Οι τελευταίες αποφάσεις στη Σύνοδο Κορυφής απέφυγαν μέχρι στιγμής τη ρητή θέσπιση ευρω-ομολόγων, όμως αναμένεται να οριστικοποιηθεί στις 6 Μαΐου η ίδρυση του Ταμείου Ανόρθωσης για να χρηματοδοτήσει τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε ύψος, έκταση και χρονικό βάθος εφάμιλλα του ιστορικού Σχεδίου Μάρσαλ.Οι εξελίξεις αυτές δρομολογήθηκαν μόνο αφού φάνηκε ότι το πλήγμα της πανδημίας σε όλες τις οικονομίες και τις κοινωνίες θα είναι τόσο βαθύ που θα προκαλέσει ρήγμα στην Ενιαία Αγορά και θα απειλήσει την ύπαρξη της ίδιας της Ενωσης. Εκ του λόγου και μόνο που δημιουργήθηκε, είναι προφανές ότι ένα μέρος των κεφαλαίων θα αποζημιώσει όσους θα χάσουν τη δουλειά ή την επιχείρησή τους και ένα άλλο θα ενισχύσει τα δημόσια συστήματα υγείας για να αντεπεξέλθουν σε ανάλογες απειλές που μπορεί να τύχουν στο μέλλον.

Και οι δύο αυτές επιλογές θεωρούνται απολύτως απαραίτητες, αλλά είναι αμυντικές. Αποζημιώνουν αυτό που χάνεται χωρίς να παράγουν για να το αναπληρώσουν. Μας προστατεύουν από τον κίνδυνο, χωρίς να τον εξαλείφουν. Χρειάζεται το Ταμείο να θέσει πολύ πιο φιλόδοξους στόχους, όχι μόνο για την ανόρθωση των ευρωπαϊκών οικονομιών από την τρέχουσα κρίση, αλλά για την αναδιάρθρωσή τους ώστε να υπερβούν οριστικά τις παθογένειες και τις ανισορροπίες του παρελθόντος.

Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μια μείζων αναπτυξιακή παρέμβαση είναι από μακρού οφειλόμενη στην ευρωζώνη. Κανονικά έπρεπε να ήταν προαπαιτούμενο της ΟΝΕ έτσι ώστε οι εθνικές οικονομίες να λειτουργούσαν εντός μιας πραγματικής οικονομικής ένωσης με σύγχρονες υποδομές και μεγάλα έργα διασύνδεσης, όπως τα είχε οραματιστεί το περίφημο σχέδιο Ντελόρ που ουδέποτε υλοποιήθηκε. Μετά η προσδοκία ήταν ότι θα ξεκινούσε ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του κοινού νομίσματος, αλλά και τότε αναβλήθηκε γιατί ο υπέρτατος εχθρός ήταν ο πληθωρισμός και η ΕΚΤ πίστευε ότι αν γίνονταν πολλές δημόσιες επενδύσεις θα τον αναζωπύρωναν.  Η ευκαιρία επανήλθε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά και πάλι ματαιώθηκε από την εμμονή σε περιοριστικές πολιτικές που βύθισαν τις οικονομίες του Νότου σε ύφεση και στέρησαν πολλές χώρες του Βορρά από νέες επενδύσεις.

Ετσι φτάσαμε σήμερα να συνεχίζεται το χάσμα Βορρά – Νότου, ενώ η ευρωζώνη εξακολουθεί να έχει αναιμική ανάπτυξη και να χάνει διαρκώς έδαφος στην παγκόσμια οικονομία από τις αναδυόμενες χώρες. Και τώρα πρέπει να τα αντιμετωπίσει μέσα από την ύπουλη νέα ύφεση. Παρ’ όλα αυτά οι εξελίξεις λόγω της πανδημίας δεν θα είναι μονοδιάστατες, γιατί ναι μεν θα συμπιεστούν πολύ οι επιχειρήσεις και η απασχόληση, αλλά ταυτόχρονα αλλάζει και η αρχιτεκτονική του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν είναι με ποιον τρόπο μπορούν επιχειρήσεις και εργαζόμενοι όχι απλώς να διασωθούν αλλά να προετοιμαστούν εγκαίρως για να υλοποιήσουν το κατάλληλο σχέδιο προσαρμογής. Ας δούμε τις κυοφορούμενες αλλαγές και πώς αναμένεται να επηρεάσουν την ευρωπαϊκή οικονομία γενικά και την ελληνική ειδικότερα.

Φρένο στην παγκοσμιοποίηση

Καταρχήν, λόγω της πανδημίας  θα επέλθουν σημαντικές τομεακές και χωρικές ανακατατάξεις στο διεθνές εμπόριο. Ο όγκος των διεθνών συναλλαγών συνολικά θα μειωθεί και θα συμπιέσει τη δραστηριότητα σε όλες τις χώρες, τόσο λόγω της ύφεσης όσο και της έρπουσας αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Η καταβύθιση των τιμών πετρελαίου είναι μια πρώτη ένδειξη της καθοδικής τάσης και σύντομα θα ακολουθήσουν και άλλες πρώτες ύλες. Επειδή σύντομα οι αντιπαραθέσεις

θα συνοδευτούν και από εμπορικά αντίποινα, σημαντικό μέρος των διεθνών συναλλαγών θα μετατεθεί από την περιφέρεια ξανά προς το κέντρο, ενισχύοντας τις πιο συνεκτικές ζώνες εμπορίου.

Ετσι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα έχουν πλέον να εξάγουν τα περισσότερα προϊόντα τους στην ίδια την Ευρώπη παρά στην Απω Ανατολή. Προφανώς αυτό απαιτεί οι χώρες που τα εισάγουν να μην έχουν βυθιστεί στην ύφεση και αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την επείγουσα ανόρθωση της εσωτερικής τους ζήτησης, ώστε να επαναπροσανατολιστούν οι εξαγωγές. Αυτό όμως ενέχει τον κίνδυνο να επανεμφανιστούν οι ανισορροπίες στα ισοζύγια συναλλαγών που οδήγησαν στο χάσμα κέντρου-περιφέρειας και τελικά στις κρίσεις χρέους της ευρωζώνης. Για τον λόγο αυτόν, οι νότιες χώρες δεν πρέπει να δουν το Ταμείο μόνο σαν εκδοτήριο επιδομάτων για να αγοράζουν τα προϊόντα των Βορείων, αλλά ως μεγάλη ευκαιρία να γίνουν και οι δικές τους οικονομίες σύγχρονες και ανταγωνιστικές.

Δεύτερη μεγάλη αλλαγή θα σημειωθεί στη σύνθεση του διεθνούς εμπορίου. Για παράδειγμα, οι ξέφρενοι ρυθμοί ταξιδιών, τουρισμού, συνεδρίων και εξωτικής διασκέδασης θα ανακοπούν σημαντικά, τουλάχιστον για μερικά χρόνια. Πολλές σχετικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις θα συρρικνωθούν και μερικές ίσως δεν αντέξουν την καθίζηση που ήδη υπέστησαν. Από την άλλη, τα εμπορεύσιμα βιομηχανικά προϊόντα θα πληγούν λιγότερο από τις υπηρεσίες, επαναλαμβάνοντας το μοτίβο που είδαμε στην παγκόσμια κρίση του 2009. Ομως οι απαιτήσεις υγιεινής και ασφάλειας που θα επιβληθούν θα ανεβάσουν το κόστος παραγωγής και μεταφοράς, επιβαρύνοντας ασύμμετρα όσες χώρες βασίζονταν ως τώρα στην πρόχειρη εργασία και στην έλλειψη προδιαγραφών.

Συνενώσεις και
νέες τεχνολογίες

Σε αυτό το πεδίο, η Ελλάδα θα δοκιμαστεί περισσότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες επειδή είναι κυρίως οικονομία υπηρεσιών, οι περισσότερες των οποίων συναρτώνται άμεσα με τη διεθνή ζήτηση και επικεντρώνονται στον τουρισμό. Επιπλέον, κατά ένα μεγάλο μέρος παρέχονται από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που δύσκολα αντέχουν σε πίεση ρευστότητας και αλλαγές στρατηγικής. Η παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων είναι ισχνή και έχει αποδυναμωθεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας της αποεπένδυσης που έγινε λόγω της κρίσης, της υπερφορολόγησης από τα μνημόνια και γενικά λόγω των εμποδίων που συναντά η βιομηχανία στην Ελλάδα.

Στην προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας τρεις επιλογές πρέπει να υιοθετηθούν:

Πρώτον, φορολογικά και αναπτυξιακά κίνητρα για δικτυώσεις, συμπράξεις και συγχωνεύσεις μικρών επιχειρήσεων. Μόνο έτσι μπορούν να αποκτήσουν ικανό μέγεθος παρουσίας στις διεθνείς αγορές, να οργανώσουν πιο γρήγορα τη μετάβαση σε νέες τεχνολογίες και να πετύχουν καλύτερους όρους ιδιωτικής ασφάλισης έναντι απρόβλεπτων κινδύνων, ώστε στο μέλλον να μην επωμίζεται τη διάσωσή τους μόνο ο φορολογούμενος.

Δεύτερον, με τη συστηματική στήριξη της μεταποίησης με νέες μεγάλες επενδύσεις, απρόσκοπτες χωροθετήσεις σε βιομηχανικές περιοχές και άμεση ενσωμάτωση τεχνολογιών και περιβαλλοντικών πρακτικών της λεγόμενης τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Μόνο με την ανασύνθεση προς όφελος της βιομηχανικής παραγωγής θα αυξηθούν τα ελληνικά μερίδια στις ξένες αγορές και θα μετριαστεί η έντονη περιδίνιση της οικονομίας μας σε κάθε διεθνή αναταραχή.

Τρίτον, οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες τηλεργασίας και δικτυακών συναλλαγών για να στεριώσουν στις εξωτερικές αγορές ακόμα και όταν άλλες μορφές φυσικής πρόσβασης και συμμετοχής εκλείπουν προσωρινά, όπως τώρα. Τηλεδιασκέψεις υπηρεσιών, συμβούλια στο zoom και ιστο-σεμινάρια (webinars) ξεπήδησαν μαζικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας και κατάφεραν να αναπληρώσουν σημαντικό μέρος δραστηριότητας που διαφορετικά θα χανόταν. Ακολουθούν τα επιχειρηματικά συνέδρια online και οι δικτυακές εκθέσεις. Η εξάπλωση αυτή πρέπει να συνεχιστεί και να γίνει μόνιμη.

Ανάλογες βελτιώσεις και αναβαθμίσεις έχουν γίνει στα δίκτυα διανομής προϊόντων, είτε για παραδόσεις κατ’ οίκον είτε στην αλυσίδα παραγωγής. Επόμενο βήμα είναι η περαιτέρω ανάπτυξη, όχι μόνο του ηλεκτρονικού εμπορίου αλλά γενικότερα του ηλεκτρονικού επιχειρείν, με δικτυακές πλατφόρμες οργάνωσης παραγωγής, εφοδιασμού αγορών και διενέργειας εταιρικών συμβάσεων. Για να περάσουν σε μια πιο ώριμη και ασφαλή φάση με διεθνείς προοπτικές, οι εφαρμογές αυτές πρέπει γρήγορα να εφοδιαστούν με αξιόπιστα πρωτόκολλα χρήσης που θα περιγράφουν τους κανόνες συμμετοχής, την προστασία δεδομένων συναλλαγής, καθώς και την κατοχύρωση του περιεχομένου ή προϊόντος.

Και οι τρεις επιλογές είναι ρεαλιστικές και πρέπει να αποτελέσουν αυστηρά κριτήρια των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανόρθωσης. Να ξέρουμε όμως ότι θα χρειαστεί να υπερνικήσουν όχι μόνο δεκαετίες παραμέλησης αλλά και τα άπειρα μικροσυμφέροντα που στο άψε-σβήσε ενώνονται για να καταπνίξουν κάθε σοβαρή προσπάθεια παραγωγικής και τεχνολογικής αναβάθμισης. Από την πανδημία κάποτε θα γλιτώσουμε. Αλλά από τα φαύλα ΚΕΚ που τσεπώνουν τις επιδοτήσεις και από τις στημένες τοπικές αντιδράσεις στις νέες επενδύσεις θα είναι πιο δύσκολο. Γιατί είναι και αυτά ανθεκτικά, όπως ο ιός, αλλά κολλάνε στο χρήμα πιο επίμονα.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.