Το απόγευμα της Τρίτης στα δικά του αθηναϊκά και παριζιάνικα καφενεία μας ξενάγησε ο Παύλος Σάμιος, εκεί όπου μέσα από το προσωπικό «βίωμα» του καλλιτέχνη, όπως μας λέει και ο ίδιος, δίνεται η δυνατότητα στα καφέ της Αθήνας να συνυπάρξουν με εκείνα του Παρισιού.

Μετά το θερμό καλωσόρισμα του ίδιου του καλλιτέχνη περιηγηθήκαμε στο χώρο της γκαλερί Σκουφά, όπου τους λευκούς τοίχους της έκθεσης κοσμούν άλλοτε πίνακες καφενείων με φόντο τα νυχτερινά φώτα στους δρόμους του Παρισιού και άλλοτε πίνακες με φόντο μία θάλασσα, βάρκες ή πινελιές από τους δρόμους της Αθήνας.

Κάποιοι πίνακες αφηγούνται μικρές ανθρώπινες ιστορίες έρωτα και φιλίας , ενώ κάποιοι άλλοι μεταφέρουν το κέντρο του ενδιαφέροντος σε συγκεκριμένα αντικείμενα όπως λόγου χάρη ένα τάβλι, ένα καπέλο, ένα ποτήρι κρασί και φυσικά τις κόκκινες γόβες, το ζωγραφικό «φετίχ» του Παύλου Σάμιου το οποίο όπως μας είπε ο ίδιος είναι ταυτόχρονα και «βιωμένη κατάσταση στο σπίτι», καθώς ο καλλιτέχνης στην ηλικία των 10 ετών ζωγράφιζε παπούτσια στο τσαγκαράδικο του πατέρα του.

Τα χρώματα των πινάκων κάποιες φορές είναι πιο ψυχρά και κάποιες άλλες πιο θερμά με την θεματική των καφενείων να μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ στους καιρούς απομόνωσης και κοινωνικής αποστασιοποίησης που βιώνουμε. Ο καλλιτέχνης, με άλλα λόγια, έρχεται να μας θυμίσει πώς είναι οι άνθρωποι να συνυπάρχουν, να ανταλλάζουν απόψεις και να ερωτεύονται μέσα στη ζεστασιά ενός καφέ.

«Καφέ ο Παράδεισος»

«Τα καφενεία από μικρό παιδί μου κινούσαν το ενδιαφέρον. Θυμάμαι έβλεπα άντρες μέσα να τσακώνονται, να φωνάζουν ,να βρίζουν κι όλη αυτή η ατμόσφαιρα και η ένταση μου έκανε μεγάλη εντύπωση» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Σάμιος.

Το όνομα της έκθεσης αντλεί έμπνευση από το «καφέ ο Παράδεισος»,  ένα καφενείο το οποίο λειτουργούσε μέχρι και την περασμένη δεκαετία και βρισκόταν κοντά στο ατελιέ του καλλιτέχνη στην πλατεία Αττικής. « Το είχε ένας γεροντάκος με τις δύο κόρες του. Βρισκόταν σε μία πολύ περίεργη γειτονιά, όμως, ήταν ένα χαρούμενο καφέ», ενώ συνεχίζει λέγοντας « είχε ωραία μουσική, ωραίους μεζέδες και το μεσημέρι έπαιζαν τάβλι και πρέφα. Ήταν ένα καθαρά ελληνικό καφενείο όπου εκεί μέσα τα έβλεπες όλα – την αγάπη, το φλερτ, την κακομοιριά, τη φτώχεια».

Τα πρώτα καφενεία

Η πρώτη έκθεση του Παύλου Σάμιου με θέμα τα καφενεία έλαβε χώρα το 1977 στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη στην Κριεζώτου με την «παρέα του μαγεμένου αυλού» όπως αναφέρει ο ίδιος να αποτελεί την πηγή της έμπνευσής του. « Έμπνευση μου ήταν τα καφενεία που πηγαίναμε με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Αλέκο Φασιανό και πολλούς άλλους εδώ στην Αθήνα. Στον Μαγεμένο Αυλό και σε άλλα καφέ κι εστιατόρια άλλαξε για πάντα η ζωή μου κυρίως με τις ομιλίες του Μάνου. Θυμάμαι τότε διάβαζε Πλάτωνα και ήταν εντυπωσιακό το πώς προσάρμοζε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία στο σήμερα».

Μία άλλη πηγή έμπνευσης αδιαμφισβήτητα ήταν το έργο του Γιάννη Τσαρούχη και συγκεκριμένα ο πίνακας που απεικονίζει το Καφενείο Νέον στην Ομόνοια. « Μου άρεσε η ατμόσφαιρα του πίνακα, ήμουν πολύ επηρεασμένος από το  “ Καφενείον το Νέον” του Τσαρούχη. Το έχω ζωγραφίσει μάλιστα και ο ίδιος τοποθετώντας γυμνά στα δικά μου έργα σε μια προσπάθεια να πλησιάσω την ατμόσφαιρα. Χωρίς φόβο και ντροπή δούλεψα πάνω στο έργο του πράγμα που με βοήθησε να προχωρήσω. Ήταν για μένα ένα μεγάλο μάθημα».

Το γυμνό στα καφενεία που ζωγράφιζε τότε ο Παύλος Σάμιος ήταν μία καλλιτεχνική επιλογή που δημιουργούσε μία πιο σουρεαλιστική εικόνα. « Το ’77 η πρώτη μου έκθεση περιείχε καφενεία με γυμνά τα οποία ενστικτωδώς τοποθετούσα στους πίνακες των καφενείων που είχα συναντήσει στη Μυτιλήνη και την Αγιάσο. Μόνος μου έστηνα μέσα τις φιγούρες δεν ήθελα αναγκαστικά να αντιγράψω αυτό που έβλεπα μπροστά μου ή αυτό που είχα φωτογραφήσει. Μου αρέσει να αλλάζω τις ατμόσφαιρες. Για παράδειγμα, έχω πάρει φωτογραφία ενός καφενείου μέρα και έχοντας το φανταστεί την νύχτα το απέδωσα στη νυχτερινή του εκδοχή».

Η φωτιά που πυροδότησε την έμπνευση

Το 1978 ο Παύλος Σάμιος επισκέπτεται το Παρίσι σε ένα ταξίδι σταθμό που επηρέασε άμεσα το έργο του. Το Παρίσι της δεκαετίας του ’80, τα μουσεία και φυσικά τα παριζιάνικα καφενεία γοήτευσαν τον ζωγράφο, ο οποίος αποφάσισε να συνεχίσει στο μοτίβο των καφενείων με θέμα τα γαλλικά καφέ αυτή τη φορά.

«Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει συνάντηση μεταξύ αθηναϊκών και παριζιάνικων καφενείων. Το σημείο τομής είναι τα βιώματά μου», επισημαίνει, «τα γαλλικά καφενεία έχουν μία τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα, την ατμόσφαιρα του ελληνικού καφενείου δεν την βρίσκεις στο Παρίσι. Τα παριζιάνικα καφέ έχουν άλλο στυλ, είναι σε άλλο επίπεδο με θαμώνες πιο προχωρημένους και με μία ομορφιά τελείως γαλλική. Ακόμη και οι καρέκλες και τα τραπέζια είναι πιο λεπτεπίλεπτα».

Η πρώτη έκθεση στο Παρίσι με τίτλο «Τα Γαλλικά Καφενεία» πραγματοποιήθηκε το 1982 στην γκαλερί Samy Kinge. Ωστόσο, τα έργα της έκθεσης κάηκαν όλα σε πυρκαγιά που ξέσπασε στο ατελιέ του ζωγράφου το 1985.

« Όταν ξεκίνησα από την αρχή τη δουλειά μου στο καινούργιο ατελιέ η φωτιά μου έδωσε την αφορμή να ξεκινήσω κάτι διαφορετικό, μου ελευθέρωσε το σχέδιο με αποτέλεσμα να περιηγηθώ σε πιο μεταφυσικά μονοπάτια. Μέχρι τότε δεν μπορούσα να δημιουργήσω κάτι εξ’ ολοκλήρου από τη φαντασία μου. Τα καφενεία της έκθεσης στο Παρίσι, για παράδειγμα, ήταν προϊόντα καλοδουλεμένα, πιστά στην λεπτομέρεια και τον ρεαλισμό που αιχμαλώτιζαν επακριβώς την ατμόσφαιρα», αποκαλύπτει.

Μια ανανεωμένη έκθεση

Η ιδέα της έκθεσης «Καφέ Παράδεισος» ξεκίνησε από την ανάγκη του καλλιτέχνη « να ξαναπιάσει τα πινέλα του» μας είπε χαρακτηριστικά. Η σειρά έργων που θα φιλοξενήσει η Γκαλερί Σκουφά αποτελείται από πίνακες τους οποίους ο Παύλος Σάμιος ξεκίνησε να επεξεργάζεται στις αρχές του 2019. « Χωρίς να το καταλάβω “μπήκα” πάλι στα καφενεία. Είναι ένα θέμα που αγαπούσα και αγαπώ», υπογραμμίζει.

Ωστόσο, τα καφενεία της παρούσας έκθεσης διαφέρουν από τα προηγούμενα, καθώς όπως μας λέει και ο ίδιος: « 35 χρόνια μετά δεν έχω την ανάγκη να δημιουργήσω τα καφενεία με τόση πολλή λεπτομέρεια. Τα καφενεία αυτά τα έχω ξαναφτιάξει. Σήμερα μου αρκεί η παράθεση των χρωμάτων το ένα δίπλα στο άλλο».

Όσον αφορά στην επιστροφή στην αγαπημένη του θεματική ο κ. Σάμιος σχολιάζει: « Το καφενείο για μένα είναι “ναός”, μία τάξη πανεπιστημιακή του δρόμου. Ένα καφενείο δε λέει τίποτα από μόνο του. Είναι κυριολεκτικά πέντε καρέκλες και δύο τραπέζια. Ωστόσο, οι άνθρωποι και οι σχέσεις τους είναι που σμιλεύουν την ψυχή και την προσωπικότητά του καφενείου».

Ο κ. Σάμιος σχολίασε, επίσης, τις δυσκολίες δεδομένης της κατάστασης και την αδυναμία προσέλευσης περισσότερου κόσμου στην έκθεση. « Οι δυσκολίες καμιά φορά βοηθούν. Η όλη κατάσταση έδωσε σε όλους μας την ευκαιρία να κάνουμε μία βουτιά μέσα μας», ενώ συνέχισε υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα της τέχνης σε σκοτεινούς καιρούς .

« Διάβασα πρόσφατα ένα βιβλίο που λέγεται “Η χρησιμότητα του άχρηστου” και έγραφε ότι εάν τυχόν δεν υπάρξει τέχνη, φιλοσοφία, μουσική, θέατρο, κινηματογράφος, δεν θα υπάρξει ζωή. Η ζωή δεν είναι μόνο οι φυσικές ανάγκες μας. Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη για πνευματικότητα και η τέχνη πιστεύω είναι το μεγαλείο- ο θεός- που μας επιτρέπει να μεταμορφώνουμε την φύση σε κάτι πέρα από το φυσικό» αναφέρει καταληκτικά.

Σχετικά με τα μέτρα περιορισμού αντιμετώπισης της πανδημίας η έκθεση θα διεξαχθεί ακολουθώντας όλους τους περιορισμούς που προβλέπονται. Συγκεκριμένα, μέσα στην γκαλερί θα επιτρέπονται φορώντας τη μάσκα τους έως και 15 άτομα για περιορισμένο χρόνο, ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός και η υπερβολική αναμονή.

Τα εγκαίνια της έκθεσης «Καφέ Παράδεισος»  πραγματοποιήθηκαν την Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου στη γκαλερί Σκουφά όπου θα φιλοξενηθεί εκεί για ένα μήνα.

Για περισσότερες πληροφορίες στο : http://www.skoufagallery.gr