Όταν ειρηνικοί διαδηλωτές ξεχύθηκαν στους δρόμους της ιρακινής πρωτεύουσας την περασμένη εβδομάδα αξιώνοντας τον τερματισμό της κυβερνητικής διαφθοράς και ζητώντας να βρεθεί λύση στο ζήτημα της ανεργίας και της έλλειψης βασικών υπηρεσιών και αγαθών, η κυβέρνηση της Βαγδάτης πιάστηκε εξ’ απήνης.

Η ιρακινή ηγεσία έκλεισε το διαδίκτυο, επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας, ανέπτυξε δυνάμεις ασφαλείας στους δρόμους, ανοίγοντας μάλιστα πυρ εναντίον των διαδηλωτών. Τουλάχιστον 100 άτομα σκοτώθηκαν και πάνω από 6.000 τραυματίστηκαν από αυτή την άγρια καταστολή μόνο μέσα σε μια εβδομάδα.

Οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας -στην διάρκεια των οποίων δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους της Βαγδάτης, του κεντρικού και νότιου Ιράκ- έρχονται να υπογραμμίσουν την απελπισία των πολιτών αλλά και τη μακροχρόνια ανικανότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που για τις οποίες έχει δεσμευτεί ουκ ολίγες φορές.

Ήταν επίσης μια υπενθύμιση ότι το Ιράκ το οποίο δεν γνώρισε κάποια εξέγερση τύπου Αραβικής Άνοιξης, διαθέτει στρατιωτικές δυνάμεις έτοιμες να αντιμετωπίσουν μεν την τρομοκρατία, αλλά όχι ικανές να ελέγξουν και να αντιμετωπίσουν μεγάλες μαζικές διαδηλώσεις.

“Βγήκα στους δρόμους για να ζητήσω μεταρρυθμίσεις στη χώρα μου και να βρω σωτηρία από τη μαφία που έχει κατακλέψει το Ιράκ και αντιμετωπίστηκα με τρόπο βίαιο από τις δυνάμεις ασφαλείας” ομολογεί ο Ιμπραΐμ Αχμέντ Γιουσούφ. Ο 34χρονος που μιλάει στους New York Times τραυματίστηκε στο λαιμό καθώς διαδήλωνε την Πλατεία Ταχρίρ της Βαγδάτης και προσθέτει: “Είμαστε ειρηνικοί διαδηλωτές αλλά οι δυνάμεις ασφαλείας μας αντιμετώπισαν με αγριότητα, σα να ήμασταν ζώα και όχι άνθρωποι που απαιτούν να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά τους”.

Οι ιρακινές αρχές προχώρησαν στην άρση της πολυήμερης απαγορευσης κυκλοφορίας το περασμένο Σάββατο που πολλοί αντικυβερνητικοί διαδηλωτές είχαν αγνοήσει. Οι βουλευτές συζήτησαν στη Βουλή τα αιτήματά τους και ανώτεροι αξιωματούχοι συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού και του προέδρου του κοινοβουλίου συναντήθηκαν μαζί τους. Ωστόσο τίποτα δεν επιλύθηκε. Έγινε σαφές ότι οι δυνάμεις καταστολής είχαν λάβει το ελεύθερο από την ηγεσία να κάνουν τα πάντα προκειμένου να σταματήσουν τις διαμαρτυρίες και η κυβέρνηση δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη να ανταποκριθεί στα αιτήματα των πολιτών της.

Κατά το παρελθόν πολλές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έχουν πραγματοποιηθεί στο Ιράκ και ορισμένες ήταν πιο βίαιες, όπως για παράδειγμα το 2016, όταν οργισμένα πλήθη είχαν εισβάλει στο Κοινοβούλιο ζητώντας και πάλι να μπει τέλος στη διαφθορά.

Αυτή τη φορά, ωστόσο, οι διαμαρτυρίες συνοδεύονται από μια ευρύτερη και βαθύτερη αίσθηση ανικανότητας από πλευράς της κυβέρνησης, ενώ αντλούν στήριξη από τη νεολαία, τους διανοούμενος αλλά και από ορισμένα πολιτικά κόμματα τα οποία επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Ενδημική διαφθορά, κατεστραμμένες υποδομές που δεν έχουν ανοικοδομηθεί μετά το πέρας του πολέμου με το Ισλαμικό Κράτος και ανεργία που καλπάζει, συνθέτουν ένα δυστοπικό σκηνικό στη χώρα. Παρά τα αυξημένα έσοδα της κυβέρνησης από το πετρέλαιο, τα χρήματα δεν διατίθενται για προγράμματα εργασίας ή τη βελτίωση υπηρεσιών ώστε να αλλάξουν προς το καλύτερο την καθημερινότητα των πολιτών.

Και όσο οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται, οι δυνάμεις καταστολής πυροβολούν στο ψαχνό για να διαλύσουν τα πλήθη, κάτι που δείχνει “ότι το σύστημα δεν είναι ικανό να αναμορφωθεί”, όπως δηλώνει χαρακτηριστικά η Ράντα Σλιμ, διευθύντρια για την επίλυση συγκρούσεων στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής, με έδρα την Ουάσινγκτον.

Τι μέλλει γενέσθαι; Κανένας δεν έχει την παραμικρή ιδέα, αναφέρουν αναλυτές. Παρά τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης του Αντέλ Αμντελ Μάχντι όπως επιδόματα για ανέργους, επιδοτούμενη στέγαση στα φτωχότερα στρώματα και εκπαιδευτικά προγράμματα για νέους, η κατάσταση παραμένει έκρυθμη. Η λαϊκή οργή δεν λέει να κοπάσει και την ίδια ώρα μεγάλη μερίδα βουλευτών καλεί την κυβέρνηση να παραιτηθεί.