Οταν άνοιξε η συζήτηση για τις εφαρμογές ιχνηλάτησης επαφών στις αρχές Μαρτίου, φάνταζαν το ιδανικό εργαλείο ανάκτησης μιας νέας κανονικότητας. Με την κρίση στην Ευρώπη να κορυφώνεται και τα πρώτα contact-tracing apps να κάνουν την εμφάνισή τους σε Σιγκαπούρη, Ισραήλ, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν, ο κίνδυνος για την ιδιωτικότητα έγινε ορατός. Η προσπάθεια χάραξης ενιαίας ευρωπαϊκής γραμμής που θα διασφαλίζει την προστασία της δημόσιας υγείας και της ιδιωτικής ζωής ξεκίνησε, αλλά σχεδόν αμέσως εκτροχιάστηκε. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις και το πρόταγμα – για ακόμα μία φορά – των εθνικών πολιτικών δημιούργησαν χάσμα, δικαιώνοντας όσους βλέπουν έλλειμμα ηγεσίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η συζήτηση για τη μετά COVID-19 κανονικότητα στην Ευρώπη έχει ως επί το πλείστον μετατοπιστεί στο debate για την ψηφιακή ιχνηλάτηση επαφών, παρά σε μια ολοκληρωμένη θεώρηση της επανεκκίνησης, τη στιγμή που θέματα όπως η τηλεργασία, η τηλεκπαίδευση και η θεσμική τους θωράκιση παραμένουν ανοιχτά. Η στρατηγική της ΕΕ έχει στο επίκεντρο τα ανωνυμοποιημένα δεδομένα. Η Κομισιόν όμως περιορίστηκε σε συστάσεις για εθελοντική χρήση των apps ιχνηλάτησης. Ο ευρωπαίος επίτροπος Δικαιοσύνης Didier Reynders, απαντώντας σε ανησυχίες περί κρατικής παρακολούθησης, τόνισε ότι «οι εφαρμογές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο κατά τη διάρκεια της κρίσης και να απενεργοποιούνται μόλις τελειώσει η πανδημία».

Και όπως στην πρώτη φάση της κρίσης κάθε κράτος ακολούθησε δικό του μονοπάτι, το ίδιο αναμένεται να γίνει και τώρα, καθώς μέσα στον Ιούνιο τα κράτη-μέλη θα παρουσιάσουν τις εφαρμογές τους. Αυτό διεφάνη και στο πρόσφατο Συμβούλιο των Υπουργών Ψηφιακής Διακυβέρνησης της ΕΕ, το οποίο συγκλήθηκε με πρωτοβουλία του έλληνα υπουργού Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης κ. Κυριάκου Πιερρρακάκη.

Apple και Google κάνουν παιχνίδι

Η μεγάλη ανατροπή έγινε όταν, στα μέσα Απριλίου, οι τεχνολογικοί κολοσσοί Apple και Google ανακοίνωσαν ότι ξεκινούν τη δική τους πλατφόρμα που στηρίζεται σε μια αποκεντρωμένη (decentralised) προσέγγιση διαχείρισης των δεδομένων. Εκ διαμέτρου αντίθετη με την κατεύθυνση Γαλλίας και Γερμανίας που ήθελαν η διαχείριση να γίνεται από κρατική αρχή. Και ενώ η Γαλλία έμεινε πιστή στον κεντρικό έλεγχο, η Γερμανία άλλαξε γρήγορα στρατόπεδο ανεβαίνοντας στο άρμα των δύο εταιρειών, ενώ η Βρετανία έμεινε στο μεταίχμιο αναπτύσσοντας δικό της centralised app χωρίς να κλείνει την πόρτα και στους δύο μεγάλους.

Η γαλλική προσέγγιση ξεσήκωσε σκληρό εσωτερικό debate, με πολλούς να ανησυχούν ότι η Γαλλία μετατρέπεται σε κράτος επιτήρησης. Οι αντιδράσεις για την εφαρμογή StopCovid οδήγησαν σε διάσπαση τη συμπολίτευση στερώντας στον Μακρόν την απόλυτη πλειοψηφία. Ο αρμόδιος υπουργός Σεντρίκ Ο αναγκάστηκε να διαβεβαιώσει ότι πρόκειται για μια 100% γαλλική έμπνευση, που δεν σχετίζεται και δεν συνδέεται με τους διεθνείς γίγαντες.

Οι δύο σχολές και η Ελλάδα

Οι δύο ευρωπαϊκές προσεγγίσεις στηρίζονται στην τεχνολογία Bluetooth. Ωστόσο στην decentralised τα δεδομένα γεωεντοπισμού δεν μεταφέρονται σε κάποια βάση αλλά παραμένουν στο smartphone μας. Εάν ο χρήστης διαγνωστεί θετικός στον κορωνοϊό, εφόσον το επιθυμεί, πατάει το κουμπί ενεργοποιώντας ανώνυμα το «αλέρτ» στις συσκευές όσων προσέγγισε.

Γρίφο αποτελεί ο προσδιορισμός της χρονικής διάρκειας και της απόστασης στην οποία πρέπει να έχουν βρεθεί δύο συσκευές για να χτυπήσει συναγερμός, προκειμένου να μη δημιουργείται πανικός κάθε φορά που κάποιος πατάει το κουμπί. Με την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων applications να μην έχει αποδειχθεί, αυτά ποικίλλουν από 15 ως 30 λεπτά και από 1,5 ως 2 μέτρα αντίστοιχα. Επίσης, πώς θα αποφευχθεί να «χτυπήσει» συναγερμός σε κάποιον που βρίσκεται σε διπλανό δωμάτιο ή και σε άλλον όροφο; Ακόμα, πώς θα αποκλειστεί το ενδεχόμενο πολλαπλών «false alarm», ακόμα και από επίδοξους φαρσέρ;

Στο πεδίο των applications, βάσει των διεθνώς διαθέσιμων επιλογών, το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης ήδη αναπτύσσει τον δικό του σχεδιασμό, ο οποίος θα πρέπει να εναρμονιστεί στις υγειονομικές ανάγκες. «Πράγματι ετοιμάζουμε κάτι τέτοιο. Οι τεχνολογίες ιχνηλάτησης ακόμη δοκιμάζονται ως προς την ακρίβεια και εάν είναι χρηστικές. Θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι δουλεύουν καλά και μπορεί ο κόσμος να τις αγκαλιάσει όπως άλλες μας πρωτοβουλίες. Εάν πειστούμε, θα προχωρήσουμε» δήλωσε πρόσφατα ο κ. Πιερρακάκης.

Ενα κέντρο υψηλής ψηφιακής τεχνολογίας στη Θεσσαλονίκη

Το εργαστήριο της Pfizer είναι ένα από τα τρία που αναπτύσσει η εταιρεία σε όλον τον κόσμο και θα προσφέρει πάνω από 200 θέσεις εργασίας υψηλών δεξιοτήτων

Στις αρχές Φεβρουαρίου η Pfizer Hellas είχε προγραμματίσει την εκκίνηση της επένδυσής της στη Θεσσαλονίκη. Η νόσος COVID-19 όμως «πάγωσε» τα σχέδια και μόλις πριν από λίγες ημέρες πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες πέντε προσλήψεις. Το εργαστήριο αυτό αποτελεί τμήμα ενός παγκόσμιου δικτύου ψηφιακών εργαστηριακών κέντρων (digital hubs) της εταιρείας και θα γίνει έδρα υψηλής ψηφιακής τεχνολογίας και εξειδίκευσης, όπως η τεχνητή νοημοσύνη (Artificial Intelligence) και η ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων (Big Data/Analytics). Η επένδυση αυτή συμπίπτει με τη συμπλήρωση 60 χρόνων της Pfizer – ιδρύθηκε τον Μάιο του 1960 – στην Ελλάδα και το εργαστήριο της Θεσσαλονίκης είναι ένα από τα τρία που αναπτύσσει η εταιρεία σε όλον τον κόσμο. Τα άλλα δύο βρίσκονται στις ΗΠΑ και στη Βρετανία.

Ενας από τους λόγους που επελέγη η Ελλάδα είναι ο μεγάλος αριθμός εξειδικευμένων και ταλαντούχων ανθρώπων στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας. Η Pfizer σχεδιάζει να συνεργαστεί με πανεπιστήμια και τοπικά κέντρα ανάπτυξης νέων τεχνολογιών, ώστε να δημιουργήσει στη Θεσσαλονίκη μια ομάδα παγκοσμίου επιπέδου, προσφέροντας πάνω από 200 θέσεις εργασίας υψηλών δεξιοτήτων. Το ενδιαφέρον είναι ήδη πολύ μεγάλο, καθώς για τις πρώτες 40 θέσεις που προκηρύχθηκαν κατατέθηκαν πάνω από 1.000 βιογραφικά και το 40% των ενδιαφερομένων είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου σπουδών, ενώ αρκετοί είναι νέοι επιστήμονες που έφυγαν στο εξωτερικό στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.

Ενα μεγάλο κομμάτι του παραγόμενου προϊόντος θα εστιάζεται σε εξειδικευμένες ανάγκες της Pfizer σε ό,τι αφορά την έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή φαρμάκων. Στόχος όμως, όπως διευκρινίζει η εταιρεία, είναι το συγκεκριμένο κέντρο να αποτελέσει μέρος ενός ευρύτερου οικοσυστήματος για τη βελτίωση της φροντίδας υγείας. Να είναι δηλαδή ένα ανοιχτό κέντρο σε ασθενείς, επαγγελματίες υγείας, ερευνητές, και στο κράτος. Θα μπορούσε, π.χ., να υπάρξει συνεργασία του κέντρου της Θεσσαλονίκης με έλληνες ασθενείς και ερευνητές για την ανάπτυξη ψηφιακών εργαλείων, τα οποία θα επέτρεπαν σε ασθενείς να συμμετέχουν από το σπίτι τους σε κλινικές μελέτες. Οι έρευνες αυτές θα βοηθήσουν στη θωράκιση της χώρας μας απέναντι σε μελλοντικές υγειονομικές κρίσεις.

Στη Γερμανία θεωρείται ότι η ψηφιακή υγεία συνέβαλε σημαντικά στην αποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του Health Innovation Hub της Γερμανίας, πριν από ενάμιση χρόνο ξεκίνησε στη χώρα του μια διαδικασία για ένα πιο καινοτόμο οικοσύστημα στη φροντίδα υγείας, στο πλαίσιο του οποίου αναπτύχθηκαν ψηφιακές υποδομές και λύσεις για τους ασθενείς, που φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες την περίοδο της πανδημίας: ψηφιακές πλατφόρμες αλληλεπίδρασης γιατρού-ασθενούς, ψηφιακή εφαρμογή για την αξιόπιστη καθοδήγηση ασθενών με βάση τη συμπτωματολογία τους (COVID-19 ή απλό κρυολόγημα;), σύστημα ηλεκτρονικής καταγραφής των κρουσμάτων. Επίσης η πανδημία ανέδειξε τη σημασία της ρομποτικής επικουρικά στη φροντίδα υγείας. Στη Μαλαισία δοκιμάστηκε στους θαλάμους νοσηλείας COVID-19 το Medibot, ένα ρομπότ μέσα από το οποίο οι ασθενείς μπορούσαν να επικοινωνούν με τον γιατρό τους, μέσω κάμερας, ή να γίνεται εξ αποστάσεως θερμομέτρηση, μειώνοντας τον κίνδυνο μόλυνσης ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.