Η οικονομική επιστήμη έχει δείξει, σε θεωρητικό και εμπειρικό επίπεδο, ότι η γνώση αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη μιας χώρας ή μιας περιφέρειας. Σύμφωνα με μελέτες, το 65%-70% της μεταπολεμικής ανάπτυξης των χωρών του ΟΟΣΑ οφειλόταν στη γνώση. Στο πλαίσιο αυτό, τα πανεπιστήμια συνεισφέρουν στη μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής με:

-τη δημιουργία και διάχυση της γνώσης που παράγει το ίδιο και η παγκόσμια ερευνητική κοινότητα, και

-την προσφορά πτυχιούχων επιστημόνων που στελεχώνουν την περιφερειακή και εθνική οικονομία.

Μεταπολεμικά, πολλές χώρες εφάρμοσαν πολιτική δημιουργίας πανεπιστημίων σε περιφερειακό επίπεδο. Στη χώρα μας η πολιτική αυτή έφτασε στα άκρα με τη δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων διασπαρμένων σε όλη τη χώρα. Οι οικονομικές επιπτώσεις της παραπάνω πολιτικής αποδεικνύουν ότι δεν αρκεί η δημιουργία ενός πανεπιστημίου σε μια περιφέρεια για να αποκομίσει τα οφέλη που αναφέραμε παραπάνω.

Σε μελέτη μας εξετάσαμε την επίδραση της ποιότητας των πανεπιστημίων στην παραγωγικότητα του περιφερειακού οικοσυστήματος καινοτομίας. Τα ερευνητικά αποτελέσματα ήταν πολύ σημαντικά:

1. Η ποιότητα των πανεπιστημίων βελτιώνει την αποδοτικότητα της περιφερειακής παραγωγής πατεντών – καινοτομίας μακροχρόνια. Η αύξηση του αριθμού των καλών πανεπιστημίων που είναι εγκατεστημένα σε μια περιφέρεια κατά μια μονάδα, με όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς, προκαλεί παραμετρική μετατόπιση της καμπύλης καινοτομικής παραγωγής κατά 1,7% με αντίστοιχη μακροχρόνια επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη της περιφέρειας. Με άλλα λόγια, η κάθε προσθήκη ενός καλού πανεπιστημίου προκαλεί μόνιμη αύξηση της περιφερειακής καινοτομικής παραγωγής κατά 1,7% σε σχέση με την απουσία του.

2. Εκτός από την αυτόνομη συνεισφορά, η ποιότητα των πανεπιστημίων βελτιώνει την παραγωγικότητα των ερευνητών που δρουν στο περιφερειακό καινοτομικό οικοσύστημα. Ο βασικός λόγος είναι ότι οι ερευνητές των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των ερευνητικών δραστηριοτήτων τους, έρχονται σε τυπική ή άτυπη συνεργασία με καθηγητές καλού πανεπιστημίου, που κατά τεκμήριο έχουν υψηλότερο επιστημονικό επίπεδο σε σχέση με καθηγητές πανεπιστημίου χαμηλότερης ποιότητας.

3. Η παρουσία καλού πανεπιστημίου βελτιώνει την αποδοτικότητα της ενδοπεριφερειακής και διαπεριφερειακής διάχυσης της γνώσης. Το πανεπιστήμιο αποτελεί τον σημαντικότερο δίαυλο μεταφοράς γνώσης από το παγκόσμιο ερευνητικό σύστημα στο περιφερειακό οικοσύστημα.

4. Η παρουσία καλού πανεπιστημίου λειτουργεί ως κεντρικός «τροφοδότης» γνώσης σε επιχειρήσεις που κατά κύριο λόγο καινοτομούν σε πρωτοποριακούς τεχνολογικούς τομείς.

Συμπέρασμα: Η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων για τη διασπορά πανεπιστημίων, τμημάτων και σχολών στην περιφέρεια αφενός μεν οδήγησε σε σπατάλη των περιορισμένων πόρων της ελληνικής κοινωνίας και αφετέρου δεν συνέβαλε, ούτε αναμένεται να συμβάλει, στη μακροχρόνια ανάπτυξη των περιφερειών και της χώρας. Τα ερευνητικά αποτελέσματα της μελέτης μας δίνουν σαφή απάντηση στο δίλημμα «ποιότητα ή ποσότητα». Είναι η ποιότητα. Και στα πανεπιστήμια.

*Η κυρία Κλεονίκη Καλαπούτη είναι μεταδιδακτορική υπότροφος του ΙΚΥ και ο κ. Νίκος Χ. Βαρσακέλης είναι καθηγητής Βιομηχανικής Πολιτικής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΑΠΘ.