Ήταν η μεγάλη προσπάθεια του Μπαράκ Ομπάμα, έστω και εάν στην πράξη έκανε το ακριβώς αντίθετο, αλλά και η προεκλογική υπόσχεση του Ντόναλντ Τραμπ. Αναφερόμαστε στην αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που σχεδιάστηκε ως μια θριαμβευτική προσπάθεια να εμπεδωθεί η οικονομία της αγοράς και μια νέα δημοκρατική συνθήκη, εξελίχτηκε, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ιράκ, σε μια παρατεταμένη πολεμική εμπλοκή και μια συνεχή αιμορραγία για τις ΗΠΑ, τόσο οικονομική όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό.

Το ίδιο έγινε και σε σχέση με το Αφγανιστάν, όπου σχεδόν δυο δεκαετίες μετά την πρώτη – και φαινομενικά θριαμβευτική…- αμερικανική πολεμική επιχείρηση – και μάλιστα με μια ιδιότυπη νομιμοποίηση από τη «διεθνή κοινότητα» εξαιτίας του σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου – η ιστορία δείχνει να ολοκληρώνει έναν μάλλον ειρωνικό κύκλο, εάν αναλογιστούμε ότι πλέον είναι σε εξέλιξη μια δύσκολη, αλλά ενεργή διαπραγμάτευση ανάμεσα στην αμερικανική κυβέρνηση και τους Ταλιμπάν.

Αντίστοιχα μπορούμε να δούμε και την αμερικανική παρουσία στη Συρία. Οι ΗΠΑ εκεί αρνήθηκαν εξαρχής την πλήρη εμπλοκή στη σύγκρουση, πέραν της αναγκαστικής προσπάθειας να αποτρέψουν τον ενδεχόμενο παγίωσης του Ισλαμικού Κράτους, προσπάθεια που σε μεγάλο βαθμό επέλεξαν να την κάνουν μέσω των πολύ αποτελεσματικότερων μαχητών των κουρδικών πολιτοφυλακών στις οποίες προσέφεραν διάφορες μορφές υποστήριξης. Το αποτέλεσμα ήταν εν μέσω της κλιμάκωσης αυτού που έχει περιγραφεί ως ο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» οι ΗΠΑ να καταλήγουν να παραδέχονται ότι αναγκαστική τη συριακή κρίση θα τη διαχειριστούν η Ρωσία. Οι όποιες εναπομείνασες μικρο-επιδείξεις ισχύος, π.χ. σε σχέση με τη διαχείριση των πετρελαιοπηγών της Συρίας, δεν αναιρούν την πραγματικότητα μιας συντελεσθείσας εξόδου των ΗΠΑ από τη Συρία.

Ακόμη και στη Λιβύη και την πρόσφατη κλιμάκωση τόσο της εμφύλιας διαμάχης όσο και του διεθνούς ενδιαφέροντος, με αποκορύφωμα τη Σύνοδο του Βερολίνου για την κατάπαυση του πυρός, οι ΗΠΑ δεν έδειξαν να θέλουν να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Άλλωστε, η εμπειρία τους στη Λιβύη ήταν μάλλον τραυματική, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του αμερικανού πρεσβευτή το 2012. Καθόλου τυχαίο, επομένως, που οι ΗΠΑ, που διατηρούν επαφές και με τις δύο πλευρές της σύγκρουσης, άφησαν την πρωτοβουλία των κινήσεων σε άλλες χώρες, με την πιο μείζονα παρέμβασή τους να δείχνει να είναι μια έμμεση προτίμηση να είναι η Γερμανία και όχι η Ρωσία αυτή που θα αναδεικνυόταν ως η χώρα που θα μπορούσε να προωθήσει την υπόθεση της κατάπαυσης του πυρός.

Η διαρκής αναπροσαρμογή της αμερικανικής τακτικής

Όλα αυτά κατατείνουν όντως προς την εικόνα μιας Αμερικής που προσπαθεί να αναπροσαρμόσει την τακτική και την κίνησή τους και να απεγκλωβιστεί, έστω και εν μέρει από το κόστος αυτών των αντιπαραθέσεων.

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει μια έξοδο των ΗΠΑ. Γιατί υπάρχουν και άλλες κινήσεις. Η αντιπαράθεση με το Ιράν είναι πολύ χαρακτηριστική. Οι ΗΠΑ μπορεί να θέλουν να απεγκλωβιστούν από το κόστος της παραμονής στο Ιράκ, όμως την ίδια στιγμή φαίνεται ότι η αντιπαράθεση με το Ιράν και ο φόβος από την ανάδειξή του σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη, αποτελεί ένα στοιχείο που ενοποιεί τις διαφορετικές πτέρυγες των αμερικανικών διπλωματικών αλλά και στρατιωτικών κέντρων, κάτι που εκτός των άλλων μεταφράζεται και στην επιθυμία τους να μην δουν το Ιράκ να πέφτει πλήρως στην επιρροή του Ιράν. Την ίδια στιγμή πρέπει να χειριστούν την ίδια την κατάσταση στο Ιράκ, όπου παρότι ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων δεν επιθυμεί να η χώρα να γίνει ένας δορυφόρος του Ιράν, είναι επίσης σαφές ότι δεν επιθυμούν και τη συνεχιζόμενη αμερικανική παρουσία.

Η σημασία των επιδιώξεων των συμμάχων των ΗΠΑ

Ας μην ξεχνάμε ότι πέραν των όποιων σχεδιασμών των ίδιων των ΗΠΑ, υπάρχουν και οι επιδιώξεις των συμμάχων των ΗΠΑ, μια παράμετρος που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε. Ιδίως μετά τη σχετική ένταση στις σχέσεις με την Τουρκία για τις ΗΠΑ απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη σημασία οι άλλες χώρες στην περιοχή. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την ειδική βαρύτητα που έχουν ούτως ή άλλως για τις ΗΠΑ η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, χώρες που εκτός των άλλων είναι και από τους καλύτερους πελάτες των αμερικανικών οπλικών συστημάτων, αλλά και χώρες που διευκολύνουν συνολικά την αμερικανική παρουσία στην περιοχή.

Αντίστοιχα, το Ισραήλ, χώρα που έχει ως πυρήνα του σχεδιασμού του την αποτροπή της ισχυροποίησης του Ιράν – μιας χώρας που έχει υποστηρίξει τη μόνη δύναμη που πρόσφατα έχει αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις, δηλαδή τη Χεζμπολάχ – προφανώς και πιέζει για μια διατήρηση της αμερικανικής παρουσίας.

Ειδικά η αντίληψη που εκπροσωπεί ο Νετανιάχου στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υπονόμευση τα δυνατότητας να υπάρξουν στη Μέση Ανατολή κράτη που θα μπορούν να αμφισβητήσουν την ισχύ του Ισραήλ. Και εάν στη Συρία το Ισραήλ στηρίζεται στις εγγυήσεις που δείχνει να του προσφέρει η Ρωσία, δεν ισχύει το ίδιο για το Ιράν.

Όλα αυτά μπορούν να αποτελέσουν την εξήγηση πάνω στο γιατί σήμερα οι ΗΠΑ δείχνουν την ώρα που επιθυμούν τυπικά να απεμπλακούν από τη Μέση Ανατολή να επιστρέφουν σε αυτή και μάλιστα με μια επιθετική κίνηση όπως αυτή της εκτέλεσης του Σουλεϊμανί, ανεξαρτήτως της αμοιβαίας επιλογής για μη περαιτέρω κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το Ιράν.

Η διαρκής σημασία του Περσικού Κόλπου

Σε όλα αυτά προστίθεται και μια άλλη πάγια αμερικανική ανησυχία που δεν είναι άλλη από τη σημασία που διατηρεί ο Περσικός

Κόλπος για την παγκόσμια διακίνηση ενέργειας. Παρότι οι ΗΠΑ έχουν κάνει μεγάλη προσπάθεια να μειώσουν την εξάρτησή από ενεργειακές εισαγωγές, την ώρα μάλιστα που προσπαθούν να αυξήσουν και τις εξαγωγές τους, εντούτοις δεν επιθυμούν μια μείζονα διατάραξη των ενεργειακών ροών, ιδίως από τη στιγμή που έχει γίνει σαφές ότι το Ιράν μπορεί να παρακωλύσει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα στενά του Ορμούζ.

Η δυσκολία της απεμπλοκής

Αυτό τώρα γεννά και την ιδιαίτερα αντιφατική θέση των ΗΠΑ σε σχέση με την Μέση Ανατολή. Για μια σειρά από λόγους προφανώς και δεν μπορούν να απεμπλακούν, ιδίως εάν δούμε τον εντυπωσιακά πυκνό χάρτη των αμερικανικών βάσεων στην ευρύτερη περιοχή. Μια σειρά από χώρες με σαφήνεια τους πιέζουν για μεγαλύτερη εμπλοκή, την ώρα που είναι σαφές ότι οι ίδιες χώρες θα θεωρούσαν προβληματική την αμερικανική απεμπλοκή και την αντίστοιχη εκ νέου ενίσχυση του Ιράν.

Ωστόσο την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ παραμένουν αμήχανες ως προς το είδος της εμπλοκής. Η στρατηγική των κυρώσεων ως προλείανση για «αλλαγή καθεστώτος» έχει αποδειχτεί στην περίπτωση του Ιράν μάλλον αλυσιτελής, εάν αναλογιστούμε ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υπάρχουν αλλεπάλληλα εμπάργκο. Ακόμη και η πρόσφατη κρίση νομιμοποίησης που προκάλεσε το γεγονός της κατάρριψης του ουκρανικού επιβατικού αεροσκάφους, δεν δείχνει να είναι αρκετή για συνολικότερη αλλαγή, την ίδια στιγμή που η εχθρότητα απέναντι στις ΗΠΑ παραμένει ένα στοιχείο που συνέχει την Ιρανική κοινωνία σε βαθμό που ξεπερνά την όποια

απονομιμοποίηση του καθεστώτος. Υπάρχει βέβαια η προσπάθεια να μπουν ξανά και οι ευρωπαϊκές χώρες σε μια τροχιά κυρώσεων, μέσα από την επιλογή τους να μιλήσουν και αυτές για ενδεχόμενη παραβίαση των όρων της συμφωνίας για τα πυρηνικά από το Ιράν, όμως και πάλι δύσκολα αυτό θα οδηγήσει σε μια μείζονα ανατροπή. Ιδίως όταν το Ιράν θα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε είδους ρήγμα.

Το ανοιχτό στρατηγικό ερώτημα για τις ΗΠΑ

Όλα αυτά αναδεικνύουν και ένα συνολικότερο πρόβλημα για τις ΗΠΑ που είναι το σε ποια κατεύθυνση θα κατευθύνουν την προσπάθειά τους να απαντήσουν στις αμφισβητήσεις της πρωτοκαθεδρία τους.

Η λογική που θα έλεγε ότι κλείνουν τις επιμέρους περιφερειακές εμπλοκές για να επικεντρώσουν στον ανταγωνισμό με την Κίνα, δείχνει να προσκρούει όχι μόνο στις επιμέρους δεσμεύσεις που έχουν τοπικά αναλάβει και τις συμμαχίες που έχουν οικοδομήσει, αλλά και στη διαπίστωση ότι δεν είναι τόσο εύκολα να δουν τον ανταγωνισμό με την Κίνα ανεξάρτητα αφενός από την ανάδειξη ενός δυνητικού ευρασιατικού άξονα μέσα από την συμπόρευση της Ρωσίας και της Κίνας, αφετέρου μέσα από τον τρόπο που μπορούν δυνητικά να διασυνδεθούν οι διαφορετικές παραλλαγές αμφισβήτησης της τοπικής παρουσίας τους.

Αυτό ορίζει τον πυρήνα μιας ταλάντευσης από την οποία είναι πολύ δύσκολο να εξέλθουν.