Η ανισότητα των εισοδημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει φτάσει στο ανώτατο επίπεδό της από τότε που το Γραφείο Απογραφής ξεκίνησε να παρακολουθεί τα σχετικά στατιστικά πριν από πέντε δεκαετίες. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι τα ποσοστά φτώχειας και ανεργίας του έθνους βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Το χάσμα είναι πιο έντονο στις πλούσιες περιοχές κατά μήκος των δυο ακτών όπως η Νέα Υόρκη, το Κονέκτικατ, η Καλιφόρνια και η Ουάσιγκτον, καθώς και σε περιοχές με εκτεταμένη φτώχεια, όπως το Πουέρτο Ρίκο και η Λουιζιάνα. Η ανισότητα είναι χαμηλότερη στη Γιούτα, την Αλάσκα και την Αϊόβα.

Κι ενώ το έθνος βρίσκεται στη μέση της μακρύτερης οικονομικής του ανάπτυξης, εννέα Πολιτείες είδαν την ανισότητα να κορυφώνεται από το 2017 έως το 2018:Αλαμπάμα, Αρκάνσας, Καλιφόρνια, Κάνσας, Νεμπράσκα, Νιου Χάμσαϊρ, Νέο Μεξικό, Τέξας και Βιρτζίνια.

Ο δείκτης Gini μετρά την ανισοκατανομή του εισοδήματος. Το μηδέν αντιπροσωπεύει τη συνολική ισότητα και το 1 τη συνολική ανισότητα. Εδώ και αρκετές δεκαετίες όπως αναφέρει ρεπορτάζ της αμερικανικής Wahsington Post, ο δείκτης δείχνει να αυξάνεται με σταθερό ρυθμό. Όταν το Γραφείο Απογραφής άρχισε να μελετά την ανισότητα εισοδήματος το 1967, ο δείκτης Gini ήταν στο 0,397. Το 2018, ανέβηκε στο 0,485. Συγκριτικά, κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν είχε βαθμολογία μεγαλύτερη από το 0,38 το περασμένο έτος.

Ο ελάχιστος μισθός σε κάθε αμερικανική Πολιτεία ανερχόταν στα 7,25 δολάρια ημερησίως για περισσότερο από μια δεκαετία. Αυτός είναι ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους που διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών όπως δηλώνει στην εφημερίδα ο Μπράιελ Μπράιαν βοηθός καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Rice.

“Η ανισότητα θα αυξάνεται όσο οι άνθρωποι με μεγαλύτερα εισοδήματα βλέπουν να αυξάνεται ο πλούτος τους. Μια αναπτυσσόμενη οικονομία σημαίνει ότι οι άνθρωποι που έχουν υψηλότερο εισόδημα και κατέχουν κεφάλαια, είναι σε θέση να βλέπουν συνεχείς υψηλότερες αποδόσεις στα κεφάλαιά τους”.

Τα πρόσφατα οικονομικά οφέλη εργαζομένων με χαμηλό εισόδημα που έχουν βρει θέσεις εργασίας και επωφελήθηκαν από την αύξηση των κατώτατων μισθών σε πολλά κράτη, δεν έχουν αντισταθμίσει τη μακροχρόνια τάση των πλουσίων οι οποίοι, βλέπουν πολύ μεγαλύτερη αύξηση των εισοδημάτων από τους εργαζόμενους με χαμηλότερα εισοδήματα. Ο αριθμός των οικογενειών που κερδίζουν 15.000 δολάρια το χρόνο ή λιγότερο, έχει μειωθεί από το 2007, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της απογραφής, ενώ ο αριθμός των νοικοκυριών που κερδίζουν 250.000 δολάρια το χρόνο ή περισσότερο έχει αυξηθεί περισσότερο από 15 τοις εκατό.

Αν και το χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων διευρύνθηκε, το εισόδημα των μεσαίων νοικοκυριών έφτασε τα 63.000 δολάρια για πρώτη φορά. Ωστόσο, μετά την προσαρμογή του πληθωρισμού, είναι σχεδόν το ίδιο όπως ήταν πριν από 20 χρόνια.

Η άνοδος της ανισότητας ήταν ένα από τα βασικά θέματα στην προεκλογική εκστρατεία του 2020 για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών με υποψηφίους όπως ο Μπέρνι Σάντερς και η Ελίζαμπεθ
Γουόρεν να ζητούν την επιβολή φόρου περιουσίας. Την περασμένη εβδομάδα, ο Σάντερς παρουσίασε μια πρόταση σύμφωνα με την οποία θα επιβάλλεται φόρος ύψους 8 τοις εκατό στους πολύ εύπορους, κάτι που θα αποφέρει στα ταμεία σε βάθος δεκαετίας 4,35 τρισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με ανάλυση οικονομολόγων.

“Δεν θα πρέπει να υπάρχουν δισεκατομμυριούχοι” έγραψε ο Δημοκρατικός Γερουσιαστής του Βερμόντ στο Twitter ανακοινώνοντας το σχέδιό του: “Θα φορολογήσουμε τον ακραίο πλούτο τους και θα επενδύσουμε στους εργαζόμενους”.

Όπως συμπληρώνει ο Μπράιαν, η συστηματική ανισότητα είναι στην πραγματικότητα πιο έντονη στην ανώτερη βαθμίδα της οικονομικής κλίμακας, η οποία απαρτίζεται επί το πλείστον από λευκούς άνδρες: “Δεν πολυσυμπαθούμε τους διευθύνοντες συμβούλους αλλά αυτό που συμβαίνει στην κορυφή είναι πραγματικά ενδεικτικό των προβλημάτων που υπάρχουν σε όλο το σύστημα”.