Στο κλασσικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό», οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες περιμένουν μάταια την άφιξη του Γκοντό, μέχρι που αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν αλλά αποτυγχάνουν.

Παρόμοια κωμικοτραγική πλοκή εκτυλίσσεται όσον αφορά και τον διάλογο για την ανασυγκρότηση του προοδευτικού κέντρου, όπου οι δυο κύριοι πρωταγωνιστές του χώρου (Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ) αναλώνονται σε ατέρμονες συζητήσεις για τα διαδικαστικά. Οποιεσδήποτε αποφάσεις για το μέλλον αναβάλλονται, περιμένοντας έναν από μηχανής Θεό για να σώσει την παράταξη από μια επικείμενη εκλογική πανωλεθρία.

Μόνο που η συζήτηση έχει κουράσει πλέον ακόμα και τους λίγους εναπομείναντες ρομαντικούς ιδεαλιστές που μάχονται για την ανασυγκρότηση της παράταξης. Για το σκοπό αυτό συστάθηκε και η επιτροπή διαλόγου και θέσεων για τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις όπου και κατέληξε σ᾽ ένα 40σέλιδο πόρισμα-μανιφέστο για ένα μελλοντικό κόμμα. Λίγο πολύ όλοι θα συμφωνήσουν με τις προτάσεις του πορίσματος αφού μιλάει για διαχωρισμό εκκλησίας\κράτους, αποκομματικοποίηση του κράτους, ίδρυση μη κρατικών πανεπιστήμιων κ.ο.κ.

Όμως η έλλειψη ενός οδικού χάρτη με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την ανασυγκρότηση του χώρου ήταν μάλλον απογοητευτική και προβλημάτισε για το τι μέλλει γενέσθαι. Όχι μόνο δεν καθορίστηκε ο τρόπος εκλογής ενός νέου αρχηγού για τον ενοποιημένο χώρο του κέντρου, αλλά ούτε καν υπήρξε πρόβλεψη για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών το φθινόπωρο. Στην περίπτωση αυτή τι εγγυήσεις έχουν δοθεί για τη μετέπειτα επιβίωση της παράταξης; Θα υπάρξει προεκλογική συνεργασία των δύο κομμάτων (και με ποιον αρχηγό;), ή ο καθένας θα τραβήξει τον δρόμο του μπροστά σ᾽ ένα νέο διπολισμό μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ; Δυστυχώς, όταν ο κεντρώος χώρος δεν έχει καν μετουσιωθεί σ᾽ ένα νέο πολυσυλλεκτικό κόμμα, πως θα καταφέρει να καρπωθεί εγκαίρως τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να την μετατρέψει σε ένα διψήφιο εκλογικό ποσοστό;

Οι ψηφοφόροι του κέντρου ελλείψει πολιτικής εκπροσώπησης θα είναι άτεγκτοι και δεν θα χαρίσουν εύκολα τη ψήφο τους σε κόμματα που δεν έχουν κυβερνητική προοπτική. Ένα νέο κόμμα θα πρέπει όμως να έχει και νέα ηγεσία, διαφορετικά κινδυνεύει να περιορισθεί στο ποσοστό του κόμματος (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ), του ο οποίου ο κάθε αρχηγός εκπροσωπεί. Η νέα ηγεσία θα πρέπει να είναι ελκυστικότερη από τον κ. Μητσοτάκη στο μέσο ψηφοφόρο του κέντρου, με ένα λόγο πιο προοδευτικό και ξεκάθαρα μεταρρυθμιστικό. Μεσοβέζικες λύσεις που θα συνδυάζουν ένα ξύλινο αριστερό λόγο με ένα μεταρρυθμιστικό μανδύα θα πρέπει να αποφευχθούν. Άλλωστε, το ρόλο αυτό τον έχει παίξει με απαράμιλλη επιτυχία ο Φώτης Κουβέλης…

Η επιτυχία του νέου φορέα θα εξαρτηθεί από την νέα ηγεσία (τις θέσεις τις έχουμε, ενώ ο χώρος βρίθει από αξιόλογα στελέχη). Το κλειδί για έναν την εκλογή ενός πετυχημένου ηγέτη που θα συσπειρώσει, αλλά και θα διευρύνει την εκλογική επιρροή του κεντρώου μεταρρυθμιστικού χώρου, θα εξαρτηθεί από το εκλεκτορικό σώμα που θα κληθεί να τον εκλέξει. Το ζήτημα όμως είναι σε ποιους αναφερόμαστε όταν μιλάμε με μεγάλη ευκολία για εκλογή από τη βάση.

Είναι ώρα αποφάσεων για την κεντροαριστερά. Οι πολίτες θέλουν χρόνο για να πεισθούν από ένα νέο κόμμα στην πορεία προς τις εκλογές. Σε αντίθετη περίπτωση, η παράταξη κινδυνεύει να οδηγηθεί σε αυτοχειρία, περιμένοντας ένα μεσσία που μπορεί να μην έρθει ποτέ.