Ανήσυχο πνεύμα, τραγουδίστρια και δημιουργός ενεργή και δραστήρια, η Δήμητρα Γαλάνη πέρασε την περίοδο της κοινωνικής αποστασιοποίησης σε απομόνωση στο σπίτι της διαβάζοντας και βλέποντας ταινίες και θέατρο. Στο «Βήμα» μίλησε – μέσω Skype φυσικά – για τη θέση των καλλιτεχνών στην Ελλάδα σήμερα και για την αναντικατάστατη αίσθηση του χειροκροτήματος.

Κυρία Γαλάνη, ας ξεκινήσουμε από μια ελπιδοφόρα πρόσφατη είδηση. Την ανεξάρτητη λειτουργία δηλαδή του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων Εργων Μουσικής υπό τη γενική διεύθυνση της Λούκας Κατσέλη.

 

«Ναι. Η κυρία Κατσέλη είναι ένα αξιόπιστο, σημαντικό πρόσωπο, μια πολύ σοβαρή οικονομολόγος. Αποτελεί καλό χαρτί για εμάς. Αυτό που έχει ωστόσο επίσης τεράστια σημασία στο θέμα της συλλογικής διαχείρισης είναι η σύμπνοια. Θα πρέπει να είμαστε ενωμένοι, να βάλουμε στην άκρη εστετισμούς και διαχωρισμούς με ασήμαντη αφορμή. Μιλάμε για την επιβίωσή μας, για το εισόδημά μας. Μέσα από τους φορείς που μας εκπροσωπούν και σε συνεργασία με τις παγκόσμιες ομοσπονδίες μπορούμε να ορίσουμε και τις διεκδικήσεις μας στις διεθνείς πλατφόρμες. Διότι υπάρχει ένα παγκόσμιο ζήτημα: κάποιοι θέλουν να πλουτίζουν από το πνευματικό έργο ενώ οι δημιουργοί του παίρνουν ψιχία».

 

Στα καθ’ ημάς πάντως έχει γίνει φανερό από ορισμένες αντιδράσεις στις διεκδικήσεις των καλλιτεχνών πως ένα κομμάτι της κοινωνίας τούς θεωρεί χομπίστες.

«Θέλω να πιστεύω ότι έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν όλοι ότι και οι καλλιτέχνες είναι εργαζόμενοι που πρέπει να αμείβονται για τη δουλειά τους. Επικρατούσε μέχρι πρόσφατα η στρεβλή αντίληψη ότι όποιος είναι, για παράδειγμα, τραγουδιστής ή ηθοποιός έχει από κάπου λεφτά. Εχουν παίξει ολέθριο ρόλο και τα Μέσα. Παλιότερα όταν ήθελαν να χτυπήσουν κάποιον τραγουδιστή έλεγαν «ο τάδε παίρνει τόσα» αναφέροντας εκ του πονηρού ως αμοιβή του το μπάτζετ μιας ολόκληρης συναυλίας, από το οποίο πληρώνονται οι τεχνικοί, οι μουσικοί, τα γραφεία παραγωγής, τόσοι άνθρωποι. Πρέπει να γίνει σαφές ότι τα έργα των καλλιτεχνών, σε οποιονδήποτε τομέα κι αν αυτοί δραστηριοποιούνται, είναι αποτέλεσμα σκληρής εργασίας πολλών ανθρώπων. Γίνονται με πόνο, κόπο και μεγάλη επένδυση χρόνου και ενέργειας».

Τι περιμένετε από την πολιτεία;

«Επείγει το να λυθούν επιμέρους προβλήματα κυρίως όσον αφορά τους επαγγελματίες του χώρου μας που βρίσκονται κυριολεκτικά ξεκρέμαστοι, δεν έχουν να ταΐσουν τα παιδιά τους. Πρέπει ωστόσο γενικώς να καταλάβει το κράτος ότι οι καλλιτέχνες είναι η ψυχή και το αίμα του ελληνικού λαού, και να τους προστατέψει. Θα δώσω ένα παράδειγμα: η Γαλλία προστατεύει και προωθεί τη δική της πολιτιστική παραγωγή. Γιατί στην Ελλάδα δεν έχει γίνει ποτέ αυτό; Δημιουργώντας τις συνθήκες για την επιβίωση των ελλήνων δημιουργών, την ίδια στιγμή προστατεύουμε την ελληνική γλώσσα, που είναι ο μεγάλος θησαυρός του πολιτισμού μας».

Παρατηρούμε τελευταία ακραίες αντιδράσεις απέναντι σε δηλώσεις ή κινήσεις καλλιτεχνών. Πώς το κρίνετε αυτό; 

«Είναι μια αμαρτία της φυλής μας αυτή, αντιδρούμε συχνά με πολύ παρορμητικό τρόπο. Εμένα δεν μου αρέσει η ανθρωποφαγία, αφήνει μια πικρή γεύση, είναι έξω από την ψυχοσύνθεση και την προσωπικότητά μου. Με το Διαδίκτυο αισθάνομαι πως έχει γίνει κάποια παρεξήγηση, νομίζουν κάποιοι ότι δημιουργήθηκε για να τους δοθεί το βήμα να εκφράζουν την επιθετικότητά τους. Πάντως, αν δεν υπάρχουν οι βάσεις για διάλογο, ακόμη και η σιωπή μπορεί να αναδείξει τα πράγματα καλύτερα απ’ ό,τι οι φωνασκίες».

Εχετε υπάρξει αυτό που λέμε early adopter όσον αφορά την τεχνολογία. Σας προβληματίζει καθόλου η καλπάζουσα εξέλιξή της;

«Υπάρχουν δύο όψεις σε καθετί. Βλέπουμε, ας πούμε, σήμερα πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η σύγχρονη τεχνολογία στην έρευνα για τη θεραπεία ή την κατασκευή εμβολίου για τον κορωνοϊό. Υπάρχει και η άλλη πλευρά, όπως την περιγράφει ο θαυμάσιος Γιουβάλ Νώε Χαράρι στα βιβλία του, όπου λέει για τους αλγορίθμους και τον dataism, τη «θρησκεία των δεδομένων» όπως την ονομάζει. Αυτά τα πεδία ίσως χρειαστούν κάποια ρύθμιση, αλλιώς δεν θα μας βγουν σε καλό».

Ως δημιουργός θα μπορούσατε να αντλήσετε έμπνευση από αυτή την περίοδο; 

«Νομίζω πως ένας δημιουργός μια τέτοια κατάσταση πρώτα τη ζει, την καταγράφει, την επεξεργάζεται και μετά τη βγάζει στο έργο του. Και με τον έρωτα το ίδιο συμβαίνει: όταν είσαι πολύ ερωτευμένος δεν μπορείς να το μεταφέρεις αυτό στη μουσική σου, το κάνεις μετά, όταν έχεις ησυχάσει από το κύμα του».

Πρέπει δηλαδή να μεταβολιστούν πρώτα τα έντονα συναισθήματα προτού γίνουν τέχνη;

«Ακριβώς. Διότι το ζητούμενο είναι να προκύψει κάτι καθαρό, κάτι αληθινό, όχι κάτι εξεζητημένο. Αυτή είναι η συνεχής πάλη του δημιουργού».

Πώς περάσατε τη φάση #ΜένουμεΣπίτι;

«Οπως φαντάζομαι ότι την πέρασαν όλοι. Τις πρώτες μέρες ήμουν κολλημένη στην τηλεόραση προσπαθώντας να ενημερωθώ, είχα φοβηθεί. Κάποια στιγμή πήρα τις αποστάσεις μου γιατί συνειδητοποίησα ότι με επηρέαζε πολύ ψυχολογικά. Διάβασα και συνεχίζω να διαβάζω, είδα ταινίες που ήθελα καιρό να δω… Παρακολούθησα και θέατρο, τον «Σιρανό», για παράδειγμα, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, μια εκπληκτική παράσταση που δεν είχα προλάβει να τη δω όταν είχε παρουσιαστεί στο Εθνικό. Με αφορμή πάντως την πληθώρα τέτοιων επιλογών που ήταν διαθέσιμες αυτή την περίοδο, θα ήθελα να πω πως καλό είναι το υλικό μας να το περιποιούμαστε προτού το δείξουμε στον κόσμο. Πρέπει να βάζουμε τα καλά μας όταν είμαστε πάνω στη σκηνή, να λάμπουμε, να είμαστε έτοιμοι να υποδεχτούμε αυτούς για τους οποίους δουλέψαμε και έχουμε ανάγκη την αναγνώρισή τους».

 

Οταν δημοσιευτεί αυτή η συνέντευξη θα έχετε κάνει και μια διαδικτυακή συναυλία. Σας προκαλεί καθόλου αμηχανία αυτή η συνθήκη; 

«Μου φαίνεται απίστευτο που δεν θα ακούσω το χειροκρότημα. Αυτό είναι ένα τεράστιο κενό, δεν αντικαθίσταται. Θα κλείσω τα μάτια και θα ξέρω ότι θα είστε εκεί να με ακούτε, θα το φανταστώ, δεν θα νιώσω όμως το χειροκρότημα να με αγκαλιάζει. Υποπτεύομαι ότι θα είμαι πολύ αμήχανη. Παρ’ όλα αυτά, αισθάνομαι χαρά για τη δυνατότητα να έρθω σε επαφή με τον κόσμο, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες».

Μπορεί να υποκατασταθεί με κάτι η αίσθηση μιας ζωντανής εμφάνισης μπροστά στο κοινό;

«Οχι, το live είναι σαν ερωτική πράξη, ένα πάρε-δώσε που όσο ωριμάζει τόσο πιο μεστό και γοητευτικό γίνεται. Για αυτό και είναι τόσο δύσκολο να απαρνηθείς τη σκηνή. Πρέπει να έχεις πολύ γερά κρατήματα για να το καταφέρεις».