Το σχολείο Σουχάντα στο Ιράκ βρίσκεται στη Φαλούτζα, μία από τις πιο βίαιες γωνιές της ταραγμένης χώρας και πρώην προπύργιο των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους. Για να φθάσουν εκεί τα παιδιά, πρέπει να περπατούν σε έναν χωματόδρομο, κατά μήκος του οποίου υπάρχουν κόκκινα βαμμένα τούβλα και πινακίδες με την αναγραφή «Κίνδυνος-θάνατος», οι οποίες προειδοποιούν για τον κίνδυνο που υπάρχει αν περάσουν το όριο. Οταν τα πρωινά μαθήματα τελειώσουν, σχολικά και γονείς με τα πόδια φθάνουν για να παραλάβουν τους μαθητές. Αλλοι επιστρέφουν σπίτι περπατώντας κατά ομάδες μέσα από δρόμους που έχουν ελεγχθεί και χαρακτηριστεί ασφαλείς.
Οι αυτοσχέδιες νάρκες που άφησαν οι τζιχαντιστές είναι εκατοντάδες και οι περισσότερες θάφτηκαν διάσπαρτα σε χωράφια, μέσα σε βομβαρδισμένα σπίτια, κάτω από δρόμους, σε μια ζώνη που εκτείνεται σε πάνω από 15 χιλιόμετρα μήκος. Τα σημεία όπου οι κάτοικοι μπορούν να περπατούν, να επιτρέπουν στα παιδιά τους να παίζουν, να καλλιεργούν τη γη τους και να ζουν είναι συγκεκριμένα. «Η κληρονομιά αυτή», σχολιάζει η βρετανική εφημερίδα «Guardian», «σκοτώνει».
Από τη Μοσούλη έως τα σύνορα με τη Συρία
Το άνοιγμα των σχολείων ήταν προτεραιότητα, καθώς οι οικογένειες άρχισαν να επιστρέφουν σιγά-σιγά στην πόλη μετά την ήττα και την αποχώρηση των τζιχαντιστών: «Ηταν αδύνατο πριν τα παιδιά να κάνουν μάθημα στα τροχόσπιτα» αναφέρει  ο Σαμί Χαμάντ Αμπάς, υποδιευθυντής του σχολείου.
Κάθε Πέμπτη, αναφέρει ο Αμπάς, στο σχολείο γίνεται συνέλευση. Εκεί οι δάσκαλοι επισημαίνουν στους μαθητές τους κινδύνους από τις νάρκες και ποιες είναι οι ασφαλείς διαδρομές που πρέπει να ακολουθούν. Ωστόσο η φύση του κινδύνου δεν είναι πάντα σταθερή. Τις τελευταίες μέρες που βρέχει, το έδαφος μαλακώνει και ως εκ τούτου ο κίνδυνος μεγαλώνει, τα παιδιά μένουν σπίτι.
Η Φαλούτζα είναι μόνο ένα μικρό μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος στο Ιράκ. Οι νάρκες που άφησαν οι τζιχαντιστές είναι διασκορπισμένες σε όλο το βόρειο και δυτικό κομμάτι της χώρας, από τη Μοσούλη στον Βορρά ως το Αλ Κάιμ στα σύνορα με τη Συρία, όπου εξακολουθούν να έχουν παρουσία και να μάχονται, έχοντας εκτοπίσει περί το 1,7 εκατομμύριο Ιρακινούς.
Και το Ιράκ δεν είναι η μοναδική περίπτωση. Παρόμοιες νάρκες υπάρχουν σε πολλές χώρες της ευρύτερης περιοχής, από το Αφγανιστάν ως την Υεμένη. Σε κάθε περίπτωση, η Σουχάντα είναι σε καλύτερη μοίρα από άλλες γειτονιές στο Ιράκ, καθώς είναι από τις πρώτες περιοχές που απελευθερώθηκαν από το Ισλαμικό Κράτος και οι νάρκες – σε αντίθεση με αυτές του Ψυχρού Πολέμου – αχρηστεύονται σιγά-σιγά.
Η γειτονιά αποτελεί επίσης κέντρο καινοτόμων προσπαθειών για την εκκαθάριση των ναρκών. Μεταξύ των εμπλεκομένων οργανισμών που συμμετέχουν σε αυτή την προσπάθεια είναι η Halo Trust με έδρα τη Βρετανία, η οποία άρχισε να δραστηριοποιείται εκεί εφέτος το καλοκαίρι. Η οργάνωση εκπαιδεύει Ιρακινούς με πιο φθηνές και γρήγορες τεχνικές, με στόχο να απομακρύνουν τους επικίνδυνους εκρηκτικούς μηχανισμούς από το έδαφος.
Σε μικρή απόσταση στη γειτονιά Αλ Νουαϊμίγια, το σπίτι της οικογένειας του Αμπντέλ Λατίφ είναι χτισμένο πλάι από ένα χαντάκι που κάποτε χρησίμευε για την άρδευση των χωραφιών. Ο 26χρονος πατέρας εξηγεί ότι δεν επιτρέπει στα παιδιά του να απομακρύνονται, καθώς ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Στο διπλανό χωράφι, σε απόσταση μικρότερη των 20 μέτρων που παίζουν τα παιδιά, ο άνεμος και η βροχή έχουν ξεσκεπάσει δεκάδες νάρκες που είχαν θαφτεί εκεί και μόλις πέρυσι τέσσερις άνδρες που προσπαθούσαν να καθαρίσουν το σημείο σκοτώθηκαν.
Κατασκευάζονται από τους τρομοκράτες
Ο Τζέιμς Κόουαν, πρώην αξιωματούχος του βρετανικού στρατού που πήρε μέρος στον πόλεμο του Ιράκ το 2003 και πολέμησε στη Φαλούτζα, είναι ο διευθύνων σύμβουλος της Halo Trust, ενός βρετανικού φιλανθρωπικού ιδρύματος το οποίο έχει προωθήσει μια διεθνή πρωτοβουλία για την εκκαθάριση των ναρκοπεδίων. Το ίδρυμα αναμένεται να εγκαινιάσει δύο ακόμα κέντρα εκκαθάρισης ναρκών στο Τικρίτ και ελπίζει επίσης να είναι σε θέση να εργαστεί στο απομακρυσμένο δυτικό τμήμα του Ιράκ,  όταν η κατάσταση γίνει αρκετά ασφαλής.
Οπως αναφέρει ο Κόουαν στον «Guardian», «στο μυαλό των ανθρώπων, οι νάρκες είναι μικρές, στρογγυλές συσκευές που κατασκευάζονται στα εργοστάσια. Αυτό που όμως συμβαίνει σήμερα είναι ότι οι νάρκες είναι αυτοσχέδιες και φτιάχνονται από τρομοκρατικές οργανώσεις. Ετσι στα πεδία των μαχών σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, Λιβύη και αλλού βλέπουμε τεράστια άνοδο στον αριθμό των θυμάτων».
Σε αντίθεση με τις παλιές νάρκες που περιείχαν μερικές εκατοντάδες γραμμάρια εκρηκτικής ύλης, οι νέες περιέχουν πολλά κιλά. Συνεπώς ο αριθμός των θανάτων είναι αυξημένος, ενώ ο κίνδυνος ακρωτηριασμών για όσους επιβιώνουν έχει μεγαλώσει. Ο Κόουαν ανησυχεί όχι μόνο για τη σωματική απειλή αλλά και για τον κοινωνικό αντίκτυπο, ειδικά όταν τα ναρκοπέδια δεν καθαρίζονται γρήγορα:
«Δεν είναι μόνο οι θάνατοι που με προβληματίζουν αλλά το αποτέλεσμα του εκτοπισμού του πληθυσμού. Οι άνθρωποι είναι πολύ φοβισμένοι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ως εκ τούτου, το να μην μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να ξαναχτίσουν τη ζωή τους τούς καθιστά ευάλωτους στη ριζοσπαστικοποίηση και σε έναν νέο κύκλο βίας. Πολύ δε περισσότερο σε μια πόλη και μια χώρα που εξακολουθούν να είναι βαθιά πολιτικά ασταθείς».