Ενα προσωπικό στρατιωτικό και παραστρατιωτικό δίκτυο έχει διαμορφώσει και διατηρεί στη διακριτική του ευχέρεια ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Το «μακρύ χέρι» του τούρκου προέδρου παίζει καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη των επιδιώξεων και της ενίσχυσης της εξουσίας του όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά κυρίως στο εξωτερικό, σε μια σαφή προσπάθεια για την επέκταση της επιρροής της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής – σε περιοχές που κάποτε διαφέντευε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τη χρήση υφιστάμενων πρακτικών και δομών του τουρκικού «βαθέoς κράτους» (derin devlet), με τη συνδρομή μιας ακμάζουσας αμυντικής βιομηχανίας, αλλά και αξιοποιώντας σύγχρονες μεθόδους όπως ο «πόλεμος διά αντιπροσώπων» (proxy war), o πρόεδρος Ερντογάν επιθυμεί να διευρύνει το κύρος του ως διεθνούς ηγέτη αλλά και την περιφερειακή ηγεμονία της χώρας του.

Αναλυτικά στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο η Αγκυρα προωθεί την ώσμωση των δράσεων αυτού του παραστρατιωτικού δικτύου στο εσωτερικό και στο εξωτερικό προσφέρειη 14σέλιδη μελέτη με τίτλο «Turkish Militias and Proxies» που συνυπογράφουν οι Τζόναθαν Σπάιερ και Χάι Εϊτάν Κοέν Γιαναροτσάκ για λογαριασμό του Ινστιτούτου Στρατηγικής και Ασφαλείας της Ιερουσαλήμ (Jerusalem Institute for Strategy and Security – JISS) και του TRENDS Research & Advisory με έδρα το Αμπου Ντάμπι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ). Οι δύο αναλυτές κάνουν και μια ιστορική αναδρομή, πιάνοντας το νήμα της «παραστρατιωτικής ιστορίας της Τουρκίας» ειδικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

Το «βαθύ κράτος» και η δράση του

Οι συγγραφείς της μελέτης ξεκαθαρίζουν ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις (TSK) αντιλαμβάνονταν, από συστάσεως του σύγχρονου τουρκικού κράτους, τον εαυτό τους ως θεματοφύλακα της δημοκρατίας και του κοσμικού κράτους. Ανέπτυξαν έτσι μια κουλτούρα «πίστης στο κράτος» και όχι στην εκλεγμένη κυβέρνηση, κάτι που οδήγησε σε μια σειρά από στρατιωτικά πραξικοπήματα, όταν θεωρούσαν ότι απειλείται ο κεμαλικός προσανατολισμός.

Το «βαθύ κράτος» έμεινε στην τουρκική πολιτική ορολογία, ενώ η δράση του πιστοποιούνταν από ανεξιχνίαστες δολοφονίες αριστερών και Κούρδων. Ως ένα «επικίνδυνο φαινόμενο», μια «συμμορία που λειτουργεί εκτός των νόμων» και ως «εσωτερικό εχθρό» (φράση του Κεμάλ) χαρακτήριζε το «βαθύ κράτος» ο Ερντογάν το 2007. Εν τούτοις, το AKP κληρονόμησε το modus operandi του στην αντιμετώπιση των αντιπάλων του και πλέον θα μπορούσε κανείς να πει ότι το έχει εξελίξει.

ΤΟΥΡΚΙΑ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ - ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ - ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ - ΕΘΝΙΚΙΣΤΕΣ - ΓΚΡΙΖΟΙ ΛΥΚΟΙ - ΚΑΤΑ ΚΟΥΡΔΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ - ΠΕΚΑΚΑ - PKK - ΣΙΝΙΑΛΑ - ΣΗΜΑΤΑ

Ειδική μονάδα και «Γκρίζοι Λύκοι»

Η ειδική μονάδα Τμήμα Ειδικού Πολέμου (ÖHD) ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και αμέσως μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1971 για την αντιμετώπιση τυχόν σοβιετικής εισβολής. Ωστόσο χρησιμοποιήθηκε για τη συντριβή πολιτικών αντιπάλων, όπως τούρκων αριστερών, κούρδων ακτιβιστών κ.λπ. Αποτελούσε ένα από τα παρακλάδια της Gladio, του δικτύου ειδικών μονάδων στις χώρες του ΝΑΤΟ για αντιμετώπιση πιθανής εισβολής της τότε ΕΣΣΔ. Αν και η ÖHD ήταν τμήμα των TSK, ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξή της. Ακόμα και ο πρώην πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετσεβίτ ενημερώθηκε για αυτή το 1978, ενώ φέρεται να εξεπλάγη και για τη συμμετοχή σε αυτή των «Γκρίζων Λύκων».

Κύρια δράση των «Γκρίζων Λύκων» ήταν η καταπολέμηση των «αντιληπτών», όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, κομμουνιστικών απειλών αλλά και του PKK, του κουρδικού αυτονομιστικού κινήματος. Αποτελώντας τμήμα της νεολαίας του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), του οποίου σήμερα ηγείται ο συνεργαζόμενος με τον κ. Ερντογάν Ντεβλέτ Μπαχτσελί, και με ιδεολογία τον παντουρκισμό, τα μέλη της οργάνωσης λάμβαναν στρατιωτική εκπαίδευση με τουρκοϊσλαμικό υπόβαθρο. Η δράση τους στο εξωτερικό εντάθηκε τη δεκαετία του 1980. Τότε ξεκίνησαν πογκρόμ και εναντίον μιας αρμενικής οργάνωσης που φέρεται ότι δολοφονούσε τούρκους διπλωμάτες. Η ανίερη συμμαχία του τουρκικού κράτους με τους «Γκρίζους Λύκους» εναντίον των Κούρδων αποδείχτηκε στο διαβόητο, πλέον, δυστύχημα στο Σουσουρλούκ (1996).

Οι «Γκρίζοι Λύκοι» ενεπλάκησαν επίσης στους πολέμους στην Τσετσενία, ενώ μετά την έναρξη του συριακού εμφυλίου βρέθηκαν στη γραμμή του πυρός με τους Τουρκμένους. Η πολιτική συμμαχία AKP -MHP, η οποία σφυρηλατήθηκε από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και μετά, τους έδωσε «ενεργό» προεκλογικό ρόλο, φιμώνοντας πολιτικούς αντιπάλους και αντιπολιτευόμενες φωνές, ενώ η σχέση τους με πρόσωπα της μαφίας που διακρίνονται για τις υπερεθνικιστικές τους θέσεις, όπως ο Σεντάτ Πεκέρ, είναι γνωστή.

Η στενή συνεργασία με το Κατάρ

Οι συγγραφείς της μελέτης δίνουν μεγάλη σημασία και στη συνεργασία Τουρκίας – Κατάρ στο πλαίσιο της προσπάθειας της πρώτης να ασκήσει εξωτερική και αμυντική πολιτική διά αντιπροσώπων. Μεγάλο τμήμα της στενής σχέσης Αγκυρας – Ντόχα αφορά την άμυνα, καθώς η πρώτη διατηρεί περίπου 3.000 στρατιώτες στο έδαφος της δεύτερης, ενώ υπάρχει διμερής συμφωνία για δημιουργία δύο τουρκικών βάσεων, στρατιωτικής και ναυτικής, στο Κατάρ. Μέσω της παρουσίας της στο Κατάρ, η Τουρκία έχει για πρώτη φορά «αποτύπωμα» στην περιοχή του Κόλπου.

Ο ρόλος της SADAT και οι μισθοφόροι

Το 2012 ο ταξίαρχος Αντνάν Τανριβερντί και άλλοι 22 συνάδελφοί του, που είχαν εκδιωχθεί από το στράτευμα λόγω των φιλικών προς το πολιτικό Ισλάμ πεποιθήσεών τους, ίδρυσαν τη SADAT, τη μόνη ιδιωτική συμβουλευτική εταιρεία για θέματα άμυνας στην Τουρκία.Η SADAT παρέχει πακέτα συμβουλευτικής σε θέματα άμυνας και ειδική εκπαίδευση, κάτι σαν τη διαβόητη αμερικανική Blackwater. Στους πελάτες της συγκαταλέγονται η ειδική μονάδα της τουρκικής αστυνομίας, οι ένοπλες πολιτοφυλακές παρακολούθησης στις γειτονιές (Bekçi) που ενεργούν ως ένα είδος επαναστατικών φρουρών του Ερντογάν, αλλά και οι ειδικοί προεδρικοί φρουροί, γνωστοί ως «Ενισχύσεις» (Takviye) – ουσιαστικά οι «πραιτωριανοί» του προέδρου.

Παράλληλα, η SADAT επελέγη για να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στην εκπαίδευση μισθοφορικών ενόπλων ομάδων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από την Αγκυρα για την εκπλήρωση των περιφερειακών της φιλοδοξιών. Η στρατηγική αυτή άρχισε να ξεδιπλώνεται από τη γειτονική Συρία με αφορμή τον πολυετή εμφύλιο πόλεμο που σάρωσε τη χώρα μετά την Αραβική Ανοιξη.

Η SADAT ανέλαβε την εκπαίδευση των ανταρτών μαχητών, δημιουργώντας αρκετές βάσεις στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης και του Μαρμαρά. Η κατάρτιση μιας μεγάλης και ελεγχόμενης συριακής παραστρατιωτικής δύναμης επέτρεψε την πραγματοποίηση τριών τουρκικών επιχειρήσεων εισβολής στη Συρία: «Ασπίδα του Ευφράτη», «Κλάδος Ελαίας» και «Πηγή Ειρήνης». Επρόκειτο για πολεμικές επιχειρήσεις χωρίς κόστος σε τουρκικές ζωές και με κέρδος τη δημιουργία ελεγχόμενων ζωνών στη Βόρεια Συρία για αποτροπή ανάδυσης αυτόνομης κουρδικής οντότητας και διασφάλισης επιρροής με κατοχή εδάφους.

Παρόμοιες μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν και στη Λιβύη. Οι εταιρείες που στρατολογούσαν τους μαχητές τούς πολιτογραφούσαν ως Τούρκους, ενώ υπέγραφαν μαζί τους σύμβαση εργασίας διάρκειας 3-6 μηνών, με απολαβές έως και 3.000 δολάρια μηνιαίως. Η διαδικασία μεταφοράς μαχητών από τη Συρία στην Τουρκία και από εκεί στη Λιβύη έγινε από τη SADAT και υπό την εποπτεία του τουρκικού στρατού. Καίριος ήταν ο ρόλος της SADAT στη στρατολόγηση, οργάνωση και μεταφορά μαχητών στο Αζερμπαϊτζάν για τη σύρραξη με την Αρμενία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.