Προφανώς και κανείς δεν περίμενε ότι η μετάβαση από τη θέση της κυβέρνησης σε αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα ήταν εύκολη για τον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως ακριβώς δεν ήταν και εύκολη η ίδια η πορεία της ανόδου στην κυβερνητική εξουσία.

Ωστόσο, η αμηχανία του Αλέξη Τσίπρα και των στελεχών και η δυσκολία στην άσκηση αντιπολιτευτικής πολιτικής ή ο τρόπος με τον οποίο στην εσωτερική του συζήτηση αναδεικνύονται δίπολα και αντιπαραθέσεις, παραπέμπει σε πιο βαθιά δομικά προβλήματα που έχουν να κάνουν με το πώς βλέπει τον ίδιον τον ρόλο που διεκδίκησε να έχει, δηλαδή τον ρόλο ενός κόμματος εξουσίας.

Τα σημάδια αντιπολιτευτικής ανεπάρκειας

Προφανώς και άρθρωση αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα ήταν εύκολη. Το ποσοστό σχεδόν 40%, σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή κατίσχυση σε επίπεδο θεσμών τοπικής αυτοδιοίκησης, αποτελεί ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο που δεν θα μπορούσε να φθαρεί τόσο δύσκολα.

Επιπλέον, η κυβέρνηση της ΝΔ έχει επενδύσει πολιτικά σε έναν χρονισμό μέτρων και εξαγγελιών που θα προσπαθεί να αυξήσει αυτό το πολιτικό κεφάλαιο, με πιο σημαντικό τέτοιο βήμα την επιτάχυνση των μέτρων που εντάσσονται στη γενική κατηγορία των φοροελαφρύνσεων, που θεωρούνται κατεξοχήν μέτρα που διαμορφώνουν θετικό πολιτικό κλίμα.

Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι ήδη η νέα κυβέρνηση σε επίπεδο διακηρύξεων αλλά και συγκεκριμένων μέτρων προσφέρει πεδία για την άσκηση μιας κριτικής «από τα αριστερά»: οι επιλογές για την αναπτυξιακή στρατηγική παραπέμπουν σε ένα νέο γύρο ιδιωτικοποιήσεων αλλά και πιθανών περιορισμών στην περιβαλλοντική και αρχαιολογική προστασία. Το ζήτημα του περιορισμού της ισχύος των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων τέθηκε και δια στόματος πρωθυπουργού. Οι αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση παραπέμπουν σε θεσμικές λύσεις που στο παρελθόν είχαν αποδοκιμαστεί και από την πανεπιστημιακή κοινότητα. Το ζήτημα του αιγιαλού έχει υπάρξει και στο παρελθόν αντικείμενο πολύ μεγάλων αντιπαραθέσεων.

Το θέμα που έχει ανοίξει με τα Εξάρχεια έχει εγείρει φόβους μιας αυταρχικής και κατασταλτικής στροφής. Αναγκαίοι διορισμοί στο δημόσιο όπως αυτοί στην εκπαίδευση μάλλον μετατίθενται για αργότερα. Η μεταναστευτική και προσφυγική πολιτική θα κινηθεί στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης και του περιορισμού του δικαιώματος στο άσυλο. Και βέβαια έχει ήδη κάνει την πρώτη, έστω μερική, υπαναχώρησή της σε σχέση με το πότε θα ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για ενδεχόμενη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ποια αριστερή αντιπολιτευτική;

Αν κανείς τα δει όλα αυτά μπορεί και να δει μια δυνητική αντιπολιτευτική τακτική από τα αριστερά που να προσπαθεί να αναδείξει τις προβληματικές πλευρές του κυβερνητικού έργου που ήδη αναδεικνύονται και τη δυνατότητα προοδευτικών  απαντήσεων.

Ωστόσο, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν βλέπουμε κάτι τέτοιο. Καταρχάς, υπάρχει μια ιδιότυπη χαλαρότητα ως προς την αμεσότητα και τη συχνότητα των παρεμβάσεων, ιδίως από τα πρωτοκλασάτα στελέχη, που θα περίμενε κανείς ότι θα βομβάρδιζαν τη νέα κυβέρνηση.

Έπειτα υπάρχει μια διαρκής ταλάντευση ως προς τη βασική αντιπολιτευτική γραμμή που οδηγεί σε αλληλοαναιρούμενες τοποθετήσεις. Αυτό έχει φανεί όλο το τελευταίο διάστημα ως μια τακτική που πότε κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «τρώει από τα έτοιμα» ή ότι «εφαρμόζει μέτρα που θεσμοθετήθηκαν επί κυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα» και πότε την κατηγορεί ότι φέρνει έναν νεοφιλελεύθερο όλεθρο. Το γεγονός ότι αυτά μπορεί να ακουστούν ταυτόχρονα δημιουργεί σύγχυση και σίγουρα δεν βοηθάει.

Έπειτα, υπάρχει ένα άγχος αυτοδικαίωσης που οδηγεί ακόμη και σε ισχυρισμούς που δεν στέκουν. Ο τρόπος που προσπάθησε ο ΣΥΡΙΖΑ να περάσει την άποψη ότι «είχε πετύχει συμφωνία για τα πλεονάσματα» είναι πολύ χαρακτηριστικός. Όλοι ξέρουμε ότι συμφωνία δεν είχε υπάρξει, γιατί πολύ απλά οι ευρωπαίοι δεν θέλουν ούτε και να το συζητήσουν.

Αυτός είναι ο λόγος που και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αποφάσισε να μην προτάξει αυτό το θέμα, ελπίζοντας ότι εάν επιδείξει δημοσιονομική αποτελεσματικότητα και μεταρρυθμιστικό έργο, θα μπορέσει στο μέλλον  να βρει ευήκοα ώρα. Όμως, παρ’ όλα αυτά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν για συμφωνία, ενώ επρόκειτο απλώς για μια πρόταση που είχε κάνει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα για τη μεταφορά των ταμειακών διαθέσιμων από τα υπερπλεονάσματα σε ένα λογαριασμό εγγύησης σε αντάλλαγμα για τη μείωση των πλεονασμάτων και η οποία είχε παραπεμφθεί για συζήτηση σε μελλοντικά Eurogroup.

H αναζήτηση εχθρών

Κομμάτι της αντιπολιτευτικής αμηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ και η διαρκής αναζήτηση εχθρών. Εδώ προσφιλής αντίπαλος είναι και πάλι τα ΜΜΕ. Μικρή σημασία έχει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην εξουσία και κέρδισε μεγάλες εκλογικές μάχες με ιδιαίτερα εχθρικό κλίμα στα ΜΜΕ, αποδεικνύοντας στην πραγματικότητα ότι υπάρχουν όρια στο τι όντως μπορούν να κάνουν τα ΜΜΕ. Ούτε δείχνουν να λαμβάνουν υπόψη τους ότι ακόμη και εάν δεχτούμε εχθρικό κλίμα στα ΜΜΕ, το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα πήγε καλύτερα στις βουλευτικές εκλογές από ό,τι στις ευρωεκλογές. Προσπερνούν παράλληλα το γεγονός ότι ο τρόπος που λειτουργεί η δημοσιότητα σημαίνει ότι ακόμη και τα μέσα που επενδύουν στην αντιπαλότητα με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκασμένα να του δίνουν βήμα.

Η αναζήτηση οργανωτικών λύσεων για πολιτικά προβλήματα

Στο ίδιο πλαίσιο της αναζήτηση λύσεων και η «μετάφραση» πολιτικών ζητημάτων σε οργανωτικά. Η συζήτηση για τον τρόπο εκλογής του προέδρου του κόμματος ήταν ενδεικτική. Ένα πολιτικό και στρατηγικό ερώτημα, δηλαδή το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετασχηματιστεί πιο ρητά σε ένα σύγχρονο κεντροαριστερό ή σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ή εάν θα προσπαθήσει να παραμείνει ένα πιο κλασικό κόμμα της «ριζοσπαστικής αριστεράς» έγινε τεθλασμένα μέσα από τη συζήτηση για τον τρόπο εκλογής. Μόνο επειδή στα πολιτικά προβλήματα δεν δίνονται οργανωτικές απαντήσεις, ο οργανωτικός συμβιβασμός δεν σημαίνει τελικά και πολιτική σύνθεση.

Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο που αντί για μια συζήτηση για το ποια θα μπορούσε να είναι η στρατηγική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ όπως και η αντιπολιτευτική τακτική του μπαίνουν στόχοι κυρίως για το πόσα μέλη θα μπορέσουν να εγγράψουν και τι είδους συσχετισμοί θα δημιουργηθούν.

Ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» της αποτίμησης της προηγούμενης περιόδου

Όμως, αυτό που μάλλον είναι ο πραγματικός λόγος της αμηχανίας είναι η απουσία μιας πραγματικής αποτίμησης της προηγούμενης περιόδου. Η απλή επίκληση του ότι το 2015 οι συσχετισμοί δεν επέτρεπαν κάτι άλλο δεν αποτελεί αποτίμηση. Ιδίως όταν δεν συνοδεύεται από κάποια εκτίμηση για το πώς έφτασε ένα κόμμα με σημαντική λαϊκή υποστήριξη να διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

Αυτό επεκτείνεται και στο ερώτημα του χαρακτήρα της πολιτικής που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση. Ή θα υπάρξει μια παραδοχή ότι εφάρμοσε έστω και παρά τη θέλησή του μια πολιτική που στην πραγματικότητα ήταν όντως «νεοφιλελεύθερη» ή διαφορετικά θα βρίσκεται διαρκώς στην αμήχανη θέση να καταγγέλλει μια πολιτική την οποία είχε είτε εφαρμόσει είτε προλειάνει το έδαφος για την εφαρμογή της. Μόνο που μια τέτοια παραδοχή επαναφέρει το ερώτημα γιατί έφτασε να την εφαρμόσει και ποιες εγγυήσεις προσφέρει ότι θα μπορούσε όντως στο μέλλον να γίνει πράξη μια «αντισυστημική» πολιτική.

Εάν πάλι η αναδυόμενη εκτίμηση είναι ότι πλέον σήμερα δεν μπορεί να εφαρμοστεί μια «αντισυστημική» πολιτική παρά μόνο μια πιο προοδευτική εκδοχή ενός «συστημικού» πλαισίου πολιτικής, τουλάχιστον ας προσπαθήσουν να το διατυπώσουν την πολιτική κατεύθυνση ως τέτοια και τότε ας εξηγήσουν με ποιος όρους μπορεί αυτό να γίνει εφικτό.

Η δοκιμασία της αντιπολίτευσης

Τα κόμματα που διεκδικούν με αξιώσεις την εξουσία χτίζονται στην αντιπολίτευση. Όχι μόνο στην άνοδό τους στην εξουσία, αλλά και όταν βρεθούν στην αντιπολίτευση. Τότε είναι που αναδεικνύουν τη δυνατότητά τους να εκπροσωπούν ρεύματα με βαθιές ρίζες στην κοινωνία και ότι δεν καβάλησαν απλώς ένα συγκυριακό κοινωνικό κύμα. Όμως, αυτό θέλει πραγματική αναμέτρηση με πραγματικά ερωτήματα που αφορούν τον πυρήνα της πολιτικής: ποιο πρόγραμμα και όραμα για την κοινωνία. Χωρίς υπεκφυγές και χωρίς αναζήτηση εχθρών εκτός. Με αυτή την πρόκληση είναι αντιμέτωπος και ο ΣΥΡΙΖΑ.