γνωριμιών. «Συμβαίνει δύο άνθρωποι να μιλάνε μέσα από μία εφαρμογή και να καταλήγουν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα ο ένας για τον άλλον. Θα ήταν ενδιαφέρον εάν μέσω της φωνής μπορούσαμε να έχουμε κάποιες ενδείξεις σχετικά με το εάν το διαδικτυακό μας ταίρι ενδιαφέρεται περισσότερο για μια εφήμερη σχέση ή για κάτι πιο σταθερό» σημειώνει η επιστήμονας. Οπως καταλήγει, μέσω αυτού του είδους της έρευνας ενδέχεται στο μέλλον να είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε όψεις της προσωπικότητας των άλλων ανθρώπων από ορισμένα χαρακτηριστικά της φωνής.

Η πρωτοτυπία της έρευνας

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ερευνητές επιχειρούν να χαρτογραφήσουν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου έπειτα από το άκουσμα μιας κραυγής. Ωστόσο, οι έρευνες οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι πρότινος είχαν κάποιους σημαντικούς περιορισμούς: αρχικά, επικεντρώνονταν στις κραυγές φόβου αποκλείοντας, όπως αποδείχθηκε στην πρόσφατη έρευνα, ένα μεγάλο φάσμα κραυγών. Επειτα, ελλείψει μιας σαφούς κατηγοριοποίησης των διαφορετικών τύπων κραυγής, δεν υπήρχαν δεδομένα για τη δραστηριότητα του εγκεφάλου τα οποία να σχετίζονται με τον κάθε διακριτό τύπο. Τέλος, δεν είχαν χαρακτηριστεί σε βάθος οι νευρωνικοί μηχανισμοί στους οποίους βασίζεται η πρόσληψη και η επεξεργασία των ηχητικών ερεθισμάτων του κάθε τύπου κραυγής. Οπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς της πρόσφατης δημοσίευσης, η έρευνά τους έρχεται να συμπληρώσει αυτά τα κενά και ως εκ τούτου να εμπλουτίσει σημαντικά τη βιβλιογραφία του συγκεκριμένου ερευνητικού πεδίου.