Στην αρχή ήταν η διεκδίκηση για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου με το επιχείρημα ότι τα νησιά δεν έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα. Μετά ήλθε το Πρακτικό της Βέρνης που ουσιαστικά απαγόρευσε στην Ελλάδα να κάνει γεωτρήσεις στο Αιγαίο όσο θα διαρκούσαν οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για την επίλυση αυτής της διαφοράς, ενώ αναπτύχθηκε και η γνωστή απειλή του casus belli. Αργότερα, μετά τα περιώνυμα Ιμια, προβλήθηκε η νομικώς αστήρικτη θεωρία των γκρίζων ζωνών. Ακολούθησε ο (νομικά ορθός πάντως) ισχυρισμός ότι ο εναέριος χώρος πρέπει να ταυτίζεται με το εύρος των χωρικών υδάτων. Μετά ανακαλύφθηκαν οι υδρογονάνθρακες της Ανατολικής Μεσογείου και όλο αυτό το «παιχνίδι» διευρύνθηκε γεωγραφικά, με το πανέμορφο Καστελλόριζο να βρίσκεται στο επίκεντρο της διαμάχης. Και τώρα μετά το απαράδεκτο τουρκολυβικό σύμφωνο ήλθε η σειρά της Κρήτης.

Τι σημαίνουν όλα αυτά (και πολλά άλλα που λόγω περιορισμένου χώρου δεν μπορούν να αναφερθούν); Οτι όσο περνάει ο καιρός τόσο επιδεινώνεται εις βάρος της Ελλάδας η κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ενώ το ίδιο δυστυχώς ισχύει και για την ελληνοκυπριακή πλευρά στο Κυπριακό. Δεν θέλει λοιπόν και πολλή σκέψη για να γίνει αντιληπτό ότι έφθασε η στιγμή η αρνητική για τη χώρα μας αυτή πορεία να σταματήσει. Για την επίλυση των διεθνών διαφορών δεν υπάρχουν και πολλοί τρόποι. Είτε κάνεις πόλεμο και αντιμετωπίζεις τις γνωστές από μια παρόμοια ενέργεια επιπτώσεις. Είτε προχωρείς σε διμερείς διαπραγματεύσεις, πράγμα όμως το οποίο έχει ήδη γίνει χωρίς να έχει προκύψει αποτέλεσμα. Ή προσφεύγεις από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, γνωρίζοντας όμως ότι εκεί δεν θα δικαιωθείς απόλυτα. Διότι είτε μας αρέσει είτε όχι, δυστυχώς δεν έχουμε σε όλα δίκιο, όπως θέλουμε να πιστεύουμε.

Οπως όμως έχουν τώρα τα πράγματα (και με τις άλλες επιλογές να οδηγούν είτε σε αδιέξοδο είτε σε επικίνδυνη περιπέτεια) άλλη λύση από τη Χάγη δεν υπάρχει. Και γι’ αυτό έχει ξεσπάσει όλος αυτός ο καβγάς για το αν θα πρέπει να πάμε, καθώς η Τουρκία θέτει και μια σειρά άλλων θεμάτων πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Αν όμως αποφασίσουμε να πάμε, η συζήτηση για το περιεχόμενο της προσφυγής θα γίνει κατά τη σύνταξη του περιώνυμου συνυποσχετικού, όπου αναμένεται σκληρή μάχη, με το ενδεχόμενο η όλη προσπάθεια να αποτύχει. Αλλά τουλάχιστον θα έχει ανοίξει μια διέξοδος στο σημερινό επικίνδυνο αδιέξοδο. Το καίριο όμως ερώτημα είναι αν είμαστε πραγματικά έτοιμοι να οδηγηθούμε σε έναν αναγκαίο αλλά έντιμο συμβιβασμό, που όλη αυτή η διαδικασία προϋποθέτει, μακριά από τις ανώφελες εθνικολαϊκιστικές ρητορείες.