Όσα χρόνια οι σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στα Σκόπια βρίσκονταν σε εκκρεμότητα, η Τουρκία, που εξαρχής είχε αναγνωρίσει την γειτονική χώρα με το προηγούμενο συνταγματικό της όνομα, είχε προσπαθήσει να αποκτήσει ισχυρή πολιτική παρουσία.

Ας μην ξεχνάμε ότι ήδη από τη δεκαετία του 1990 η τουρκική εξωτερική πολιτική είχε επενδύσει σε αυτό που ονομάστηκε «μουσουλμανικό τόξο», δηλαδή την προσπάθεια αξιοποίησης των πολιτιστικών δεσμών με τις μουσουλμανικές κοινότητες στα Βαλκάνια ως μια προσπάθεια να αποκτήσει αυξημένη επιρροή στην «μετακομμουνιστική» εποχή.

Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το σχέδιο αυτό προφανώς και δεν πήρε την κλίμακα των όποιων αρχικών σχεδιασμών, όμως άφησε μια σημαντική παρακαταθήκη πολιτικών και πολιτιστικών δεσμών.

Ούτως ή άλλως, σύντομα έγινε σαφές ότι οι χώρες των Βαλκανίων πολιτικά ήθελαν κυρίως να στραφούν προς του ευρωπαϊκούς και ατλαντικούς θεσμούς και η είσοδος στον ΝΑΤΟ και την ΕΕ έγινε ο βασικός σκοπός.

Την ίδια ώρα για ένα διάστημα η Ελλάδα μπόρεσε να αποκτήσει ένα σχετικό προβάδισμα τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα, με σημαντικές επενδύσεις. Άλλωστε, όντας μέχρι τη διεύρυνση η μόνη χώρα μέλος της ΕΕ στην περιοχή μπορούσε να διεκδικεί να είναι το οικονομικό σημείο αναφοράς.

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία εγκατέλειψε το περίγραμμα αυτής της πολιτικής. Αντίθετα, συνέχισε να επενδύει σε αυτή την κατεύθυνση με διάφορους τρόπους. Ακόμη και την εκμάθηση της Τουρκικής προσπάθησε να προωθήσει ως πλευρά αυτής της προσπάθειας απόκτησης επιρροής.

Ειδικά για την τότε πΓΔΜ η Τουρκία είχε κυρίως εκμεταλλευτεί την πλήρη διπλωματική αναγνώριση που επέτρεπε και δυνητική αμυντική συνεργασία, παρότι επί του πρακτέου ήταν μάλλον μεγαλύτερη η ελληνική συνεισφορά π.χ. στην αντιμετώπιση του παρ’ ολίγου εμφυλίου πολέμου του 2001.

Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η Ελλάδα έχει πλέον πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με την Δημοκρατία της Βόρειας Δημοκρατίας και πλέον μπορεί να έχει και κανονική αμυντική συνεργασία, που διευκολύνεται και από το ότι οι δύο χώρες θα συνεργάζονται και εντός ΝΑΤΟ.

Αυτό επικυρώθηκε και στην επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στα Σκόπια, όπου εκτός των άλλων επισημοποιήθηκε και η ανάληψη της ευθύνης επιτήρησης του εναέριου χώρου της γειτονικής χώρας από την Ελλάδα. Βέβαια, η συγκεκριμένη επιλογή ήταν και λίγο πολύ αναγκαστική και λόγω γεωγραφικής εγγύτητας και επειδή η Ελλάδα διαθέτει πολύ πιο αναβαθμισμένη πολεμική αεροπορία από τις άλλες νατοϊκές χώρες που συνορεύουν με τα Σκόπια

Ο Ακάρ σπεύδει να αναβαθμίσει τους αμυντικούς δεσμούς

Όμως, φαίνεται ότι κάθε άλλο παρά πτοήθηκε η τουρκική πλευρά που προσπαθεί να αποκτήσει αναβαθμισμένη πολιτική και στρατιωτική παρουσία.

Το κλειδί εδώ είναι η εκπαίδευση των ένοπλων δυνάμεων των Σκοπίων, στην προοπτική να ενταχθούν και μέσα στο στρατιωτικό σχεδιασμό του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία διεκδικεί να είναι αυτή που θα προσφέρει αυτή την εκπαίδευση.

Καθόλου τυχαία ο τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στη… Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας την επόμενη μέρα της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού.

Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που έδωσαν μετά τη συνάντησή του με την υπουργό Άμυνας της Βόρειας Μακεδονίας, ο Χουλουσί Ακάρ, τόνισε τους κοινούς ιστορικούς δεσμούς των δύο χωρών και εξέφρασε την ελπίδα για την ενίσχυση των σχέσεών τους σε κάθε επίπεδο, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό. Μάλιστα ο τούρκος υπουργός Άμυνας συναντήθηκε ακόμη και με τον πρόεδρο Γκιόργκι Ιβανόφ και με τον πρωθυπουργό Ζόραν Ζάεφ.

Η επίσκεψη επικεντρώθηκε σε δύο σημεία. Το ένα αφορούσε την αντιμετώπιση των γκιουλενιστών, καθώς η Τουρκία υποστηρίζει ότι το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν είχε σημαντική παρουσία στα Βαλκάνια, κυρίως μέσω διαφόρων θρησκευτικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων και η Τουρκία πιστεύει ότι διάφοροι καταζητούμενοι έχουν βρει καταφύγιο στα Βαλκάνια και γι’ αυτό ζητά τη συνεργασία των βαλκανικών χωρών για τη σύλληψη και έκδοσή τους.

Όμως, ακόμη πιο σημαντικός ήταν ο δεύτερος λόγος. Η Τουρκία ούτως ή άλλως προσφέρει εκπαίδευση σε στρατιωτικό προσωπικό της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Μάλιστα ο Ακάρ ανέφερε ότι μέχρι τώρα περίπου 1.200 στρατιώτες από τη Βόρεια Μακεδονία έχουν εκπαιδευτεί στην Τουρκία και αρκετοί αυτή τη στιγμή παίρνουν μέρος σε στρατιωτικές ασκήσεις της Τουρκίας.

Σημειώνουμε εδώ ότι στρατιωτικοί της γειτονικής χώρας έχουν συμμετάσχει σε αποστολές εκτός συνόρων σε συνεργασία με τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.

Σήμερα η Τουρκία διεκδικεί να αναβαθμίσει αυτή τη σχέση ακόμη περισσότερο. Πρακτικά διεκδικεί να αναλάβει αυτή την αναδιοργάνωση των ένοπλων δυνάμεων της γειτονικής χώρας.

Η «αμυντική εκπαίδευση» κλειδί για την αυξημένη στρατιωτική παρουσία

Μόνο που όπως αντιλαμβανόμαστε μια τέτοια σχέση δεν θα περιορίζεται απλώς στην αποστολή κάποιων συμβούλων ή κάποιων εκπαιδευτών. Η Τουρκία μέσα από αυτό το μηχανισμό να αποκτήσει η ίδια μια στρατιωτική βάση στη γειτονική χώρα αλλά και μια συνολικότερη πολιτική παρουσία, εφόσον είναι προφανές ότι σκοπός της εκπαίδευσης θα είναι και το να αποκτήσουν τα στελέχη των ένοπλων δυνάμεων της Βόρειας Μακεδονία μια ευμενή στάση έναντι της Τουρκίας.

Αυτό θα το χρησιμοποιήσει ως αντίβαρο στην προσπάθεια της Ελλάδας να αναβαθμίσει την πολιτική και οικονομική συνεργασία με τη βόρεια γείτονά μας.

Σημειώνουμε εδώ ότι δεν είναι η πρώτη φορά που το δοκιμάζει η Τουρκία. Το είχε κάνει και με τη συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Αλβανία το 1992, όπου επίσης ανέλαβε την αναδιοργάνωση των ένοπλων δυνάμεων και την εκπαίδευση του στρατιωτικού προσωπικού, αποκτώντας όχι μόνο μια πολιτική επιρροή που διατηρείται ακόμη, αλλά και μία ιδιαίτερα χρήσιμη ναυτική βάση.