Ξεκινώντας από τα κρούσματα πολιτικής ασυναρτησίας που εύκολα θα διαπιστώσει κάποιος είτε στην Ελλάδα, είτε παγκοσμίως, εκδηλώνεται πολύ συχνά πλέον η αδυναμία να δοθούν εξηγήσεις και λύσεις σε πολλά και επείγοντα ζητήματα.

Προσφυγικό, κυριαρχία του λαϊκισμού, περιφερειακές συγκρούσεις, σχέσεις και συσχετισμοί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, η διαχείριση μίας κρίσης όπως αυτή που ξέσπασε με τον κορωνοϊό, η φυσιογνωμία και η ταυτότητα της Ευρώπης, η αδυναμία εξεύρεσης πολιτικών λύσεων σε φλέγοντα προβλήματα, είναι μερικά από τα θέματα τα οποία σήμερα πολύ δυσκολότερα ερμηνεύονται σε σχέση με το παρελθόν.

Οι αναλύσεις, οι θεωρίες και οι προσεγγίσεις για όλα αυτά τα φαινόμενα, τις πολιτικές και τις κοινωνικές τους συνέπειες και επιπτώσεις ποικίλουν και διαφέρουν.

Κατά μία έννοια η αρχή της περιόδου που διανύουμε θα μπορούσε να εντοπιστεί στην παρεξηγημένη, αλλά και μάλλον πρόχειρη θεωρία περί του τέλους της Ιστορίας, πριν από περίπου 30 χρόνια.

Ή κατά μία άλλη έννοια, έχει περιγραφεί εύστοχα και σχεδόν προφητικά στην Σύγκρουση των Πολιτισμών, λίγα χρόνια αργότερα.

Παρά ταύτα, μοιάζει τα εργαλεία της εποχής να μην επαρκούν για την πλήρη και διεξοδική ανάλυση του το συμβαίνει στον κόσμο και το πώς εκφράζεται αυτό στο πολιτικό πεδίο.

Συζητούμε για πολιτικές και άλλες ταυτότητες με όρους και στερεότυπα τα οποία είναι φανερό ότι δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα της εποχής. Αριστερά, Δεξιά, Φιλελευθερισμός, Φασισμός, Λαϊκισμός, Εθνικισμός, όλα είναι έννοιες που φαίνεται ότι θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν ή να γίνει μία αντιστοίχισή τους στα πραγματικά δεδομένα της περιόδου.

Σε μία πρόσφατη συνέντευξή της στους Financial Times η Πολωνή νομπελίστρια του 2018 Ολγα Τόκαρτσουκ επιχειρεί να δώσει την δική της ερμηνεία στις επιπτώσεις της αβεβαιότητας και του φόβου της εποχής μας. Κατά τα όσα λέει, η προσεχής 10ετία ενδέχεται να χαρακτηριστεί από μία συνεχή αυξομείωση της νοσταλγίας για τα εθνικά κράτη, την οποία θα εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές. Υποστηρίζει όμως ότι πρόκειται για μία αναχρονιστική προσέγγιση και ότι δεν αντιλαμβανόμαστε πλέον με αυτόν τον τρόπο την ταυτότητα μας. Υπό αυτό το πρίσμα, υποστηρίζει και ότι οι πολίτες σήμερα δεν μπορούν να ζήσουν με μία ταυτότητα, ο καθένας έχει πολλές και είναι ρευστές.

Στον βαθμό κατά τον οποίο μία τέτοια αντίληψη και θεωρία έχει βάση και ευσταθεί, δεν γίνεται κανείς σοφότερος. Πρόκειται απλώς για μία προσπάθεια ερμηνείας της παγκόσμιας ρευστότητας με επίκληση της ίδιας της ρευστότητας.

Πιθανώς να είναι όμως και μία ρεαλιστική προσέγγιση του τι συμβαίνει στον κόσμο σήμερα και για ποιον λόγο δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη. Το είδαμε τα τελευταία χρόνια με πολύ χαρακτηριστικό και επώδυνο τρόπο στην χώρα μας. Το βλέπουμε ακόμη και σήμερα, καθώς πολιτικές δυνάμεις υποτίθεται προοδευτικές, έχοντας αποτύχει στην εξεύρεση «προοδευτικών» λύσεων σε μιά σειρά προβλήματα, συνεχίζουν να «πετούν πέτρες» και να ασκούν φτηνή κριτική. Το προσφυγικό είναι μία χαρακτηριστική περίπτωση, τα εθνικά θέματα είναι μία άλλη.

Είναι δεδομένο ότι ζούμε σε μία μεταβατική περίοδο, δίχως να βλέπουμε τι ακολουθεί. Εχουν υπάρξει και άλλες αντίστοιχες στο παρελθόν που οδήγησαν σε καταστροφές. Με την διαφορά ότι στις αντίστοιχες περιόδους των προηγούμενων δεκαετιών, η αδυναμία εξήγησης και ερμηνείας δεν ήταν τόσο προφανείς όσο σήμερα.

Αν κάποιος λάβει υπόψη του τα όσα λέει και εκφράζει η Τόκαρτσουκ, καταλήγει σε κάτι που ίσως περιγράφει την εικόνα: οι πολλαπλές και ρευστές «ταυτότητες» εν τέλει διαμορφώνουν μία ολόκληρη εποχή δίχως καμία ταυτότητα.

Είναι μία εξήγηση, αλλά δεν προσφέρει καμία λύση. Πώς θα προκύψει αυτή; Μόνον αφότου όλο αυτό το νεφέλωμα της περιόδου εκτονωθεί σε μία κρίση, την οποία δεν έχουμε ακόμη φανταστεί.