Βιάστηκε το υπουργείο Παιδείας να ανακοινώσει με απόλυτο τρόπο ότι τα σχολεία θα ανοίξουν στις 7 Σεπτεμβρίου καθολικά, με όλους τους μαθητές τους μαζί και νέο μέτρο την υποχρεωτική χρήση μάσκας από το νηπιαγωγείο.

Με λίγα λόγια, το μόνο μέτρο που θα διαφοροποιήσει μια χρονιά που ξεκινάει υπό την απειλή ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας (σε ένα «παρθένο» πληθυσμό χωρίς ανοσία όπως ο δικός μας), είναι η υποχρεωτική χρήση μάσκας στο σχολείο. Από το νηπιαγωγείο! Χωρίς μικρότερες ομάδες μαθητών ώστε να ελέγχεται η χρήση της, χωρίς σοβαρό σχεδιασμό για την τήρηση αποστάσεων και το σημαντικότερο: χωρίς θερμομετρήσεις ή τεστ – έστω δειγματοληπτικά- στην εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας για τον έλεγχο διασποράς της νόσου.

Προλαβαίνω την πρώτη εύκολη απάντηση που πιθανώς θα περνούσε από το μυαλό της υπουργού Παιδείας διαβάζοντας αυτές τις σκέψεις, λέγοντας ότι το μέτρο της μάσκας στα σχολεία θα εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες της ΕΕ. Ωστόσο, στην ΕΕ η χρήση της μάσκας στα σχολεία συζητείται σε συνδυασμό με άλλα μέτρα, με κυρίαρχο ανάμεσά τους εκείνο των μικρών ομάδων μαθητών. Και σε αρκετές περιπτώσεις, των τεστ ανίχνευσης του ιού στον πληθυσμό των σχολείων.

Μην ξεχνάμε ότι τα μέτρα όπως η χρήση μάσκας, τα προτείνουν γιατροί, οι οποίοι έχουν συνηθίσει να την φορούν διαρκώς σε
νοσοκομεία με κλιματισμό και υποστήριξη. Στην περίπτωσή μας θα τη χρησιμοποιήσουν 4χρονοι μαθητές. Αλλά και 13χρονοι και
14χρονοι και οι καθηγητές τους επί 6ωρο ή 7ωρο σε αίθουσες χωρίς κλιματισμό, 25 ατόμων μαζί, μέσα στον ήλιο του Σεπτεμβρίου…

Εδώ δεν ξεχνώ το πλέον παράδοξο: το υπουργείο Παιδείας εν μέσω πανδημίας, αντί να μειώσει, αύξησε τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Κατανοώ ότι μετά το φιάσκο της τηλεκπαίδευσης (το οποίο παραδέχεται έμμεσα το υπουργείο Παιδείας με την απόφασή του να μην πάει ξανά σε μια τέτοια λύση), έπρεπε να δοθεί η εντύπωση ότι υπάρχει ένα νέο σχέδιο.

Για να δούμε τη βάση αυτού του σχεδίου όμως, θέλω να θυμίζω ότι αυτό στο οποίο γύρισαν οι μαθητές τον προηγούμενο Μάιο και Ιούνιο, δεν ήταν η «κανονικότητα» που ακούγαμε στα λόγια των αρμοδίων. Ήταν μια εικόνα που πλήγωσε την εκπαίδευση. Που έδειξε ότι κανένας κανόνας δεν υπάρχει και σίγουρα ούτε η ελάχιστη πειθαρχία: άλλοι πήγαιναν στα σχολεία τους κάθε μέρα, άλλοι μέρα παρά μέρα, άλλοι καθόλου, βαθμοί δεν έμπαιναν, το πλαίσιο ήταν τελείως χαλαρό, οποιοσδήποτε ήθελε μπορούσε να εξαπατήσει το σχολείο του και να μην παρουσιαστεί, παρότι δεν είχε άτομα ευαίσθητα στο σπίτι του.

Ήταν τελικά αυτή εικόνα σχεδιασμού και «κανονικότητας»; Ας προσποιηθούμε για λίγο ότι το ξεχνάμε. Στην αυγή μιας νέας χρονιάς, απαιτείται σοβαρότητα και προγραμματισμός, για να μην διαλυθεί τελείως το εκπαιδευτικό οικοδόμημα. Ποιο σχεδιασμό έκανε το επιτελείο του υπουργείου Παιδείας το καλοκαίρι; Σκεφτόταν επί δύο μήνες τη χρήση της μάσκας στο νηπιαγωγείο και τα χωριστά διαλείμματα; Οργάνωσε την πρόσληψη περισσότερων αναπληρωτών; Σκέφτηκε τη λύση των μαθημάτων πρωί- απόγευμα για να υπάρξουν μικρότερες ομάδες μαθητών; Προμηθεύτηκε τεστ ανίχνευσης του ιού; Έκανε έστω επιμόρφωση στους καθηγητές;

Ας κάνουμε μια νοητική «στάση». Τι έκαναν οι άλλες χώρες για να οχυρωθούν; Στρατηγικό σχεδιασμό. Η πολύπαθη Ιταλία
αντικατέστησε τα θρανία δύο θέσεων με μονοθέσια και μείωσε στο μισό τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη, ενώ πήρε περισσότερους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς. Η Αγγλία επέλεξε τη λύση των «bubbles», δηλαδή μικρών τάξεων που θα χρησιμοποιούν συγκεκριμένα μέρη του σχολείου αποκλειστικά και άλλες που θα κινούνται στα υπόλοιπα, χωρίς να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους.

Στη Γερμανία υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το αν τα παιδιά πρέπει να φορούν μάσκες στο σχολείο. Σε άλλες περιοχές δεν είναι υποχρεωτικό, στο Βερολίνο την φορούν μόνο σε διάδρομους, καντίνες και σκάλες, στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία η χρήση της θα είναι υποχρεωτική και στην τάξη, αλλά μόνο μέχρι τα τέλη Αυγούστου.  Στις ΗΠΑ κάποιες Πολιτείες (όπως η Φιλαδέλφεια) ανοίγουν τα σχολεία με συνδυασμό δια ζώσης μαθημάτων και «εξ αποστάσεως».

Ας μας πουν οι αρμόδιοι, που εισηγήθηκαν το μέτρο της «μάσκας», τι θα γίνει στα σχολεία με όλους τους μαθητές την 7 η του
Σεπτεμβρίου; Θα τους κυνηγούν οι εκπαιδευτικοί για να ελέγξουν αν θα φορούν όλοι τις μάσκες τους; Θα ελέγχουν συνέχεια αν βάζουν τα χέρια τους πάνω στη μάσκα ή την κατεβάζουν στο πηγούνι ή αν παίρνει ο ένας του άλλου; Και τι θα γίνει με εκείνους τους μαθητές που έχουν άτομα στο περιβάλλον τους που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες; Πάλι θα μπορούν να απουσιάζουν με χαρτί γιατρού; Και θα κάνουν μαθήματα «εξ αποστάσεως;»

Το υπουργείο Παιδείας κινείται μια ακόμη φορά πρόχειρα σε περίοδο εθνικής ανάγκης. Και παρότι κινείται πρόχειρα κάνει δηλώσεις με απόλυτο τρόπο. Γιατί είναι προφανές ότι οι πολιτικές αυτές θα αλλάξουν μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου, καθώς κάθε μέρα έχουμε 200 νέα καταγεγραμμένα κρούσματα του κορωνοϊού (και πολλά ακόμη ασυμπτωματικά).

Μελέτη που δημοσιεύθηκε τις προηγούμενες ημέρες στο Lancet προέβλεψε ότι το άνοιγμα των σχολείων τον Σεπτέμβριο θα πρέπει να συνοδεύεται από εκτεταμένα τεστ για κρούσματα κορωνοϊού, καραντίνα και μέτρα ανίχνευσης επαφών, διαφορετικά είναι πιθανό να εμφανιστεί νέο κύμα, που θα κορυφωθεί τον Δεκέμβριο. Επειδή για τις βόλτες των παιδιών στις παιδικές χαρές που επικαλείται συχνά η υπουργός Παιδείας έχουν την ευθύνη οι γονείς τους, αλλά για την παρουσία και ασφάλεια τους στο σχολείο έχει ευθύνη το κράτος, καλείται η ηγεσία του να προβληματιστεί.

Μια πρόταση είναι: θερμομέτρηση και δειγματοληπτικά τεστ στα σχολεία (θα έπρεπε τα υπουργεία Παιδείας και Υγείας ήδη να έχουν ερευνήσει το θέμα των  φτηνών fast tests που αναπτύσσονται στο εξωτερικό), 10-12 παιδιά ανά τάξη ενδεχομένως πρωί-απόγευμα με συζήτηση για 6μηνη αναπροσαρμογή του ωραρίου των δημοσίων υπαλλήλων γονέων, μείωση κατά μια ή δυο ώρες των μαθημάτων και ένα νέο ευέλικτο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα καταρτίσει το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής προσαρμοσμένο στις ανάγκες της περιόδου, περισσότεροι αναπληρωτές καθηγητές, μάσκες όπου χρειάζονται με ευθύνη του κράτους (δεν πρόκειται για «προσωπικό είδος» που πρέπει να καλυφθεί από τους γονείς όπως δήλωσαν εκπρόσωποι του υπουργείου Παιδείας), ανά περίπτωση κλείσιμο σχολείων σε περίπτωση κρουσμάτων  και τηλεκπαίδευση στις περιπτώσεις αυτές.

Ας καταλήξουμε στο εξής: Οι μαθητές πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψουν στα σχολεία τους. Αλλά δεν πρέπει οι γονείς να νιώσουν άβολα και ανήσυχοι γι’ αυτό. Πρέπει να αισθανθούν ασφάλεια για τους σχεδιασμούς του κράτους. Και όσα ως σήμερα ακούσαμε δεν οδηγούν με κανένα τρόπο σ’ αυτό το συμπέρασμα…