Πάνω από 200 άνθρωποι χάνουν κάθε χρόνο τη ζωή τους στην Ιαπωνία, μεταξύ των οποίων πολλοί αυτοκτονούν, θύματα του «καρόσι», του άγχους δηλαδή που προέρχεται από την εξαντλητική δουλειά, όπως έχει κωδικοποιηθεί η έκφραση στην Ιαπωνία.

Η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου έχει το χαμηλότερο εδώ και 22 χρόνια ποσοστό ανεργίας: 3,1% το 2016, ποσοστό απόλυτα φυσιολογικό, σύμφωνα με τους οικονομολόγους. Για κάθε 100 Ιάπωνες υπάρχουν 143 διαθέσιμες θέσεις εργασίας, λένε οι στατιστικές. Όμως, αυτοί οι καθ’ όλα θετικοί δείκτες σε συνδυασμό με την εργασιακή δεοντολογία των Ιαπώνων και την αύξηση των ωρών εργασίας που απαιτούν οι επιχειρήσεις, έχουν δημιουργήσει το φαινόμενο «καρόσι», ήτοι θάνατος από εξαντλητική δουλειά.

Το «καρόσι» έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να λάβει μέτρα. ‘Ορισε ανώτατο όριο για υπερωριακή απασχόληση τις 60 ώρες, με εξαίρεση 100 ώρες τους μήνες που υπάρχει μεγάλη ζήτηση στην παραγωγή. Τα μέτρα προβλέπουν ανάπαυση 11 ωρών από την ώρα που ο εργαζόμενος θα φύγει από την δουλειά του έως την επομένη που θα πάει ξανά.

Μέχρι σήμερα, ένας εργαζόμενος που παρέμενε έως τις 11 το βράδυ στο γραφείο του ήταν υποχρεωμένος την επομένη ημέρα, στις 8 το πρωί, να πιάσει πάλι δουλειά. Με το νέο μέτρο, θα έχει την ευκαιρία να ξεκουρασθεί για 11 ώρες.

Αίσθηση προκάλεσε πέρυσι στην Ιαπωνία η αυτοκτονία της νεαρής Ματσούρι Τακαχάσι, η οποία δούλευε δοκιμαστικά στη μεγάλη διαφημιστική εταιρία Ντεντσού, πασίγνωστη για τους εξωφρενικούς ρυθμούς εργασίας. Σε ένα μήνυμα που είχε στείλει στη μητέρα της, η Ματσούρι ομολογούσε ότι αναγκάσθηκε να δουλέψει υπερωρίες 150 ώρες τον μήνα. Ενώ την τελευταία εβδομάδα της ζωής της κατάφερε να κοιμηθεί στον ξενώνα της εταιρίας μόνο 12 ώρες. Μία νύχτα, μην αντέχοντας άλλο, σε κατάσταση αλλοφροσύνης βούτηξε στο κενό από τα γραφεία της εταιρίας. Το δικαστήριο του Τόκιο αποφάνθηκε ότι επρόκειτο για κλασσική περίπτωση «καρόσι».

Ένας θάνατος από καρδιακή προσβολή θεωρείται περίπτωση «καρόσι», εάν ο εργαζόμενος έχει δουλέψει υπερωριακά πάνω από 100 ώρες τον προηγούμενο μήνα. Σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας, μία αυτοκτονία ενδέχεται να είναι «καρόσι», εάν ο εργαζόμενος έχει δουλέψει υπερωριακά πάνω από 160 ώρες το μήνα ή 100 ώρες για τρεις συνεχόμενους μήνες.

Ο πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε έχει υποσχεθεί να παρέμβει με στόχο να καταστούν πιο φυσιολογικές οι συνθήκες εργασίας, να δοθεί περισσότερος χρόνος στους Ιάπωνες να δημιουργήσουν οικογένεια, να διασκεδάσουν, να περάσουν καλά και τελικά, να υποστηρίξουν την εγχώρια κατανάλωση. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, οι 100 ώρες υπερωριακής εργασίας ανά μήνα είναι το όριο, πέρα από το οποίο υπάρχει ο κίνδυνος για «καρόσι».

Στον αντίποδα, τα συνδικάτα και η αντιπολίτευση θέτουν ως πλαφόν τις 80 ώρες, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος αυτοκτονιών και σοβαρών προβλημάτων υγείας. Ο πρωθυπουργός είναι αρκετά προσεκτικός φοβούμενος το «σόκου»: το σοκ δηλαδή στην αγορά εργασίας, όπως είχε συμβεί το 1987, όταν είχε εισαχθεί μία τροπολογία για μείωση των ωρών εργασίας, που είχε ως αποτέλεσμα το σύστημα να γίνει πιο σκληρό, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, οι μισθοί και τα ημερομίσθια να μειωθούν και η χώρα να εισέλθει σε μακρά φάση στασιμότητας και πληθωρισμού που διήρκεσε δύο δεκαετίες.

Η Ιαπωνία κατάφερε το 2012 να αναδειχθεί πάλι σε οικονομική δύναμη, χάρη στην πολιτική που εφάρμοσε ο πρωθυπουργός Αμπε, η οποία πήρε το όνομά του «Abenomic».

Η «Abenomic» επικεντρώθηκε σε τρία σημεία. Στο τύπωμα πρόσθετου χρήματος, την εκπόνηση κυβερνητικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων για την τόνωση της αγοράς και τρίτον, την αναδιάρθρωση των κλάδων κοινής ωφέλειας, και τον εκσυγχρονισμό του γεωργικού και του φαρμακευτικού τομέα.

Η αφοσίωση των Ιαπώνων στην εργασία ενισχύθηκε από την τεράστια προσπάθεια των αρχών να ανοικοδομήσουν τη χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και τον αγώνα-δρόμου για να πετύχουν την «παγκόσμια οικονομική κυριαρχία» στις αρχές του 1980.

Σήμερα, οι επιχειρήσεις αγωνίζονται να βρουν εργατικά χέρια σε μια χώρα που συνεχίζει να γερνάει εξαιτίας του χαμηλού ποσοστού γεννήσεων. Για πρώτη φορά πέρυσι, ο αριθμός των ξένων εργατών ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο, σημειώνοντας αύξηση 20% σε σύγκριση με το 2015. Το ένα τρίτο αυτών των εργαζομένων είναι από την Κίνα και οι υπόλοιποι από το Βιετνάμ, οι οποίοι απασχολούνται κυρίως στον κατασκευαστικό τομέα. Το ένα πέμπτο αυτών των εργαζομένων είναι «ασκoύμενοι», οι εταιρίες όμως τους προσλαμβάνουν με συνθήκες πλήρους απασχόλησης.

Εξάλλου, θραύση κάνουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες ταλαιπωρημένων εργαζομένων, που κοιμούνται οπουδήποτε, σε παγκάκια, στο δρόμο, όρθιοι ή καθιστοί στο μετρό, σε τραπεζάκια καταστημάτων γρήγορου φαγητού, στα σκαλιά του μετρό. Η ταλαιπωρία και το αδιέξοδο ταυτόχρονα, σε όλο τους το μεγαλείο.