Αν  και το μέλλον   του ελληνικού λαού  προδιαγράφεται  μαύρο  κι άραχνο, επειδή το  εξωτερικό χρέος  είναι  δυσβάστακτο (334,5 δις Ε.) και  θα επηρεάζει,  με τα σημερινά δεδομένα,   για  ένα τουλάχιστον αιώνα  τη  μοίρα μας, εντούτοις οι Έλληνες είναι  ένας χαρούμενος λαός,  που  δεν νοιάζεται  για τίποτε.

Σημασία  έχει να την βγάζουμε  κουτσά – στραβά  και δε βαριέσαι. Έχει ο Θεός .  Το  ότι  μας  βαραίνει   η  περίλαμπρη ιστορία  των προγόνων μας, δεν μας νοιάζει καθόλου. Έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τα πάμε.

Όμως  αυτός ο τρόπος  σκέπτεσθαι  είναι  πέρα  για πέρα   λανθασμένος,  γιατί  οι λαοί   σήμερα  διεξάγουν  ένα διαρκή  αγώνα,  όπου  στην κορυφή βρίσκονται αυτοί,  που μοχθούν καθημερινά ,  για το καλύτερο.

Εμείς,  παρ’ όλο  ότι  στα  τελευταία  δέκα χρόνια  «τσιγαριζόμαστε»  με τα Μνημόνια  στην κυριολεξία,  δεν καταφέραμε ακόμη  να στήσουμε   ούτε  ένα   απλό  σχέδιο οικονομικής  ανάπτυξης   και   εκβιομηχάνισης. Δηλαδή, «τι  είχες Γιάννη, τι  είχα πάντα».

Το  θέμα  της οικονομικής  ανάπτυξης  μιας  χώρας, είναι πολύπλευρο, γιατί επιτυγχάνεται  με πολλούς  κλάδους της οικονομίας.  Σήμερα στην καταστραμμένη Ελλάδα,  ο δυνατότερος κλάδος είναι ο τουρισμός, από τον οποίο αντλούμε  κάθε χρόνο σημαντικά  κεφάλαια.  Το κακό όμως  είναι  ότι η  τουριστική  περίοδος είναι    μικρή.

Αλλά  προτού πάμε παρακάτω, θέλω  να επισημάνω,  ότι   οι Έλληνες  οφείλουν   να καταλάβουν  πως  για να     «ξελασπώσουμε» ,  πρέπει  να δραστηριοποιηθούμε  ποικιλοτρόπως  όλοι μαζί.  Κανείς  δεν απαλλάσσεται, κανείς  δεν περισσεύει.  Πέραν  τούτου  υποχρεούμαστε να δράσουμε, ριζοσπαστικά,  ανορθόδοξα  και άμεσα.

Με  το παρόν  άρθρο,  θέλω  να θέσω υπόψη  του ελληνικού λαού δυο  μεγάλα  «πρότζεκτ»,  που  αν  περπατήσουν  θα  συμβάλουν  τα  μέγιστα  στην οικονομική  βελτίωση  της χώρας.  Αυτά  δεν επιτυγχάνονται από το σήμερα στο αύριο, αλλά  απαιτούν  ένα  εύλογο  χρονικό  διάστημα .  Το  θέμα είναι  να  συνειδητοποιήσουμε  τη  σοβαρότητα  και να  τα θέσουμε  σε εφαρμογή :

 Οι  Ολυμπιακοί Αγώνες

Οι   Ολυμπιακοί Αγώνες  στην αρχαιότητα ,  γινόταν για 1.160 συνεχή  χρόνια  στην  Ολυμπία  της Ηλίας, στην Πελοπόννησο. Το 1890  αποφασίστηκε  η  επαναλειτουργία  των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896,   με  έναρξη στην Αθήνα. Όμως  τότε ο  εμπνευστής  της  ανασύστασης των αγώνων, Γάλλος  βαρώνος , Πιέρ ντε  Κουμπερτέν, είπε  ότι  οι αγώνες  θα πρέπει  κάθε τετραετία να μεταφέρονται  σε  άλλη χώρα, προκειμένου να μυηθούν  όλοι  οι νέοι του κόσμου στο   αγωνιστικό πνεύμα. Έτσι κι έγινε,  ώστε  κάθε  τέσσερα χρόνια οι Ολυμπιακοί  Αγώνες τελούνται  σε άλλη χώρα.  Αλλά  οι σημερινοί  αγώνες  δεν έχουν καμιά σχέση με τους πρώτους της Αθήνας του 1896. Έχουν   υπεργιγαντωθεί ,  ώστε η  διεξαγωγή τους  σε  μια χώρα απαιτεί  κολοσσιαία  χρηματικά  ποσά,  που  δεν μπορεί να αναλάβει κάθε κράτος. Οι  Ο.Α. της Αθήνας του 2004  κόστισαν επίσημα 8 δις Ευρώ, αλλά  ανεπίσημα 13. Μετά οι Ο.Α. του Πεκίνου  και του Λονδίνου κυμάνθηκαν  γύρω στα 40 δις. Για την Βραζιλία  δεν δόθηκαν ακριβείς αριθμοί,  γιατί  δημιουργήθηκαν, ως  προς την ανάληψη των  αγώνων, μεγάλες κοινωνικές  αναταραχές.

Έτσι,  υπάρχουν  πολλές αρνήσεις  από πολλούς  λαούς, προκριμένου να ξοδέψουν του κόσμου τα λεφτά  για  ένα πανηγύρι  τριών  εβδομάδων.

Το  συμπέρασμα λοιπόν είναι  ότι  θα  πρέπει  οι  Ολυμπιακοί  να  γίνονται μόνιμα σε μια χώρα.   Βέβαια , θα μπορούσε  κανείς  να πει ότι υπάρχουν πολλές πόλεις σε  μεγάλες χώρες,  που  είναι σε  θέση να αναλάβουν  τη  μόνιμη   διεξαγωγή  τους.

Εμείς,  επ’  αυτού    λέμε, ΟΧΙ,  γιατί  οι  ιεροί αγώνες   θα  πρέπει να γυρίσουν  στην πατρίδα καταγωγής τους, δηλαδή στην Ελλάδα.

Κάποιος  θα   αντιτείνει  εδώ,  ότι  αυτήν την πρόταση είχε  κάνει  ήδη   κι ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1976   και απορρίφθηκε   μετά  «βαΐων  και  κλάδων».  Αυτό  έγινε , γιατί τότε το κόστος  δεν ήταν το σημερινό. Σήμερα,  άλλαξαν  τα  δεδομένα κι  οι  προϋποθέσεις,   μα  κι  οι αντιλήψεις.

Αλλά  μη νομίσει    κανείς  ότι θα πάμε  στη  Διεθνή  Επιτροπή  των Ολυμπιακών Αγώνων  και θα μας  πουν  να αναλάβουμε  εμείς  τη μόνιμη διεξαγωγή τους.

Ιδού  όμως η πρόταση :

Η αρχαία  Ολυμπία  δεν  ανταποκρίνεται  στα σημερινά  δεδομένα, αλλά  η  πρόταση είναι  η τελετή  έναρξης  και λήξης   να γίνεται  στο ανακαινισμένο Στάδιό  της,  ενώ  οι Αγώνες να διεξάγονται  στον Πύργο, την Καλαμάτα  και την Πάτρα. Δηλαδή, στο δυτικό τόξο της Πελοποννήσου.  Σήμερα ήδη οι σύγχρονοι  αγώνες  δεν διεξάγονται σε  ένα τόπο, αλλά διαμοιράζονται, λόγω της φύσης των αθλημάτων. Όμως  στο αναφερθέν   τόξο   θα  πρέπει να δημιουργηθούν    προοδευτικά,  κοντά  στις υπάρχουσες,  και νέες  βασικές  υποδομές.  Τόσο αθλητικές,  όσο  διαμονής και  θαλάσσιου τουρισμού. Ακόμη  θα πρέπει να  κατασκευαστούν  δύο τουλάχιστον  σύγχρονα  αεροδρόμια  και να συνδεθεί  η Πάτρα, ο  Πύργος  κι  η Καλαμάτα  με υπέρ  σύγχρονα τρένα,  που  να καλύπτουν αυτήν  τη διαδρομή  σε  1  ώρα. Στο Μέξικο Σίτυ,  όταν έγιναν  οι Ολυμπιακοί το  1968 η μετακίνηση  των αθλητών μέσα στην πόλη  με λεωφορείο , έπαιρνε δυο  ώρες.

Στο  αναφερθέν τόξο  θα πρέπει να  δημιουργηθούν οι απαραίτητες πρόσθετες  αθλητικές  εγκαταστάσεις,  για να μπορούν  εκεί να διεξάγονται  προοδευτικά   Ευρωπαϊκά  και Παγκόσμια  πρωταθλήματα . Επίσης ,  θα  προσκληθούν  οι διεθνείς Ομοσπονδίες να  δημιουργήσουν εκεί  δικά τους προπονητικά κέντρα,  γιατί το κλίμα της  δυτικής Πελοποννήσου  είναι  ήπιο  όλη τη χρονιά.

Εάν  γίνουν όλ’ αυτά σε βάθος χρόνου  και ακολουθηθεί η  πρέπουσα  πολιτική, τότε οι Ολυμπιακοί Αγώνες  θα πέσουν , ως ώριμο φρούτο και θα επιστρέψουν  στην πατρίδα τους. Όταν κάτι  ήταν εφικτό  σε  χαλεπούς  καιρούς του  παρελθόντος  για περισσότερα  από χίλια χρόνια,  γιατί   να μην μπορεί να επαναληφθεί  σήμερα ;

(2). Η σύνδεση του  Θερμαϊκού  κόλπου με τον Δούναβη

Όταν  υπήρχε  ακόμη η  Γιουγκοσλαβία, ως  ενιαίο    κράτος, είχε  πέσει  αυτή η ιδέα,  που  θα έδινε  μεγάλη ζωτικότητα στις εμπορικές συναλλαγές όλων των   βαλκανικών χωρών  κι  όχι  μόνο. Το πλάνο ήταν  από τον Αξιό ποταμό,  που χύνεται στον Θερμαϊκό  κόλπο,  αφού   διαπλατυνθεί  και βαθύνει,  να μπορούν τα μεγάλα εμπορικά πλοία  να φθάνουν μέσω του Δούναβη στη Μαύρη  Θάλασσα   και  αντίστροφα..  Έτσι  το  1979 το UNDΡ, η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία, ανέθεσαν σε σουηδικό μελετητικό οίκο την εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας για την κατασκευή πλωτού διαδρόμου μεταξύ του Δούναβη και του Αιγαίου Πελάγους . Η εξάτομη  μελέτη προέβλεπε την πλωτή σύνδεση του Βελιγραδίου με την Θεσσαλονίκη. Προβλεπόταν η ζεύξη του ποταμού Αξιού/Vardar με τους ποταμούς Μοράβα /Δούναβη (κοντά στο Βελιγράδι) δια της κατασκευής υδάτινης οδού (waterway) που διέσχιζε την Σερβία, την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ)  και συντόμευε την μεταφορά φορτίων από τη Μαύρη Θάλασσα προς τη Μεσόγειο Θάλασσα κατά 1.200 χλμ. παρακάμπτοντας τον  Βόσπορο. Πέραν τούτου όμως  μετά τη σύνδεση του Δούναβη  με τον Ρήνο το 1991, θα  μπορούσαν τα πλοία από το Θερμαϊκό κόλπο να βγαίνουν  στη βόρειο Θάλασσα του Ατλαντικού,  παρακάμπτοντας  έτσι  ακόμη  και το  Γιβραλτάρ.  Ένα  τέτοιο έργο  θα ακολουθείτο  από  μεγάλα αεροδρόμια  και  το όλο το δίκτυο  θα  μεγάλωνε  γιγαντιαία το εμπόριο προς την  κεντρική Ευρώπη,  κι  όχι μόνο. Επίσης  θα  απελευθέρωνε  τη ναυσιπλοΐα , πολιτικά, από το μονοπώλιο  των Δαρδανελίων της Τουρκίας. Όλο  αυτό   το  πρότζεκτ  θα έδινε  στην Ελλάδα  κολοσσιαία αναβάθμιση.  Βέβαια,  με τις υπάρχουσες σήμερα  πολιτικές συνθήκες στα  Βαλκάνια δεν είναι κάτι το εύκολο, αλλά αν δεν υπάρχει σχέδιο, προγραμματισμός  και  προσπάθεια  από  εμάς,  δεν θα γίνει ποτέ. Χωρίς λοιπόν δράσεις,  οργάνωση και προγραμματισμό,  η Ελλάδα   είναι καταδικασμένη   να «βράζει στο ζουμί της» και  να  παραμένει  εσαεί  «Ψωροκώσταινα».   Οι καιροί, ου  μενετοί .

Ο Θόδωρος Αυγερινός είναι συνταξιούχος Καθηγητής του ΑΠΘ.