Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου η γεωπολιτική της ευρύτερης περιοχής μας έχει αλλάξει. Με τον τερματισμό της επιρροής των στατικών γεωπολιτικών αξόνων, που οφειλόταν στην παγκόσμιας κλίμακας διπολική δομή, τόσο ο τρόπος προσέγγισης των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή όσο και οι ενδοπεριφερειακές γεωπολιτικές ισορροπίες απέκτησαν δυναμικό χαρακτήρα.

Στην ευρύτερη γειτονιά μας έχουμε μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές και απαιτείται η κατανόησή τους, ο επανασχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής μας σε κρίσιμους εθνικούς τομείς, η αφύπνιση των κομμάτων και της κοινωνίας και η ευρύτερη συνεννόηση.

Ο κόσμος έχει μπει σε περίοδο αστάθειας και αβεβαιοτήτων, αλλά και πολύπλευρης αλληλεπίδρασης, τους μοχλούς των νέων πόλων ισχύος θα αποτελέσουν οι κοινωνίες με δυναμισμό και αυτοπεποίθηση. Αντιθέτως, οι κοινωνίες που έχουν χάσει τον δυναμισμό και την αυτοπεποίθησή τους μοιραία θα γίνουν εξαρτήματα άλλων κοινωνιών και, μετά από μια παρατεταμένη κρίση και απογοήτευση, θα αντιμετωπίσουν και κινδύνους στρατηγικής αποδιάρθρωσης.
Η ασυμβατότητα που υπάρχει μεταξύ των σύγχρονων πολιτικών συνόρων και των πραγματικών γεωπολιτικών αξόνων, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις που στηρίζονται σε ιστορικές απόψεις, οι διαφοροποιήσεις που διαμορφώνονται μεταξύ της de facto κατάστασης και των de jure πολιτικών προσδιορισμών συνιστούν τη βασική αιτία ύπαρξης ενδοπεριφερειακών πεδίων επέμβασης, εντάσεων και συγκρούσεων.

Η κατάσταση αυτή έγινε αιτία να εμφανιστούν στην περιοχή πεδία δράσης για τις περιφερειακές δυνάμεις που επιθυμούν να αλλάξουν τις εξαιρετικά ευαίσθητες ισορροπίες.

Για την Τουρκία, η οποία θεωρεί ότι βρίσκεται σε αντίθεση προς τη γεωγραφική θέση της, η πιο σοβαρή δυσκολία στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής είναι η αδυναμία δημιουργίας μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής που σχετίζεται με τις θαλάσσιες και υδάτινες αρτηρίες.

Το οθωμανικό κράτος έγινε παγκόσμιο όταν ασκούσε έλεγχο στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, και απείλησε την Κεντρική Ευρώπη.

Από τον 16ο αιώνα, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ανοίγουν νέους θαλάσσιους δρόμους στις ανοικτές θάλασσες, οι οποίες περικλείουν την ευρασιατική ήπειρο και περιορίζουν δραστικά την ισχύ του ελέγχου επί της Ευρασίας, που ασκούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσα από τις κλειστές θάλασσες.

Η συντριβή του οθωμανικού στόλου στο Ναβαρίνο το 1827, από τον συμμαχικό στόλο (Γαλλίας-Βρετανίας-Ρωσίας), σήμανε το τέλος της οθωμανικής θαλάσσιας ισχύος.

Η διάλυση του οθωμανικού κράτους, που ξεκίνησε με την εξέγερση των Ελλήνων και εν συνεχεία των άλλων βαλκανικών λαών, οφείλεται κυρίως στην απώλεια της θαλάσσιας ισχύος.

Οι ήττες της Τουρκίας στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι απώλειες στο Αιγαίο οφείλονται στις λανθασμένες συμμαχίες με τις χερσαίες δυνάμεις της Ευρώπης και στην έλλειψη θαλάσσιας ισχύος.

Η Τουρκία κατέχει μια από τις πιο σημαντικές γεωγραφικές θέσεις από την άποψη των συνδέσεων ξηράς και θάλασσας και είναι στο κέντρο των διόδων μετάβασης Ανατολής-Δύσης και Βορρά-Νότου.

Συνδέει τις περιοχές του Καυκάσου με τα σημαντικά αποθέματα υδρογονανθράκων με την περιοχή των υδάτινων πόρων της Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής και των πετρελαιοφόρων περιοχών της Μοσούλης και του Κόλπου.

Η Τουρκία από τις αρχές του 21ου αιώνα συσσωρεύει οικονομική, πληθυσμιακή, στρατιωτική και πολιτισμική ισχύ.
Αυτήν την ισχυροποίησή της επιδιώκει να εκφράσει με δηλώσεις και ενέργειες κάθε μορφής, ακόμη και στρατιωτικές.
Επικαλούμενη θέματα ασφάλειας, επεμβαίνει και στρατιωτικά στα νοτιοανατολικά σύνορά της, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Όμως, τα μεγάλα θέματα γεωπολιτικής τα έχει στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, γιατί εκεί νιώθει τους ασφυκτικούς περιορισμούς, που ψαλιδίζουν τις μεγάλες φιλοδοξίες της.

Δεν της αρκεί ο χερσαίος έλεγχος που ασκεί στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους, γιατί γνωρίζει ότι οι θαλάσσιοι δρόμοι ήταν και είναι οι πιο σημαντικοί.

Ελλάδα, Κύπρος, Συρία και Ισραήλ τής κλείνουν κάθε στρατηγική επιλογή προς τους θαλάσσιους άξονες∙ ακόμη χειρότερα, η ανακάλυψη των υδρογονανθράκων τα τελευταία χρόνια και η προοπτική εκμετάλλευσής τους την τρομάζουν. Μάλιστα, πιο πολύ την τρομάζει η γεωπολιτική και γεωοικονομική υποχώρησή της, λόγω της υποβάθμισης που θα υποστεί ως χώρα διέλευσης των αγωγών που ξεκινούν τόσο από την Κασπία και τη Ρωσία όσο και των νέων που σχεδιάζονται, όπως ο East Med που θα συνδέει την Αίγυπτο με το Ισραήλ, την Κύπρο και την Ελλάδα με την Ευρώπη.

Το ιστορικό στρατηγικό βάθος της και η στρατηγική των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονές της ήταν ο αρχικός σχεδιασμός της τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά οι εξελίξεις την οδήγησαν σε μη προγραμματισμένες και επώδυνες συγκρούσεις.

Οι περιφερειακές κρίσεις που δημιουργεί ή εμπλέκεται ακυρώνουν τις στρατηγικές επιλογές της, γιατί σπαταλά δυνάμεις και κυρίως συγκρούεται με τα συμφέροντα των μεγάλων αλλά και των περιφερειακών δυνάμεων της περιοχής.

Όμως δηλώνει ευθέως και κάθε μέρα πιο έντονα ότι τα κοστούμια της Λωζάννης και του ψυχρού πολέμου δεν τη χωρούν.

Οι τελευταίες εξελίξεις αποκαλύπτουν ότι η στρατηγική της σύγκρουση είναι πλέον με τις ΗΠΑ και δευτερευόντως με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Οι εξελίξεις όμως δεν πρέπει να προδικάζονται, ούτε θα είναι γραμμικές.

Η σύγκρουσή της με τις ΗΠΑ είναι άμεση, με επίδικο τους Κούρδους και το μελλοντικό τους status στην περιοχή και, έμμεσα, μέσα από τους βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, που είναι το Ισραήλ, η Ελλάδα και η Βουλγαρία. Ενώ οι τακτικές συμμαχίες της με τη Ρωσία και το Ιράν αποσταθεροποιούν τη στρατηγική της Ουάσιγκτον τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στον Καύκασο.

ΗΠΑ και Τουρκία είναι οι βασικές αναθεωρητικές δυνάμεις στην περιοχή.

Η Ρωσία προσπαθεί με κάθε τρόπο να διατηρήσει τις προσβάσεις της στην περιοχή, που είχε από την εποχή του διπολισμού, και να αποσταθεροποιήσει τα δυτικά προγεφυρώματα, μεταβαλλόμενα αλλά συνεχή από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Η Ελλάδα οφείλει να αναλύσει τις μεγάλες γεωπολιτικές ανατροπές και να επανασχεδιάσει σημαντικά τμήματα της εξωτερικής πολιτικής της.

Η στρατηγική της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, που είχε υιοθετήσει η χώρα μας από τη δεκαετία του ’90, ήταν ορθή, έχει χάσει όμως τη δυναμική και την αποτελεσματικότητά της τόσο από την πλευρά της Τουρκίας όσο και από την πλευρά της ΕΕ.

Αυτό δεν σημαίνει ότι θα ακυρωθούν οι βασικές ευρωτουρκικές σχέσεις, ειδικά στην οικονομία∙ αντιθέτως, μπορεί να δούμε και ενίσχυσή τους. Μάλιστα, οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές για πολλές δεκαετίες ακόμη θα είναι το ισχυρό χαρτί της Τουρκίας, απέναντι σε μια ολοένα πιο ξενοφοβική και οικονομικά στάσιμη Ευρώπη.

Η χώρα μας πρέπει να κινηθεί άμεσα και συντεταγμένα σε τέσσερις κατευθύνσεις:

• Εσωτερική αφύπνιση κομμάτων και κοινωνίας, εγκατάλειψη των άγονων και διχαστικών συγκρούσεων και διαμόρφωση εθνικού σχεδίου για τη γρήγορη έξοδο από την κρίση. Την ΕΕ τη χρειαζόμαστε τώρα για τις μεγάλες γεωπολιτικές επιλογές μας και όχι για τη συνεχή διαπραγμάτευση νέων δανείων.

• Ενίσχυση των σχέσεών μας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και ρεαλιστική ενίσχυση της στρατιωτικής αποτρεπτικής μας δύναμης, κυρίως της Πολεμικής Αεροπορίας.

• Ενίσχυση της συνεργασίας με τη Γαλλία, που έχει ισχυρή στρατιωτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και επίσης ισχυρά συμφέροντα και συμμαχίες.

• Ενίσχυση και εμβάθυνση της συνεργασίας Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου σε όλους τους τομείς και κατά προτεραιότητα στους υδρογονάνθρακες και την ασφάλεια. Η συνεργασία ξεκίνησε το 2010 και συνεχίζεται, αλλά με κενά και αντιφάσεις.

Δυστυχώς, πορευόμαστε αγνοώντας τις εξελίξεις και μερικές φορές αντίθετα στη δυναμική τους.