Συμφέρει την Ελλάδα η Δύση να εγκαταλείψει τη Συρία;

Ο Τραμπ, δύο μόλις 24ωρα μετά τη δήλωσή του ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν από τη Συρία, επανήλθε εξαγγέλλοντας ότι θα χτυπήσει τη Συρία γιατί έκανε χρήση χημικών όπλων κατά αντιπάλων του στα περίχωρα της Δαμασκού. Η απειλή του πραγματοποιήθηκε με τη σύμπραξη της Γαλλίας και της Βρετανίας μερικές ημέρες αργότερα και αφού είχαν ενημερωθεί οι Ρώσοι ‒και μέσω αυτών ο Άσαντ‒ για να απομακρυνθούν από τις εγκαταστάσεις που θα χτυπούσαν. Ακολούθησαν δηλώσεις υποστήριξης από το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, όπως αναμενόταν∙ και τον Ερντογάν, προς έκπληξη μερικών, όπως και καταδίκης από Ρωσία και Ιράν.

Στο Σ.Α. του ΟΗΕ, η Μόσχα έχασε την ψηφοφορία με διαφορά στο ψήφισμα καταδίκης που κατέθεσε, όπως και πριν από λίγες ημέρες οι ΗΠΑ απέτυχαν να περάσουν ψήφισμα καταδίκης της Συρίας για τη χρήση χημικών όπλων, λόγω του βέτο της Ρωσίας.

Το σκηνικό ολοκληρώθηκε και τώρα πάλι από την αρχή:

• Με απειλές για επανάληψη των χτυπημάτων, αν το καθεστώς Άσαντ επαναλάβει τη χρήση χημικών και ενώ η αρμόδια επιτροπή του διεθνούς οργανισμού κατά της χρήσης χημικών και βιολογικών όπλων βρίσκεται στη Συρία για να ερευνήσει αν η Δαμασκός χρησιμοποίησε χημικά.

• Εκκλήσεις από πολλές πλευρές για αυτοσυγκράτηση και ειρηνική επίλυση των διαφορών μέσα από διάλογο όλων των εμπλεκομένων.

Εμπλεκόμενοι θεωρούνται όλοι όσοι έχουν γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή ‒ φυσικά και πάλι θα απουσιάζουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι.

Παράλογα μεν, αλλά επαναλαμβανόμενα στις διεθνείς συγκρούσεις, ιδιαίτερα μεταξύ των ισχυρών του πλανήτη και πάντα μέσω τρίτων. Το πεδίο της καταστροφικής πολιτικής είναι η Συρία και το μεγάλο θύμα ο συριακός λαός. Το επίδικο, η γεωπολιτική θέση της Συρίας στον σχεδιασμό των ενεργειακών αγωγών, από τη Μέση Ανατολή και την ευρύτερη περιοχή, προς τη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Ανταγωνιστές Ρωσία, Ιράν και Τουρκία από τη μια πλευρά, ΗΠΑ, ΕΕ, Σαουδική Αραβία και Ισραήλ από την άλλη.

Για αυτούς τους λόγους ξεκίνησε η σύγκρουση πριν από επτά χρόνια μέσα από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του καθεστώτος Άσαντ και των διαφόρων αντιπολιτευόμενων ομάδων, ως ουρά της τραγικής «Αραβικής Άνοιξης». Τα αποτελέσματα ολέθρια για τη χώρα και τους ανθρώπους της, αφού έχει καταστραφεί κάθε παραγωγική και κτηριακή υποδομή, πάνω από 400.000 είναι οι νεκροί και περίπου το 1/3 του πληθυσμού στην προσφυγιά. Παράπλευρες απώλειες η άνοδος της ακροδεξιάς σε πολλές χώρες της ΕΕ, ακόμη και η δημιουργία κινδύνων για την ίδια τη συνοχή και το μέλλον της.

Είναι βέβαιο ότι σύντομα θα ενεργοποιηθεί η «Διαδικασία της Γενεύης» υπό τον ΟΗΕ, η οποία τα προηγούμενα χρόνια λίγα προσέφερε, αφού κατέρρευσε λόγω των μεγάλων διαφωνιών μεταξύ των διεθνών πρωταγωνιστών και της εμφάνισης του ISIS σε Συρία και Ιράκ, ως αποτέλεσμα της διάλυσης κάθε κρατικής, οικονομικής και κοινωνικής δομής στις δύο χώρες και την υποστήριξη που είχε από χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και η Τουρκία, για τους δικούς της λόγους η κάθε μια.

Βασική αιτία της αναζωπύρωσης των συγκρούσεων είναι η αλλαγή ηγεσίας και πολιτικής στην Ουάσιγκτον. Το δίδυμο Ομπάμα-Κλίντον είχε μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική την αλλαγή καθεστώτος στη Συρία με τη δημιουργία, σε πρώτη φάση, μιας ομοσπονδίας με αυξημένη αυτονομία των Κούρδων στα βόρεια και απώτερο στόχο τη δημιουργία ενός κουρδικού κράτους με τη συμμετοχή και του Κουρδικού Ιράκ. Ο σχεδιασμός αυτός συμπεριελάμβανε την απομάκρυνση του Άσαντ και τον περιορισμό της ρωσικής και ιρανικής επιρροής.

Η αμφίθυμη έως αλλοπρόσαλλη πολιτική Τραμπ τα ανέτρεψε όλα και έδωσε την ευκαιρία σε Μόσχα, Τεχεράνη και Άγκυρα να ενισχύσουν την παρουσία τους σημαντικά μέσα από το κοινό μέτωπο κατά του ISIS. Τα γεωπολιτικά κενά που δημιούργησε η πολιτική Τραμπ και η αδυναμία σε στρατιωτικές εμπλοκές των Ευρωπαίων έτρεξαν να καλύψουν με ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας τους Ρωσία, Ιράν και Τουρκία ‒ η τελευταία μάλιστα, επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας, εισέβαλε και κατέχει, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, εδάφη του Ιράκ και της Συρίας. Ο Τραμπ, κάτω από εσωτερικές πιέσεις αλλά και πιέσεις των συμμάχων του τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή, αναγκάστηκε να αλλάξει επιλογή.

Η επίθεση των τριών δυτικών χωρών δεν είναι εφάπαξ, όπως η περσινή∙ θα έχει συνέχεια, γιατί γνωρίζουν πως, αν ολιγωρήσουν κι άλλο, θα διαμορφωθούν μη αντιστρεπτές εις βάρος τους καταστάσεις, όπως και των άμεσων συμμάχων τους στην περιοχή, με απρόβλεπτες ευρύτερες αρνητικές οικονομικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις.
Τα μηνύματα που έστειλαν με την πρόσφατη επίθεση είναι τρία:

• Θα είναι παρούσες αποφασιστικά στην τελική λύση του προβλήματος.

• Η περιοχή και οι σύμμαχοί της σε αυτήν παραμένουν υψίστης προτεραιότητας για αυτούς.

• Δεν θα επιτρέψουν στην Τουρκία να χτίσει στρατηγικές συμμαχίες με Ρωσία και Ιράν και μάλιστα εις βάρος των μέχρι τώρα συμμάχων της.

Το περιβάλλον θα γίνει εκρηκτικό, αν ο Τραμπ πραγματοποιήσει την εξαγγελία του και καταγγείλει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν στις 12 Μαΐου, που με τόσο κόπο έφτιαξε ο Ομπάμα και οι Ευρωπαίοι εταίροι και μάλιστα κόντρα με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία και με την υπόγεια δυσφορία της Μόσχας. Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις είναι μεγάλες και μας επηρεάζουν έμμεσα και άμεσα, όπως και οι γεωοικονομικές, αφού επηρεάζουν και τους σχεδιασμούς για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Κύπρου και της χώρας μας. Η απουσία της Δύσης από τις εξελίξεις θα αναβαθμίσει αποφασιστικά την Τουρκία και θα ενισχύσει τη συνεργασία της με τη Ρωσία και το Ιράν ‒ και αυτό θα είναι εις βάρος της χώρας μας. Ταυτόχρονα, θα πλήξει την τετραμερή συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου, που είναι ζωτικής σημασίας, για τον καθορισμό της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ και την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, όπως και την κατασκευή του αγωγού μεταφοράς τους στην ΕΕ, του EastMed.

Η Ελλάδα καλώς δεν συμμετέχει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, όμως δεν πρέπει να αντιμετωπίζει τις εξελίξεις με φοβικότητα και αμηχανία, κάτι που έδειξε πάλι η ελληνική κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η Κύπρος είναι πολύ κοντά και το Αιγαίο δίπλα.