Η ροπή του ΣΥΡΙΖΑ προς τον αυταρχισμό είναι φυσιολογική εξέλιξη των ιδεολογικών καταβολών του στον μαρξισμό. Ο μαρξισμός είναι –εκτός από όλα τα άλλα –μια θεωρητική θεμελίωση του αυταρχισμού.
Για τη μαρξιστική κοινωνική φιλοσοφία του «ιστορικού υλισμού» η θέση που καταλαμβάνει ο κάθε άνθρωπος στην ιδιοκτησία των «μέσων παραγωγής» τού δίνει την οριστική ταυτότητά του. Ο Μαρξ έτσι υποβιβάζει την ελευθερία και τις προσωπικές σχέσεις σε κάτι δευτερεύον και αντιπαραθέτει σε αυτές την οικονομική πραγματικότητα της άρχουσας (και κακής) «αστικής» τάξης και του εξαθλιωμένου (και καλού) «προλεταριάτου». Για τους μαρξιστές θεωρητικούς οι «αστοί» είτε το θέλουν είτε όχι συνεχίζουν να καρπώνονται την υπεραξία της εργασίας. Οι προλετάριοι, επίσης είτε το θέλουν είτε όχι, κάποια στιγμή θα ξεπεράσουν την αλλοτρίωσή τους και θα επαναστατήσουν κατά των καταπιεστών τους, φέρνοντας με τη βία έτσι την κοινωνία κοντύτερα στον σοσιαλισμό. Το ξέσπασμα της επαναστατικής βίας είναι για τον Μαρξ νόμος, όχι ευθύνη.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι εικασίες και υπεραπλουστεύσεις του Μαρξ για την ιστορία έγιναν βολικό εργαλείο στα χέρια της εξουσίας. Η θεωρία του ταξικού μίσους βολεύει έναν δικτάτορα, αφού εξηγεί την ανάγκη για την εξόντωση των αντιπάλων. Ο μαρξισμός δεν ήταν έτσι μόνο ένα φιλοσοφικό σφάλμα αλλά και ένα εύπλαστο όργανο στα χέρια αδίστακτων ανθρώπων, όπως ήταν ο Στάλιν ή ο Μάο ή ο Πολ Ποτ. Ηταν η ψευδοεπιστημονική δικαιολόγηση της σαδιστικής βίας που πηγαία και για άλλους λόγους εξαπέλυσαν προς τους εχθρούς τους. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός έκρυψε τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης προσωπικότητας μέσα στις ασάφειες μιας θεωρίας.
Αυτό το σκοτεινό δόγμα της δήθεν δίκαιης καταπίεσης είναι η παιδεία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Για όσους τουλάχιστον δεν προέρχονται από το «λαϊκό» ΠαΣοΚ του κ. Τσοχατζόπουλου αλλά από την ΚΝΕ ή άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις, ο μαρξισμός τούς δίδαξε το αντικειμενικό και ταξικό μίσος για το «κατεστημένο». Ως αντικαπιταλιστικό κίνημα ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι η βίαιη αντιπαλότητά του προς τα μνημόνια ήταν η δικαιολογημένη έκφραση της ταξικής του αντίδρασης στις ραδιουργίες των ολιγαρχών και των καπιταλιστών που βασάνιζαν τον αγνό ελληνικό λαό. Στην ιδρυτική του διακήρυξη ο ΣΥΡΙΖΑ έγραφε ότι εργάζεται για τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» και ότι υπηρετεί «τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις των δυνάμεων της εργασίας και των καταπιεσμένων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων».
Ολα αυτά τώρα τελείωσαν. Από τον Ιούλιο του 2015 και μετά το αντικαπιταλιστικό παραμύθι έλαβε τέλος. Μόνο ο κ. Λαφαζάνης και η ομάδα του έμειναν συνεπείς στον μαρξισμό και αποχώρησαν. Η καταδίκη του καπιταλισμού σημαίνει έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, όπως ακριβώς λέει το –πάντα συνεπές –ΚΚΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως έκανε πίσω. Το μνημόνιο έγινε κάτι αναγκαίο μέσα σε ένα βράδυ, γιατί προστάτευσε την Ελλάδα από τη χρεοκοπία –και έφερε στην Ελλάδα τα 300 δισεκατομμύρια της ευρωπαϊκής βοήθειας, όπως ακριβώς έλεγαν οι «γερμανοτσολιάδες», οι «γκάνγκστερ» ηγέτες της ΕΕ και οι κατά τα άλλα «προσκυνημένοι» οικονομολόγοι.
Είναι αξιοπρόσεκτο όμως ότι το τέλος της αντιμνημονιακής ψευδολογίας δεν έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ κοντύτερα στην «κεντροαριστερά» όπως ήλπιζαν ξένοι πολιτικοί, όπως π.χ. οι Πιτέλα και Σουλτς. Ούτε και μείωσε τη ρητορική του μίσους. Ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε τη μαρξιστική ερμηνεία των πραγμάτων αλλά όχι και την πηγαία και βίαιη επιθετικότητά του για τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σκέφτεται ακόμα με τους όρους του «εμείς» ή «αυτοί» που αναμετρούνται χωρίς όρους, σύμφωνα τουλάχιστον με τα λεγόμενα του κ. Τσίπρα ή του κ. Παππά. Και όμως ποια είναι τώρα η κοινωνική τάξη των καταπιεσμένων; Και ποιοι είναι οι δυνάστες; Πώς γίνεται να καταδικάζεις την ευρωζώνη για δήθεν απάνθρωπη εκμετάλλευση των αδυνάτων ενώ παράλληλα την υπερασπίζεσαι εφαρμόζοντας, κουτσά-στραβά, τα μνημόνια και το άνοιγμα της ελληνικής κοινωνίας στον δίκαιο ανταγωνισμό και το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος;
Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον ασυνάρτητη, αλλά συνεχίζεται με την ίδια αφοσίωση στην ηθική εξόντωση των αντιπάλων. Εχθροί πλέον δεν είναι μόνο οι Ευρωπαίοι, αλλά και οι εσωτερικοί «φίλοι» τους. Τίποτε, κανένας θεσμός ή κανένας κανόνας ευθύτητας ή δημοκρατικής ευαισθησίας, δεν φαίνεται να μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην αναμέτρηση του καλού (δηλαδή των κ.κ. Τσίπρα και Παππά) με το κακό (δηλαδή όλη την αντιπολίτευση). Οπως και ο κ. Τραμπ στις ΗΠΑ και η κυρία Λεπέν στη Γαλλία (τους πολιτικούς με τους οποίους ο κ. Τσίπρας έχει τα περισσότερα κοινά στοιχεία) ο Πρωθυπουργός διαρκώς ξιφουλκεί εναντίον ενός δυσδιάκριτου και παντοδύναμου εχθρού.
Πρόκειται για την ίδια μάχη χωρίς κανόνες που περιέγραφε ο Μαρξ στις μακροσκελείς του αναλύσεις. Αυτό όμως δεν είναι ένα μαρξιστικό μίσος. Είναι κάτι άλλο, το πηγαίο άλλο μίσος των πρώην συντρόφων του ανατολικού μπλοκ. Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε σχεδόν αστραπιαία από τη φάση της ταξικής και ιδεολογικής βίας σε μια απλά γυμνή, προσωπική, ευκαιριακή και διαχειριστική βία. Αντίπαλοι είναι όλοι όσοι λένε όχι. Είναι ακόμα και ο δικαστής που διαφωνεί με βάση τις αρχές του και για αυτό του αξίζει –αφού δεν συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις –τη δημόσια διαπόμπευσή του από την κομματική εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ροπή του ΣΥΡΙΖΑ προς τον αυταρχισμό δεν πρέπει έτσι να εκπλήσσει. Είναι φυσική συνέχεια της πολιτικής ιδεολογίας που διέπλασε την προσωπικότητα των πρωταγωνιστών του. Η περιφρόνηση του ΣΥΡΙΖΑ προς το κοινοβούλιο και τη Δικαιοσύνη, η διαπραγμάτευση με τους παλιούς ολιγάρχες και η συμμαχία με τους νέους, η άνευ όρων πάλη για την παραμονή στην εξουσία είναι μια απόλυτα φυσιολογική εξέλιξη του τρόπου σκέψης του. Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει αυτό που έλεγε πάντα: «ή εμείς ή αυτοί».
Θα το λέει ακόμα και όταν το «αυτοί» θα είναι όλοι πλέον οι θεσμοί και όλοι οι καθηγητές και όλοι οι δικαστές και όλοι οι δημοσιογράφοι και κάθε ανεξάρτητη φωνή, που αντιστέκεται στα σχέδια της ηγεσίας για την άλωση κάθε πτυχής του κράτους. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα το λέει ακόμα και όταν το «εμείς» θα έχει συρρικνωθεί σε πρόσωπα που χωρούν σε ένα μόνο κόμμα, ή σε ένα μόνο γραφείο. Το μόνο που θα πρέπει να εκπλήσσει είναι όχι η κατεύθυνση αλλά η ταχύτητα της αδήριτης πορείας της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προς την απομόνωση.
Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ