Ενας άνθρωπος που κινείται διαρκώς, που μιλάει διαρκώς, που είναι διαρκώς παθιασμένος και που αγαπάει διαρκώς. Να ποιος είναι ο Νίκος Γκροσδάνης, ο συγγραφέας του «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου». Ενός βιβλίου πολύτιμου για όσους αναρωτιούνται και ενδιαφέρονται για το παρασκήνιο και την ιστορία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το βιωματικό βιβλίο, που περιέχει στιγμιότυπα του φεστιβάλ έτσι όπως τα είδε, τα έζησε και κυρίως τα ένιωσε ο συγγραφέας ως σερβιτόρος των ξενοδοχείων Mediterranean Palace και Electra Palace, έχει κυκλοφορήσει εδώ και μερικούς μήνες από τις εκδόσεις Επίκεντρο και παρουσιάστηκε το βράδυ της Πέμπτης 26 Απριλίου στο Πόλις Καφέ.
Φίλοι του συγγραφέα, επώνυμοι και μη, τον τίμησαν ολόκαρδα με την παρουσία τους. Στο πάνελ των παρουσιαστών, εκτός από τον ίδιο τον συγγραφέα, βρίσκονταν οι σκηνοθέτες Παντελής Βούλγαρης και Λάκης Παπαστάθης, ο συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης και ο ομότιμος καθηγητής και συγγραφέας Μιχάλης Κοπιδάκης, όλοι στενοί φίλοι του Γκροσδάνη. Το παρών έδωσε και ο νυν καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης. Στο κοινό σκηνοθέτες διαφορετικών γενεών –ενδεικτικά Τώνης Λυκουρέσης, Περικλής Χούρσογλου, Ηλίας Γιαννακάκης. Εκεί ήταν και ο Διονύσης Σαββόπουλος, μα και πολλοί άλλοι.
Οταν το 1960 ο Ν. Γκροσδάνης ήταν 11 χρόνων διάβασε ότι τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους επρόκειτο να διεξαχθεί στη Θεσσαλονίκη «Το πανηγύρι των εικόνων», η πρώτη «εβδομάς ελληνικού κινηματογράφου». Με την ελπίδα ότι θα δει από κοντά τα είδωλά του, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, αφού η «Μανταλένα» θα έκανε τότε την πρεμιέρα της στο φεστιβάλ, ο μικρός Νίκος έπεισε τον πατέρα του (παλιό βουλευτή της ΠΕΑΑ –Κυβέρνησης του Βουνού) να πάνε στο φεστιβάλ. Και με τα χίλια ζόρια πήγαν, αν και η αυτή η πρώτη εμπειρία ήταν μάλλον απογοητευτική γιατί ο μικρός Νίκος δεν μπόρεσε να δει κανέναν, ούτε και να βουτήξει κάποια αφίσα της «Μανταλένας»…
Αργότερα όμως θα τα κατάφερνε. Θα τους γνώριζε όλους. Και το γεγονός ότι επί 18 χρόνια δούλεψε σερβιτόρος στο Mediterranean Palace τον βοήθησε τα μέγιστα γιατί εκείνο το ξενοδοχείο ήταν το κέντρο της δράσης του φεστιβάλ εφόσον φιλοξενούσε όλους τους καλλιτέχνες που το επισκέπτονταν, τους «καθηγητές μου» όπως τους αποκαλεί ο συγγραφέας.
«Για την πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης ο Γκροσδάνης είναι διατηρητέο μουσείο» είπε ο εκδότης του βιβλίου Πέτρος Παπασαραντόπουλος και δεν έχει άδικο. Το τεράστιο αρχείο του Γκροσδάνη, το οποίο άρχισε να συλλέγει από μικρό παιδάκι κρατώντας ακόμα και τα αποκόμματα εφημερίδων που κρέμονταν ως χαρτί υγείας στο αποχωρητήριο του καφενείου στο χωριό του, την Ελευθερούπολη Καβάλας, έχει πολλάκις ζητηθεί ως βοήθημα από ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Και ο Γκροσδάνης τους είχε γνωρίσει όλους. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης όταν είδε το αρχείο του, του πρότεινε να τον προσλάβει στην ΕΡΤ την εποχή που ήταν διευθυντής ραδιοφωνίας. Ο Μιχάλης Κακογιάννης του είπε ότι αν ήξερε την ύπαρξη του αρχείου του θα επέλεγε εκείνον για την επιμέλεια της μονογραφίας που του είχε κάνει το φεστιβάλ όταν τον τίμησε. Ο Μάνος Χατζιδάκις του χάριζε ανέκδοτα τραγούδια του και ήταν εκείνος που μεσολάβησε ώστε ο Νίνο Ρότα να του στείλει δίσκους του που ο Γκροσδάνης δεν είχε. Ο Ναγκίσα Οσιμα ζήτησε να τον γνωρίσει όταν έμαθε για εκείνον. Και ο Αχιλλέας Μαδράς έβλεπε μαζί του ταινίες από τον Β’ Εξώστη.
Οταν το 1985 τα «Πέτρινα χρόνια» παίχτηκαν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Παντελής Βούλγαρης συνάντησε για πρώτη φορά τον Γκροσδάνη. Τρεις ώρες αργότερα εξαντλημένος αλλά συγχρόνως ενθουσιασμένος από την ιστορία του, ο σκηνοθέτης πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του, Ιωάννα Καρυστιάνη, και της είπε ότι είχε βρει το σενάριο της επόμενης ταινίας του. Και πράγματι το έγραψε συγκινημένος από την ιστορία του μικρού παιδιού που μεγαλώνει μέσα στην ταλαιπωρία στο χωριό του, ένα αγόρι που βρίσκει τη διέξοδό του στο σινεμά, το οποίο θα γίνει το πάθος του. Δυστυχώς η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ (ενώ είχε ήδη χρηματοδοτηθεί από το ευρωπαϊκό ταμείο Eurimages). Ο Βούλγαρης εγκατέλειψε το σχέδιο όταν έμαθε ότι ο Τζουζέπε Τορνατόρε έκανε το «Σινεμά ο Παράδεισος», μια ταινία με παρεμφερές θέμα…
Η ομορφιά με την «υπόθεση Γκροσδάνη» είναι ότι ο άνθρωπος ένιωθε την Τέχνη μέσα στην ψυχή του, δεν ήταν ένας ακόμα συλλέκτης αυτογράφων που ζητούσε να φωτογραφηθεί με τους «αστέρες» και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που το βιβλίο του πραγματικά αξίζει. Για φανταστείτε έναν άνθρωπο να κρύβεται σε μια αποθήκη κινηματογραφικής αίθουσας προκειμένου να τρυπώσει αργότερα και να δει την «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου στην πρώτη της προβολή. Και να αγωνιά μη και χάσει την ταινία επειδή κατά λάθος κλειδώθηκε μέσα αφού η πόρτα άνοιγε προς τα έξω…
Και κάπως έτσι προέκυψε αυτό το βιβλίο της «άγριας νοσταλγίας» όπως το αποκάλεσε ο Λ. Παπαστάθης. Ενα βιβλίο που ανατρέχει στα χρόνια του πάθους, τότε που το φεστιβάλ ήταν αμιγώς ελληνικό, πριν δηλαδή από την διεθνοποίησή του στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η πολύτιμη προσφορά ενός ταπεινού ανθρώπου αλλά και ο τρόπος με τον οποίο «τους τύλιξε όλους στο κουκούλι της αθανασίας» όπως είπε με το χαρακτηριστικό χιούμορ που τον διακρίνει ο συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης

HeliosPlus