Ασλί Ερντογάν
Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου
Μετάφραση – εισαγωγή: Ανθη Καρρά
Εκδόσεις Ποταμός, 2017, σελ. 128, τιμή 12 ευρώ
*Από τις εκδόσεις Ποταμός κυκλοφορεί και το βιβλίο της «Ο θαυμαστός μανδαρίνος»
* Η Ασλί Ερντογάν αναμένεται να επισκεφθεί την Αθήνα, και στις 9 Νοεμβρίου (ημέρα Πέμπτη και ώρα 19.00) θα δώσει μια διάλεξη με τίτλο «Η γραφή ως αντίσταση και ανάσταση» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Θα την προλογίσει η μεταφράστριά της και αποσπάσματα από το βιβλίο της θα διαβάσει η ηθοποιός Αμαλία Μουτούση. Περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα www.megaron.gr.
«Το σκοτάδι πέφτει μέσα μου βαθιά, μου πιέζει την ψυχή. Κρότοι από όπλα, θαρρείς μπαίνω μέσα σε φέρετρο, η νύχτα όπου μπήκα δεν αφήνει καμιά διαφυγή» γράφει η Ασλί Ερντογάν και ο αναγνώστης έχει την αίσθηση –για μια ακόμη φορά, επειδή το ίδιο συμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης –ότι δεν διαβάζει απλώς τις (ενίοτε συνταρακτικές) αράδες μιας συγγραφέως, αλλά ότι ακούει απευθείας την αποκαμωμένη, ραγισμένη φωνή μιας ολόκληρης χώρας ή –τουλάχιστον, για να είμαστε ακριβέστεροι –της δημοκρατικής και προοδευτικής Τουρκίας που τα τελευταία χρόνια έχει σαρωθεί από το καθεστώς του συνεπώνυμου προέδρου και βρίσκεται σε μια κατάσταση ιλιγγιώδους αμηχανίας και έκδηλου τρόμου.
Η άλλη Τουρκία, η οποία εσχάτως «κάνει στον κόσμο τον μάγκα», είναι «μια κοινωνία εθισμένη στη βία, ανήμπορη να θέσει ερωτήματα για το πιο ηλίθια ψέματα», εμποτισμένη από «μια γλώσσα ακραία, όλο υπερβολές, παράλογη, που καθιστά το απάνθρωπο καθολικά αποδεκτό, τετριμμένο, καθημερινό».

Το βίωμα μιας καταπίεσης

Στο βιβλίο Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου –ο τίτλος είναι παρμένος απ’ τη Γυμνοπαιδία Β’ του Γιώργου Σεφέρη –οι λογοτεχνικές παραλλαγές αυτού του ασφυκτικού και παραλυτικού αδιεξόδου είναι πάμπολλες· πλην όμως η καθεμιά ξεχωριστά έρχεται να ενισχύσει αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει πιο πολύ την Ασλί Ερντογάν: όχι μόνο να μας πληροφορήσει για τα όσα φοβερά συντελούνται στη γειτονική χώρα, αλλά, πρωτίστως, να μας μεταδώσει ατόφιο το βίωμα μιας καταπίεσης που είναι συνυφασμένη με τη φρίκη. Το τελευταίο –κακά τα ψέματα –δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε αποκλειστικά και μόνο μέσω της ειδησεογραφίας, όσο πλήρης και ανατριχιαστική μπορεί να αποδειχθεί η τελευταία.
Η λογοτεχνία αναδέχεται και πάλι την ευθύνη να πλαισιώσει αλλιώς την πραγματικότητα, να προσδώσει το αναστοχαστικό βάθος που στερείται –μοιραία ίσως –η επικαιρότητα από την ίδια τη φύση της. Η λογοτεχνία δημιουργεί τον χώρο για την ενσυναίσθηση και, στην προκειμένη περίπτωση, συνδέει το εγκληματικό παρόν με το απώτατο παρελθόν του. «Θαρρείς πως έχουμε πάρα πολλά να πούμε αλλά πως δεν μας έχει απομείνει φωνή. Λες και δεν είναι δική μας αυτή η φωνή που αντηχεί κενή όποτε θέμε να διηγηθούμε, να νοηματοδοτήσουμε, να πούμε κάτι με άλλες λέξεις, όπως δεν είναι δική μας ούτε αυτή η σιωπή που πήρε τη θέση της αληθινής κραυγής που δεν μπορέσαμε να μπήξουμε…» σημειώνει χαρακτηριστικά η Ασλί Ερντογάν σ’ ένα σημαδιακό κείμενο («Ημερολόγιο φασισμού: σήμερα») το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ποταμός. Πρόκειται για είκοσι και πλέον επιφυλλίδες που δημοσιεύθηκαν, μεταξύ Απριλίου 2014 και Αυγούστου 2016, στη φιλοκουρδική εφημερίδα «Özgür Gündem» (στα τουρκικά σημαίνει «Ελεύθερο προσκήνιο της επικαιρότητας») με την οποία συνεργαζόταν η γνωστή συγγραφέας, ένα έντυπο δίγλωσσο και αντιπολιτευόμενο, το οποίο έκλεισε με εισαγγελική εντολή ένα μήνα μετά την περσινή απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης-16ης Ιουλίου, με την κατηγορία ότι αποτελούσε «όργανο προπαγάνδας της τρομοκρατικής οργάνωσης PKK (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν)».

Κατηγορίες και φυλάκιση

Στη συνέχεια, με συνοπτικές διαδικασίες η ίδια συνελήφθη μαζί με τους δημοσιογράφους της εφημερίδας, παρ’ όλο που η ιδιότητά της ως «συμβούλου» της εφημερίδας «δεν συνεπαγόταν καμία απολύτως νομική ευθύνη σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο περί Τύπου» όπως υπογραμμίζει στον πρόλογό της η μεταφράστρια Ανθη Καρρά. Ωστόσο, της απαγγέλθηκαν κατηγορίες «για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση» και για «δραστηριότητες που απειλούν την ακεραιότητα του κράτους», κατηγορίες που βασίστηκαν, όπως δήλωσε ο δικηγόρος της, σε τέσσερα «επίμαχα» κείμενά της (τα δύο τα διαβάζουμε αυτούσια στην ελληνική έκδοση).
Ακολούθησε μια πολύμηνη και επίπονη προφυλάκιση για την Ασλί Ερντογάν, που όμως προκάλεσε και ένα κύμα διεθνούς αλληλεγγύης (άλλωστε τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες).
Εν τω μεταξύ αποφυλακίστηκε και οι τουρκικές αρχές τής επέστρεψαν το διαβατήριο. Αυτό όμως, δυστυχώς, δεν σημαίνει ότι οι βαρύτατες κατηγορίες που αντιμετωπίζει σήμερα δεν εξακολουθούν να υφίστανται. Στο βιβλίο της Ασλί Ερντογάν, το οποίο ασφαλώς μπορούμε να δούμε ως μια ενιαία μαρτυρία, επανέρχεται μια εικόνα που μπορεί να στοιχειώσει: είναι η καμένη γνάθος που βρέθηκε σ’ ένα απ’ τα υπόγεια της βαρβαρότητας στην Τζιζρέ (κουρδική πόλη στις όχθες του Τίγρη ποταμού, στην επαρχία Σιρνάκ της Ανατολικής Τουρκίας) και ανήκε σε ένα δωδεκάχρονο παιδί που το σώμα του κάηκε ολοσχερώς.
«Η Τουρκία διέπραξε ένα φοβερό έγκλημα. Δεν δολοφόνησε μονάχα αμάχους, δολοφόνησε αμάχους που κρατούσαν λευκές σημαίες· δεν δολοφόνησε μόνο παιδιά, δολοφόνησε και παιδιά τραυματισμένα που τα ασθενοφόρα προσπαθούσαν να τα μεταφέρουν στα νοσοκομεία· δεν έκαψε απλώς όσους τραυματίες στρίμωξε στα υπόγεια, αλλά και το καυχήθηκε… Απαγόρευσε, λιντσάρισε, φυλάκισε, πολιόρκησε με μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις και με τανκς, γάζωσε με τα τανκς και τα κανόνια της τη λέξη «Ειρήνη»» γράφει η ίδια στο κείμενό της «Παραμένω άνθρωπος».

Η Γενοκτονία των Αρμενίων

Η συγγραφέας δεν θέλει να γίνει συνένοχη, όπως τονίζει, στη δολοφονία των ανθρώπων, στη δολοφονία των λέξεων, δηλαδή της αλήθειας. Δεν διστάζει ν’ αναφερθεί στο Αουσβιτς, ουκ ολίγες φορές, σκεπτόμενη αναλογικά. Και στο κείμενό της «Είμαστε ένοχοι», το τελευταίο της συλλογής, όπου μιλάει για τη Γενοκτονία των Αρμενιών, γίνεται συγκλονιστική. Αξίζει να αναδειχθούν οι λέξεις της μία προς μία: «Πρέπει να εκφραστούμε με λόγια όσο γίνεται πιο απλά, έστω κι αν είναι μάταια και αργά: Είμαστε ένοχοι. Διαπράξαμε στα χώματα αυτά ένα έγκλημα που όσοι το βίωσαν μπόρεσαν να το αποκαλέσουν μόνο «Μεγάλη Καταστροφή»· ξεριζώσαμε έναν λαό […] Οι άνθρωποι όμως είναι ένοχοι τόσο για τις πράξεις τους όσο και για τον τρόπο που αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους. Αρνούμενοι τις πράξεις μας, διαπράξαμε ένα ακόμη μεγαλύτερο έγκλημα· αρνούμενοι να κοιτάξουμε μια μόνο γυναίκα που μας κουνούσε το χέρι σε ένα απ’ τα καραβάνια που στείλαμε στον θάνατο, αρνούμενοι να κοιτάξουμε τη γυναίκα που μας κουνά εδώ και 99 χρόνια το χέρι… Το μεγαλύτερο έγκλημα είναι αυτό, γιατί κλέβουμε απ’ τον άνθρωπο ακόμα και τα τραύματά του… Κατηγορώντας με αναλήθειες το θύμα, το καθιστάς υπεύθυνο για όσα του συνέβησαν […] Ζούμε για να ξεχνάμε, ξεχνάμε σκοτώνοντας, ξεχνάμε συνεχώς πως κουβαλάμε και μέσα στην ψυχή μας πτώματα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ