Ο Ταγίπ Ερντογάν τα τελευταία χρόνια δεν έχει κρύψει τη φιλοδοξία του να αφήσει ένα ίχνος στην τουρκική ιστορία που να μην περιορίζεται απλώς στη μακρόχρονη πολιτική παρουσία του, αλλά και στη δυνατότητα του να ορίζει μια νέα εποχή στην τουρκική ιστορία. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδιάζει με βάση τις μεγάλες επετείους που τις ορίζει ως ορόσημα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το πώς έχει θέσει ως σημείο αναφοράς το 2023 και τα 100 χρόνια από τη διαμόρφωση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.

Από τη προβολές ισχύος στη διεκδίκηση ρόλου τοπικής υπερδύναμης

Η «αναθεωρητική» στροφή της Τουρκίας δεν ξεκίνησε προφανώς με τον Ερντογάν. Στην πραγματικότητα ήδη από τη δεκαετία του 1950 η Τουρκία έδειξε ότι θεωρούσε «πιεστικό» το πλαίσιο που είχε διαμορφώσει η Συνθήκη της Λωζάνης. Αυτό φάνηκε με την εξώθηση της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης. Αντίστοιχα, στο χειρισμό του Κυπριακού έδειξε ότι δεν θα ανεχόταν άλλες «υποχωρήσεις». Όμως, μέχρι τότε δεν αμφισβήτησε τον πυρήνα του πλαισίου που όριζε τις διμερείς σχέσεις.

Αυτό κυρίως θα γίνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 όταν θα αμφισβητήσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, τόσο αυτά που αφορούν την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12ν.μ. όσο και αυτά που αφορούν την υφαλοκρηπίδα. Από τότε η Τουρκία θα επιμένει σε μια «αναθεωρητική» γραμμή για αυτά τα ζητήματα, εφόσον θα επιμένει ότι δεν ισχύουν για την Ελλάδα ρητές προβλέψεις του διεθνούς δικαίου.

Οι κινήσεις αυτές θα αποτελούν ταυτόχρονα συγκεκριμένες απαιτήσεις αλλά και προβολές ισχύος. Αυτό αποτύπωνε μια βαθύτερη πεποίθηση ότι η Τουρκία ήταν με έναν τρόπο η αδικημένη του πλαισίου που διαμορφώθηκε από τη συνθήκη της Λωζάνης.

Αυτό σήμαινε ότι η Τουρκία διεκδικούσε να κάνει προβολές ισχύος, κυρίως στα ελληνοτουρκικά, σε μια προσπάθεια να κατοχυρώσει τα δικά της αιτήματα, παράλληλα με το πώς έβλεπε το ρόλο της εντός του «δυτικού» συνασπισμού και αργότερα την ευρωπαϊκή προοπτική. Άλλωστε, πέραν των διαφόρων εσωτερικών πολιτικών κρίσεων (συμπεριλαμβανομένων και πραξικοπημάτων) είχε να αντιμετωπίσει και το εσωτερικό ζήτημα της ένοπλης δράσης του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος.

Το αίτημα για μια Τουρκία που ταυτόχρονα θα διεκδικεί μια πορεία εκσυγχρονισμού αλλά και αναβάθμισης σε ρόλο περιφερειακής δύναμης θα αρχίσει να αρθρώνεται, με διάφορες μορφές ήδη από την εποχή Οζάλ. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ (αλλά και η αποδιάρθρωση της Γιουγκοσλαβίας) διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο και ταυτόχρονα την προοπτική είτε αξιοποίησης των μουσουλμανικών μειονοτήτων στα Βαλκάνια, είτε των κοινών στοιχείων ταυτότητας με χώρες της Κεντρικής Ασίας. Ταυτόχρονα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και συμπύκνωση τα Ίμια η Τουρκία θα κάνει ένα βήμα παραπέρα στα ελληνοτουρκικά διευρύνοντας τις διεκδικήσεις της μέσα από το σχήμα των «γκρίζων ζωνών».

Η εποχή Ερντογάν: από την ευρωπαϊκή προοπτική στο «στρατηγικό βάθος»

Ο ίδιος ο Ερντογάν, που θα έρθει στο προσκήνιο στο πλαίσιο της μεταβατικής (και από διάφορες πλευρές κρισιακής) δεκαετίας του 1990, θα διεκδικήσει αρχικά, περισσότερο από άλλους πολιτικούς την ευρωπαϊκή προοπτική. Αυτό αποτύπωνε και την εκτίμηση ότι οι θεσμικές τομές της όλης διαδικασίας θα διαμόρφωναν ένα πλαίσιο όπου το «βαθύ κράτος» και ο στρατός θα είχαν μικρότερο ρόλο. Όμως, η όλη διαδικασία θα βρεθεί σχετικά νωρίς σε ένα τέλμα.

Ταυτόχρονα, όμως, και ακριβώς επειδή η εκδοχή πολιτικού Ισλάμ που πρέσβευε δεν είχε τους περιορισμούς του Κεμαλισμού μπορούσε να διατυπώσει και ένα πιο συνολικό όραμα για μια Τουρκία που θα διεκδικεί ρόλο τοπικής υπερδύναμης. Αυτό είχε ήδη αποτυπωθεί στην έννοια του «στρατηγικού βάθους» που είχε διατυπώσει ο Αχμέτ Νταβούτογλου και ουσιαστικά υποστήριζε ότι η Τουρκία μπορεί να ξαναπιάσει το νήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διεκδικώντας ρόλο και προς την Ευρώπη και προς τα Βαλκάνια και προς την Κεντρική Ασία και προς τη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο είχαμε και τη ρήξη με παραδοσιακούς συμμάχους της Τουρκίας όπως το Ισραήλ.

Η κατεύθυνση αυτή, στηριζόταν από ένα σημείο και μετά σε ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης στηριγμένο στην κατανάλωση, στον κατασκευαστικό τομέα και σε μεγάλα έργα αλλά και σε χρηματοδοτικές ροές τόσο από τις διεθνείς αγορές όσο και από χώρες του Κόλπου όπως το Κατάρ.

Η συριακή εμπλοκή

Αυτή η νεοοθωμανική αλαζονεία του Ερντογάν θα δοκιμαστεί στη συριακή κρίση. Η Τουρκία θα δει την κινητοποιήσεις κατά του καθεστώτος Άσαντ ως ευκαιρία να αποκτήσει άλλης τάξης επιρροή στη Συρία.

Για ένα διάστημα θεωρεί ότι μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο σε ένα τόξο που θα εκπροσωπεί τη γραμμή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Θα εμπλακεί άμεσα, στηρίζοντας ανοιχτά μερίδες της ένοπλης συριακής (κατά βάση ισλαμιστικής) αντιπολίτευσης, προσφέροντας οπλισμό και λογιστική υποστήριξη.

Όμως, αυτό θα την εκθέσει στις ίδιες τις αντιφατικές εξελίξεις του συριακού εμφυλίου, αρχικά με το γεγονός ότι άλλες ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις (με την υποστήριξη άλλων χώρων του Κόλπου και κυρίως τη Σαουδική Αραβία) θα πάρουν το πάνω χέρι στην αντιπολίτευση και μετά με το γεγονός ότι σε αυτό το πλέγμα θα αναδυθεί το φαινόμενο του Ισλαμικού Κράτους. Αυτό με τη σειρά του και θα φέρει την Τουρκία αντιμέτωπη να «εισάγει» μέρος της βίας, αφετέρου θα οδηγήσει στην επιλογή των ΗΠΑ να στηριχτούν στις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής. Αυτό θα φέρει στην Τουρκία σε μια δύσκολη θέση όπου το σχέδιό της δεν θα έχει προχωρήσει και την ώρα που θα κλιμακώνει τις επιχειρήσεις κατά των Κούρδων στο εσωτερικό, στο εξωτερικό οι ΗΠΑ θα στηρίζουν την προοπτική μιας οιονεί κρατικής οντότητας στην βορειοανατολική Συρία, δίπλα στα τουρκικά σύνορα.

Το αποτέλεσμα θα είναι η Τουρκία, που είχε καταρρίψει ρωσικό αεροπλάνο στη μεγαλύτερη κρίση των ρωσοτουρκικών σχέσεων, θα αναγκαστεί να έχει μια ιδιότυπη συμπόρευση με τη Ρωσία για να αποφύγει τα χειρότερα και να διατηρήσει να έχει λόγο στην επόμενη μέρα στη Συρία.

Η επιμονή στις επιδείξεις ισχύος

Ένα χαρακτηριστικό της πολιτικής Ερντογάν είναι ότι ακόμη και στις στιγμές που αναγκάστηκε να κάνει damage control (πράγμα που εν πολλοίς συνέβη σε διάφορες στιγμές σε σχέση με τη συριακή κρίση), η λογική του ήταν να κάνει ακόμη περισσότερες προβολές ισχύος.

Αυτό έγινε ακόμη πιο έντονο μετά το πραξικόπημα του 2016. Η πεποίθηση ότι ένα μέρος των αμερικανικών υπηρεσιών είχε επίγνωση της όλης κίνησης, έκανε τον Ερντογάν να πιστέψει ότι η Τουρκία θα έπρεπε να διεκδικήσει ακόμη πιο αυτόνομο ρόλο. Ο τρόπος που επέμεινε στην προμήθεια των S-400 παρά τις αμερικανικές πιέσεις είναι ενδεικτικός.

Αυτό δεν ήταν άσχετο και με την προσπάθειά του να κατοχυρώσει τη θέση του στο εσωτερικό. Παρότι σε διάφορες στιγμές η αντιπολίτευση φάνηκε να κερδίζει από τη δυσαρέσκεια σε βάρος π.χ. του αυταρχισμού του, ο Ερντογάν μπορούσε να χρησιμοποιεί τον εθνικισμό ως συνεκτικό στοιχείο του κυβερνητικού συνασπισμού του αλλά και ως μοχλό για να δεσμεύει την αντιπολίτευση στις επιλογές του.

Αυτό φάνηκε και στο πώς χρησιμοποίησε στις κινήσεις στη Συρία με αποκορύφωμα την εισβολή στη Βορειοανατολική Συρία και τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας», αλλά και στο πώς όρισε τις διεκδικήσεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο γύρω από το αίτημα της «γαλάζιας πατρίδας» με αποκορύφωμα τη συμφωνία με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης.

Η αλαζονεία και τα όριά της

Ο Ερντογάν είναι ένας πολιτικός που κατεξοχήν όχι μόνο να κάνει προβολές ισχύος αλλά και να έχει μια ανάλογη ρητορική. Άλλωστε, θεωρεί ότι μπορεί να εκμεταλλεύεται την ικανότητά του να έχει απευθείας επικοινωνία με το ακροατήριό του. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορέσουν να ευοδωθούν οι σχεδιασμοί του.

Καταρχάς, υπάρχει πάντα το ανοιχτό ερώτημα για την τουρκική οικονομία. Παρότι απέφυγε τα χειρότερα είναι εμφανές ότι σωρεύονται προβλήματα και ορισμένα σημάδια, όπως η αύξηση της ανεργίας των νέων είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά για τη συνοχή του ακροατηρίου του.

Το προσφυγικό από διαπραγματευτικό χαρτί προς την Ευρώπη και στοιχείο άσκησης επιρροής (γύρω από την εικόνα μιας Τουρκίας που έδειξε αλληλεγγύη στον δοκιμαζόμενο συριακό λαό αρχίζει να γίνεται πηγή προβλημάτων με τις αντιδράσεις τμημάτων της τουρκικής κοινωνίας.

Νέα κόμματα εμφανίζονται που διεκδικούν τον ίδιο πολιτικού Ισλάμ, το ένα υπό τον ίδιο τον Αχμέτ Νταβούτογλου, το άλλο υπό τον Αλί Μπαμπατζάν (με την υποστήριξη και του Αμπντουλάχ Γκιουλ).

Την ίδια ώρα στη Συρία πήρε μικρότερη ζώνη ασφαλείας από αυτή που διεκδικούσε την ώρα που καλείται να διαχειριστεί και μέρος του προβλήματος, ιδίως σε σχέση με την Ιντλίμπ, ενώ δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορέσει να προχωρήσει όπως θα ήθελε στο σχέδιο μαζικής μετεγκατάστασης των προσφύγων σε συριακές περιοχές που θα επιλέξει η Τουρκία. Και παρότι μπόρεσε να οδηγήσει σε σημαντική αναδίπλωση τις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής στη Συρία, αυτό δεν σημαίνει ότι μεσοπρόθεσμα ξεμπέρδεψε με το κουρδικό ζήτημα εντός Τουρκίας, ιδίως εάν δούμε τις δημογραφικές τάσεις.

Επιπλέον, η διαφαινόμενη επαναπροσέγγιση ανάμεσα στο Κατάρ, ενός βασικού συμμάχου μέχρι τώρα της Τουρκίας, και της Σαουδικής Αραβίας διαμορφώνει ένα νέο συσχετισμό που μάλλον κάνει πιο δύσκολα τα πράγματα για τον Ερντογάν.

Αλλά σε σχέση με τη «γαλάζια πατρίδα», υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στις διακηρύξεις και το πραγματικό εύρος των πρωτοβουλιών. Έτσι, η συμφωνία με την κυβέρνηση της Λιβύης, μπορεί να διαμόρφωσε ένα τετελεσμένο, όμως δεν είναι καθόλου δεδομένο ποια τελική ισχύ θα έχει, ιδίως εάν συνεχιστεί η προέλαση των δυνάμεων του στρατηγού Χάφταρ. Επιπλέον, τυχόν κατίσχυση της πλευράς Χάφταρ θα φέρει την Τουρκία με την πλευρά των χαμένων σε μια χώρα ιδιαίτερη κρίσιμη, ενώ τα σχέδια δια στρατιωτική ενίσχυση της κυβέρνησης Σάρατζ θα την έφερνε σε τροχιά σύγκρουσης με τη Ρωσία, την κατεξοχήν δύναμη που εγγυάται τη σημερινή ισορροπία στη Συρία.

Ο Ερντογάν δείχνει να πιστεύει ότι με συνεχείς κινήσεις «φυγής προς τα εμπρός» και πρωτοβουλίες υψηλού ρίσκου θα μπορέσει να είναι διαρκώς ένα βήμα μπροστά. Όμως, ο κίνδυνος να προσκρούσει στα όρια της ίδιας του της αλαζονείας γίνεται όλο και πιο υπαρκτός.