Η συμφωνία για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών με την Ιταλία είναι μια μεγάλη επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης και του κ. Δένδια προσωπικά. Πετύχαμε εκεί που εδώ και χρόνια αποτυγχάναμε. Το κλειδί απ’ ό,τι φαίνεται ήταν η ρεαλιστική αντιμετώπιση του ζητήματος των δικαιωμάτων αλιείας των ιταλικών σκαφών. Και οι δύο χώρες βγαίνουν μακροπρόθεσμα κερδισμένες από τον συμβιβασμό σε σχέση με το σημερινό καθεστώς, αφού μπαίνει πλέον τάξη στην ανοικτή θάλασσα με βάση το διεθνές δίκαιο και την αμοιβαιότητα, ενώ δημιουργείται ευνοϊκό για εμάς προηγούμενο στην περιοχή μας.

Πιστεύω ότι η συμφωνία με την Ιταλία είναι εξίσου σημαντική για την εξωτερική μας πολιτική όσο και οι ανακοινώσεις πριν λίγες εβδομάδες της κυρίας Μέρκελ και του κ. Μακρόν για την κοινή αντιμετώπιση των οικονομικών ζημιών της πανδημίας. Αν περάσει από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η πρόταση της Επιτροπής για τo ταμείο της «Νέας Γενιάς ΕΕ», τότε η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση από κοινού, με ενωσιακούς πόρους που θα προέλθουν από κοινό δανεισμό. Είναι ένα πολύ σημαντικό νέο ξεκίνημα. Τα δύο αυτά γεγονότα μας θυμίζουν για άλλη μια φορά ότι η πιο σημαντική σχέση της Ελλάδας είναι με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Καμία άλλη σχέση δεν έχει την ίδια σημασία για εμάς, ούτε η σχέση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα, ούτε και φυσικά η σχέση με την Τουρκία. Το μέλλον μας εξαρτάται από την ΕΕ.

Αυτό δυστυχώς δεν έχει γίνει ακόμα κοινό κτήμα της εξωτερικής μας πολιτικής. Ισως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι η πλειοψηφία των έμπειρων στελεχών μας στο υπουργείο Εξωτερικών, καθοδηγούμενοι από όσα διδάχθηκαν από τις κρίσεις του ’80 και ’90, έχουν την προσοχή τους διαρκώς προς την Ανατολή.

Συχνά βλέπουμε, έτσι, αξιωματούχους της ελληνικής διπλωματίας να ασχολούνται με το πώς θα ακυρώσουν, ανασκευάσουν ή διεκτραγωδήσουν τις εκάστοτε διεκδικήσεις του κ. Ερντογάν ή τις δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων ή υποναυάρχων. Η διαρκής ενασχόληση με την Τουρκία δεν είναι όμως εξωτερική πολιτική.

Πρέπει να γνωρίζουμε τους γείτονές μας. Δεν εξαρτάται όμως το μέλλον μας από το αν θα ακυρώσουμε τις επιδιώξεις τους. Αυτή η διπλωματική υπερδιέγερση για την Τουρκία είναι τελικά αντιπαραγωγική. Η απειλή, που πράγματι αποτελεί η κυβέρνηση Ερντογάν για την ειρήνη στο Αιγαίο, δεν μπορεί να είναι η μόνη προτεραιότητα του υπουργείου Εξωτερικών.

Ποια είναι μια εναλλακτική εξωτερική πολιτική; Ως μέλος της ΕΕ και ως μια από τις παλαιότερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρώπης, της οποίας το κοινοβούλιο λειτουργεί από το 1844, ο ρόλος μας είναι να συνεισφέρουμε στην ευρωπαϊκή πολιτική με δημιουργικές και σοβαρές προτάσεις για τα πιο κεντρικά της ζητήματα, που απασχολούν τα κράτη-μέλη στο σύνολό τους.

Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συνεισφέρουμε λύσεις και προτάσεις για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η ΕΕ, στους θεσμούς της, στην ευρωζώνη, στο Μεταναστευτικό, αλλά και την προστασία της ΕΕ από τους εχθρούς της, είτε εντός ή εκτός των συνόρων, την προστασία του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, για την ειρήνη και πρόοδο στα Βαλκάνια, για την αντιμετώπιση των φορολογικών παραδείσων, για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και τέλος για την προστασία της βιοποικιλότητας.

Αυτές θα έπρεπε να είναι οι προτεραιότητες του υπουργείου Εξωτερικών, που θα έπρεπε αν ασκούνται παράλληλα με τη διαρκή προσέλκυση επενδύσεων και την προώθηση των ελληνικών εξαγωγών. Αυτά είναι για εμάς θέματα πρώτης προτεραιότητας. Εκεί πρέπει να είμαστε παρόντες και να επηρεάζουμε τις εξελίξεις.

Τα ωφελήματα ενός νέου ευρωπαϊκού προσανατολισμού της εξωτερικής μας πολιτικής αφορούν όμως τελικά και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από το 2012 η ΕΕ έχει μια κοινή πολιτική για τη θάλασσα – για όλες τις ευρωπαϊκές θάλασσες. Αυτή εστιάζεται στην αειφόρο ανάπτυξη των θαλασσών («γαλάζια ανάπτυξη»).

Η ΕΕ εξέδωσε Οδηγία το 2014 με βάση την οποία ζητά από τα κράτη-μέλη να εκδώσουν μέχρι τον Μάρτιο του 2021 «Θαλάσσια Χωροταξικά Σχέδια». Σε αυτά πρέπει να απεικονίζονται οι θαλάσσιες ζώνες μας, άρα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, όπου μπορούμε να προστατεύουμε το περιβάλλον, να ελέγχουμε την παράνομη αλιεία, και να τοποθετήσουμε υπεράκτια αιολικά πάρκα, οργανώνοντας όλες τις σχετικές δραστηριότητες με ενιαίο τρόπο, μετά από διαβούλευση και με διαφάνεια, νομιμότητα και εμπιστοσύνη.

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι από δική μας ολιγωρία δεν θα έχουμε τέτοια σχέδια όταν εκπνεύσει η προθεσμία σε λιγότερο από έναν χρόνο. Αν όμως οι κυβερνήσεις μας έδειχναν την ίδια ευαισθησία για το περιβάλλον όπως οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, θα κοιτάζαμε να οριστικοποιήσουμε τις θαλάσσιες ζώνες μας με Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν στη Μεσόγειο για Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία και Κροατία, και όπως μας ζητούν οι ειδικές επιστημονικές επιτροπές της ΕΕ. Τα θέματα αυτά θα μπορούσαμε να δούμε έτσι σε κοινό βηματισμό με την υπόλοιπη Ευρώπη, όχι με σκοπό να μειώσουμε την Τουρκία αλλά με σκοπό να προστατεύσουμε τις θάλασσες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Είναι φυσιολογικό – και σωστό – ο πολιτικός κόσμος να ανταποκρίνεται στην ανησυχία που υπάρχει στην κοινή γνώμη για την Τουρκία. Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνεται σε βάρος των μακροπρόθεσμων οικονομικών και πολιτικών μας συμφερόντων. Η εξωτερική μας πολιτική δεν πρέπει να κοιτάζει μόνο προς Ανατολάς. Οπως πάντα στις καλύτερες στιγμές μας, πρέπει να κοιτάμε και προς τη Δύση, τον Βορρά και τον Νότο.

Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.