Το ωραιότερο, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, νεοκλασικό κτίριο του κόσμου, και το ανατολικότερο της Αθηναϊκής Τριλογίας, διεκδικεί με πολλούς τρόπους την ιδιάζουσα περιωπή του. Αξενάγητοι περιηγητές ελευθέρας βοσκής συνέβη να θαυμάσουν την κεντρική του αίθουσα σίγουροι ότι βλέπουν σηκό χριστιανικού τεμένους, τουλάχιστον μια Απωανατολίτισσα έφυγε περιχαρής και με την πεποίθηση ότι είχε αποθηκεύσει τον Παρθενώνα στη φωτογραφική της σκευή, ενώ πρόσφατα τα προπύλαια του κτιρίου επιδαψιλεύουν φόντο και θέατρο για νεόνυμφες πόζες και καλλίσφυρες μοντέλες.
Αλλά τι είδους περιωπή, ορατότητα και σημασία διεκδικούν τα ενδότερα και τα δρώμενα της Ακαδημίας Αθηνών; Θα πω αμέσως ότι το ερώτημα αποκτά συγκεκριμένο νόημα μόνο αν συμπληρωθεί με τον χρονικό προσδιορισμό «τώρα» σε αντιδιαστολή με το «πριν». Τον Μάρτιο του 1926, ο ιδρυτικός νόμος της αρτιγέννητης Ακαδημίας τής ανέθετε όχι μόνο το αυτονόητο πνευματικό και επιστημονικό χαρτοφυλάκιο αλλά και το καθήκον να καθοδηγεί κρατικά όργανα και αρχές με γνωμοδοτήσεις, προτάσεις και αποφάσεις. Αλλά αν τότε, σε διαφορετικές συνθήκες εθνικής και κοινωνικοπολιτικής αυτοαντίληψης, η «σοφία» του «Ανωτάτου Πνευματικού Ιδρύματος» ήταν με κάποιον τρόπο αρκούντως αυτονόητη για να θεωρείται γνώμονας της πολιτικής πράξης, σήμερα, με την πολιτική καλώς ή κακώς προχωρημένη στον δρόμο της επαγγελματικής και τεχνοκρατικής αυτονόμησης, η προσδοκία μιας τέτοιας «καθοδήγησης» ακούγεται όλο και περισσότερο σαν ρομαντικός και παρωχημένος ιδεασμός.
Είναι, παρ’ όλα αυτά, ενδιαφέρον ότι για τον πολίτη, αν όχι για τον πολιτικό, κάτι από αυτή την αίσθηση-προσδοκία υπέρτερης και τελεσίδικης γνωμοδότησης από τη μεριά της Ακαδημίας επιβιώνει, και αν η Ακαδημία εμφανίζεται σήμερα εύλογα ή ρεαλιστικά εφεκτική, οι πολίτες κατά καιρούς το βρίσκουν εξίσου εύλογο να ρωτούν επιτακτικά: Γιατί σιωπά και τι επιτέλους φρονεί; Το τελικό γινόμενο αυτής της εξέλιξης είναι σχεδόν πάντα σε βάρος της Ακαδημίας και οι ένοικοί της χρεώνονται με αμέριμνη ιδιώτευση, άγνοια ή απόσυρση στον «Φιλντισένιο Πύργο» τους. Τρανό τεκμήριο αυτής της διάχυτης αντίληψης είναι το γεγονός ότι η πρόσφατη ανακοίνωση του Γραφείου Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας για το Μακεδονικό (η οποία, πάντως, δεν βρήκε σύμφωνα όλα τα τακτικά μέλη) προσελήφθη ως κατ’ εξαίρεσιν χειρονομία και προκάλεσε αίσθηση.
Το ζήτημα της ορατότητας της Ακαδημίας έχει και την άλλη όψη του. Πριν από πέντε χρόνια ο σημερινός γενικός γραμματέας της Ακαδημίας, ο Βασίλης Πετράκος, έλεγε ότι «οι Ελληνες δεν γνωρίζουν το έργο της Ακαδημίας διότι δεν τους ενδιαφέρει. Είναι καθαρά επιστημονικό, άρα ανιαρό, δεν μνημονεύεται από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση». Αν η «οντολογία» που καλλιεργούν τα ΜΜΕ είναι οικουμενικό φαινόμενο, η ελληνική κοινωνία υποδέχτηκε το φαινόμενο όντας ήδη πεπεισμένη ότι το «φαίνεσθαι» είναι πιο σημαντικό, και εμπορικό, από το «είναι» και γι’ αυτό θα ήταν πραγματικά ανιαρό και ατελέσφορο να απαγγείλει κανείς για πολλοστή φορά τα 14 Ερευνητικά Κέντρα της Ακαδημίας και την ποικίλη δράση τους. Φυσικά, η ένταση και η έκταση αυτής της δράσης είναι συνάρτηση παραμέτρων, κυρίως οικονομικών, που δεν εξαρτώνται πάντα από την Ακαδημία, η οποία, πάντως, δεν διαθέτει, όπως ίσως θα έπρεπε, επαρκή μηχανισμό δημοσίων σχέσεων και προβολής του σημαντικού έργου της.
Αλλά, βέβαια, η Ακαδημία διεκδικεί μερίδιο εμπορικότητας και επικαιρότητας όταν γίνεται λόγος για αξιοκρατικές ή μη επιλογές, για παρασκηνιακές μεθοδεύσεις «κλειστού κλαμπ» και άνωθεν εντεταλμένες δολιχοδρομίες. Το κατάστιχο με τις παραλείψεις ή τις αστοχίες της Ακαδημίας, ομολογημένες ή ανομολόγητες, είναι υπαρκτό, φαίνεται, όμως, ότι η μεταφορική «αθανασία», σαν την επίτιμη «αγιοσύνη», κάνει ακόμη πιο κυριολεκτικά τα ψεγάδια της ανθρώπινης κατάστασης, και στις μέρες μας το σωστό, το στραβό και το ανάμεσό τους πολλαπλασιάζονται και διαθλώνται από τις ελεύθερες πυροβολαρχίες της «μπλογκόσφαιρας», όπου θρασομανάει όλη η χλωρίδα του κακού: ο μικρονοϊκός λαϊκισμός, ο ρυπαρόστομος χαβαλές, η συμπλεγματική μισαλλοδοξία, οι αντισυστημικές πόζες, η καρναβαλική χλεύη απέναντι στους θεσμούς και, όλο και πιο συχνά πλέον, το μοντέρνο καρύκευμα των fake. Παραλείπω εδώ τους μποέμ του προοδευτισμού που έχουν έτσι κι αλλιώς αποφασίσει να βλέπουν την Ακαδημία ως άντρο νεαντερτάλειου συντηρητισμού· παραλείπω και όσους με έσωθεν βολές, συνειδητά ή ανεπιγνώστως, με αγαθές προθέσεις ή από ξενοθρεμμένη αλαζονεία, κουβαλάν νερό στον χαιρέκακο μύλο.
Αξιοσέβαστοι ακαδημαϊκοί, παλιότερα και πιο πρόσφατα, παραδέχτηκαν ότι το Ανώτατο Πνευματικό Ιδρυμα δεν θα μπορούσε να αποτελεί υγειονομική όαση ελεύθερη από τα σύνδρομα της ευρύτερης κοινωνίας. Δεν πρόκειται για προβολή ελαφρυντικών στοιχείων αλλά για υπόμνηση ότι κατ’ εξοχήν τα μέλη της Ακαδημίας οφείλουν στην κοινωνία υποδειγματικές υπερβάσεις και παραδείγματα αδιαπραγμάτευτης αξιοκρατίας. Το βέβαιο είναι, όμως, ότι τα βούκινα που κατά καιρούς ενεργοποιούνται για το Ανώτατο Πνευματικό Ιδρυμα της χώρας διαλαλούν πολύ περισσότερο τις αλλαγές αντίληψης, τους μετασχηματισμούς των κοινωνικοπολιτικών μας ηθών και τα «πάθη» της ίδιας της κοινωνίας μας, η οποία, τώρα που τα κακά φεγγάρια της κρίσης κρατούν ακόμη, δεν μοιάζει να έχει πολλά αποθέματα υπομονής για κανέναν –και φυσικά ούτε και γι’ αυτούς που εδρεύουν πίσω από την πιο αξιοθέατη πρόσοψη της οδού Πανεπιστημίου.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ