Στις πολύ δύσκολες ημέρες που περνά η Ελλάδα, και ως τμήμα αυτών, και ο Τύπος της χώρας, βλέπει πια συνεχώς κανείς αξίες να κλονίζονται συθέμελα και κρίκους της πιο αξιοσέβαστης εκδοχής των παραδόσεων που κάποτε δέσποζαν, σήμερα να σπάνε.

Ετσι, σήμερα, κάθε απώλεια που αντιπροσωπεύει την Ελλάδα πριν την πτώση αποκτά ακόμα πιο μεγάλη σημασία από ότι θα είχε υπό ομαλές συνθήκες.

Τέτοια ακριβώς είναι και η απώλεια του Αριστείδη Αλαφούζου. Ενός πολύ σημαντικού ανθρώπου για τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα, ο οποίος έγραψε ιστορία τόσο στην οικονομία όσο και στον Τύπο.

Ως κατασκευαστής από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, συνέδεσε το όνομά του με εμβληματικά έργα της Ελλάδας που πάλευε να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, όπως το ιστορικό Μον Παρνές – και όχι μόνον αυτό. Επίσης, πέτυχε και κάτι άλλο που σπανίως συνειδητοποιείται στην πλήρη έκταση της σημασίας του: έκανε πλήθος δημόσια έργα που η εκτέλεσή τους ουδέποτε συνδέθηκε με αυτό που στη συνέχεια έγινε, δυστυχώς, κάτι σαν κανόνας στον κλάδο: τη μετατροπή τους σε κύρια εργαλεία παράνομης και ανήθικης πολιτικής και οικονομικής συμπεριφοράς, ενάντια, τελικά, στην ίδια την κοινωνία.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Αριστείδης Αλαφούζος εγκατέλειψε σταδιακά τον κλάδο στα ταραγμένα χρόνια πριν τη δικτατορία, ακριβώς τη στιγμή που αυτός μεγάλωνε και μαζί φύονταν με ταχύτητα και οι αντίστοιχες συμπεριφορές, περίπου αδιανόητες παλιότερα.

Και είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι δεν δέχθηκε ποτέ να εκτελέσει έργα στην περίοδο της χούντας, κάτι που, αν το επιθυμούσε, θα του εξασφάλιζε άνετα εξαιρετικά προνομιακές επιχειρηματικές δυνατότητες. Όμως δεν το έπραξε. Εμεινε τόσο μακριά από την απεχθή εκδοχή των δημόσιων έργων, ώστε πολλοί σήμερα να μην γνωριζούν καν ότι άσκησε αυτό το επάγγελμα – ακριβώς επειδή το όνομά του ουδέποτε λερώθηκε από αυτά.

Αντι για τη σήψη που σταδιακά απλωνόταν όλο και πιο πολύ στη στεριά, εκείνος ανέλαβε τον κίνδυνο να εκτεθεί στη θάλασσα – και μάλιστα σε μία στιγμή πολλαπλά δύσκολης συγκυρίας. Και πέτυχε. Ο τρόπος και οι αρχές εργασίας του, όπως και το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, εκτιμήθηκαν διεθνώς σε έναν από τους πιο δύσκολους κλάδους της παγκόσμιας οικονομίας.

Αυτά ίσως θα ήταν περισσότερο γνωστά στις λεπτομέρειές τους στην Ελλάδα, αν δεν είχαν κατά κάποιο τρόπο «επισκιαστεί» στη συνέχεια από την εμπλοκή του με τον Τύπο, μέσα από την οποία έγινε πολύ πιο γνωστός στο ευρύ κοινό. Και όχι άδικα, καθώς το έργο που εκεί εξετέλεσε υπήρξε – και παραμένει – εντελώς εξαιρετικής σημασίας.

Σε συνθήκες γενικευμένης πολιτικής παρακμής, διέσωσε από βέβαιο θάνατο και διασυρμό έναν από τους μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού ιστορικούς τίτλους αυτού του τόπου, την Καθημερινή. Της επέτρεψε να αναπνεύσει ξανά και, κυρίως, να συνεχίσει να υπηρετεί τις αξίες που την είχαν κάνει, μέσα στις ταραγμένες προηγούμενες δεκαετίες, να αποκτήσει την εντελώς ιδιαίτερη θέση της στα δημοσιογραφικά και πολιτικά πράγματα της χώρας.

Ουδείς μάλιστα δικαιούται να λησμονεί το γεγονός ότι ουδέποτε συνέδεσε την έκδοσή της με επιχειρηματικές δραστηριότητες και οικονομικά συμφέροντα στην Ελλάδα. Στο πολιτικό γίγνεσθαι μετέσχε ως εκδότης. Αλλά όχι για να βγάλει χρήματα. Κι αυτό έχει εξαιρετική, καθοριστική σημασία και για τη λειτουργεία της ενημέρωσης και ως υπόδειγμα.

Αντιθέτως, αξίζει να αναφερθεί εδώ μια διάσταση που πολλοί μπορεί να αγνοούν και την οποία ο υπογράφων την έζησε από πρώτο χέρι γράφοντας στην Καθημερινή για εξοπλιστικά προγράμματα που αποτέλεσαν την επιτομή και τη μέγιστη… «δόξα» της ελληνικής τραγωδίας.

Παρά τις προφανείς διαμαρτυρίες, απ’ όπου κι αν προέρχονταν, ο Αλαφούζος είχε μια απόλυτα άτεγκτη στάση στην κλοπή του δημοσίου χρήματος το οποίο προοριζόταν για να θωρακίσει αυτόν τον τόπο: δεν έκανε πίσω ποτέ και για κανέναν. Οποιος κι αν ήταν αυτός. Ο Αριστείδης Αλαφούζος υπήρξε άτεγκτος στη μεγάλη πληγή αυτού του τόπου, στο δημόσιο χρήμα. Κι αυτά θα έρθει σίγουρα κάποτε η ώρα που θα γραφτούν όπως δεν γράφτηκαν ποτέ…