Η είσοδος των γυναικών στην ορχήστρα αποπνέει αέρα παιχνιδιάρικο. Τα κορίτσια, σαν ένα πολύχρωμο τσαμπί σταφύλι, χοροπηδούν ανάλαφρα, όσο πατάει η γάτα, καθώς πλησιάζουν όλο και περισσότερο προς το πιάνο, στην άλλη άκρη της ορχήστρας, που τις καθοδηγεί σε τόνους μινιμαλιστικούς. Μια υπόσχεση ευθυμίας και «ζαβολιάς» κρύβεται στη μουσική αλλά και στα χαμόγελά τους. Το βλέμμα των θεατών δεν μπορεί να μην καρφωθεί στα όμορφα σώματά τους, που καθόλου δεν κρύβονται κάτω από τα διάφανα αραχνοΰφαντα φορέματα.
Η Λυσιστράτη (Λένα Κιτσοπούλου) ξαπλώνει στο βάθρο ενός «ξεπεσμένου» αγάλματος. Μοιάζει σαν να βαριέται. Ή μήπως είναι πολύ κουρασμένη; Προσπαθεί να κάνει πους απς. Βογγά. «Αυτό που βλέπετε είναι μια κανονική γυναίκα» μας ενημερώνει ο σκηνοθέτης μέσω υπέρτιτλων στις πλαϊνές κερκίδες… «Αυτή τώρα είχε πάρα πολλές δουλειές, είχε ξυπνήσει πρωί-πρωί, είχε πάει για ψώνια κι είχε βάλει μια σπανακόπιτα στον φούρνο» συνεχίζει ο «σχολιαστής». Σιγά-σιγά αρχίζει ο διάλογος. Θέμα του η σπανακόπιτα. Πώς την κάνεις εσύ; ρωτάει μια από τις κοπέλες του Χορού. Πράσο βάζεις; Και κάπως έτσι, μεταξύ ταπεινών διλημμάτων και μεγαλόπνοων σχεδίων για τη σωτηρία της πόλης, οι γυναίκες συγκεντρώνονται και αποφασίζουν, μετά την πιεστική όσο και πειστική επιχειρηματολογία της Λυσιστράτης, να κηρύξουν σεξουαλική απεργία, ώστε να αναγκάσουν τους συζύγους τους να σταματήσουν τον πόλεμο.
Ο Αριστοφάνης τις παρουσιάζει με όλα τα ελαττώματα που απέδιδε η εποχή στο γυναικείο φύλο –αν και μεγεθυμένα μέσα από τον κωμικό φακό του. Κοκέτες, μπεκρούδες, λάγνες ερωτιάρες αλλά και άφοβες γλωσσούδες. Απαξ και πιστέψουν στην ιερότητα της ειρηνευτικής αποστολής τους –έστω και για εγωιστικούς λόγους –στέκονται ατρόμητες μπροστά σε κάθε απειλή: καθόλου δεν σκιάζονται π.χ. όταν τους κραδαίνουν πυρσούς οι άντρες ή τις σημαδεύουν οι τοξότες, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης. Και όταν ο Πρόβουλος (σημείωση: οι Πρόβουλοι ήταν άνδρες εμπιστοσύνης που εκλέγονταν για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις ανάγκης στην πόλη) αμφισβητεί την ικανότητά τους να σώσουν τη χώρα, η Λυσιστράτη του απαντά αποστομωτικά: «Ναι, γιατί σου φαίνεται παράξενο; Εμείς οι γυναίκες δεν είχαμε πάντα τη διαχείριση του σπιτιού;» συνδέοντας έτσι αβίαστα την εύρυθμη λειτουργία του οίκου με αυτήν της πόλης-κράτους.
Στην παράσταση του Μαρμαρινού, τα μέλη του Χορού υπάρχουν σχεδόν αποκλειστικά ως καλλίγραμμα σώματα (ως «θεώρημα των Γυναικών» τις χαρακτηρίζει το σκηνοθετικό σημείωμα στο πρόγραμμα). Κι αν ο Χορός στο αρχαίο δράμα λειτουργεί ως ομάδα και όχι ως μεμονωμένα άτομα, έχει σημασία πώς αντιλαμβάνεται και «στήνει» κανείς τα μέλη της ομάδας αυτής. Εξαφανισμένη η καλή ηθοποιός Λένα Παπαληγούρα (γιατί την πήρε άραγε;), οριακά και αμήχανα παρούσα η έμπειρη Αγλαΐα Παππά, ενώ στο όριο του χαζοχαρούμενου κινούνται οι μονίμως χαμογελαστές Ηλέκτρα Νικολούζου και Λένα Δροσάκη. Ελαφρώς διασώζονται η Αθηνά Μαξίμου ως μπριόζα και σκαμπρόζα και η Ελενα Τοπαλίδου ως νευρόσπαστη «κλόουν» της παρέας.
Είναι όμως φανερό πως δεν τον ενδιαφέρουν οι «ρόλοι» τον σκηνοθέτη: φέρνει τον Πρόβουλο στη σκηνή πάνω σε ένα εκκύκλημα και τον αφήνει βουβό. Η Μυρρίνη, στην περίφημη σκηνή σεξουαλικού «βασανισμού» του Κινησία, «διαιρείται» σε κομμάτια: δεν μέτρησα ακριβώς, αλλά την υποδύονται τρεις ή τέσσερις διαφορετικές ηθοποιοί (φαντάζομαι το υπονοούμενο είναι πως πάνω στην κάψα του άνδρα, any woman will do). Οι αντιπροσωπείες των Αθηναίων και των Σπαρτιατών δίνουν τη θέση τους σε πλαστικά ομοιώματα στα οποία απευθύνεται επιτιμητικά η Λυσιστράτη.
Αφωνοι άνδρες, κατακερματισμένη σύζυγος, πλαστικές ή γελαστές «κούκλες»: με εξαίρεση την κεντρική ηρωίδα και τους τέσσερις συμπαθείς «γέροντες» του ανδρικού Χορού, έτσι αποδίδονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες σε αυτή την παράσταση, που προτάσσει πέρα και πάνω από όλα την «ποιητική» ατμόσφαιρα. Ο Μαρμαρινός φρόντισε επιμελώς να αποφύγει όλα τα λάθη και τις όποιες κακογουστιές των συναδέλφων του: αφαίρεσε τους υπερμεγέθεις φαλλούς, το πανηγυριώτικο μακιγιάζ, τα κουρελέ ρούχα και την επιθεωρησιακή διάσταση που είθισται να συνοδεύουν τα ανεβάσματα αρχαίας κωμωδίας στη χώρα μας. Τον «καθάρισε» τον Αριστοφάνη ο Μαρμαρινός, τον καλλώπισε. Τον σιδέρωσε, του έβαλε αιθέρια υφάσματα, του έδωσε πιάνο με ουρά και τον έκανε «σικ». Εξευγένισε το «χοντροκομμένο» χιούμορ του με μετα-δραματικά αστεία («τι είναι τώρα αυτό; Μοντέρνα σκηνοθεσία;» λέει η Κιτσοπούλου, στο γνωστό αλλά συγκρατημένο στυλ της, με λίγες, συνήθως εύστοχες παρεμβολές) και πρόσθεσε τριτοπρόσωπη, αποστασιοποιητική αφήγηση, με άνισα, ενίοτε χαριτωμένα, αποτελέσματα («και τότε κατάλαβε πως εκείνη δεν θα έρθει… έμεινε με την ψωλή στο χέρι… είναι πολύ σκληρή στιγμή αυτή για έναν άνδρα»). Προτίμησε μικρούς, κομψούς φαλλούς αντί για τα παλιά παλλόμενα μακρινάρια. Και δεν απέφυγε ούτε τον εύκολο συναισθηματισμό βάζοντας τον θίασο να κάνει πρόποση «σ’ αυτούς που δεν είναι πια εδώ… στον Μηνά [Χατζησάββα]» και «σε όλα τα επίπεδα του έρωτα: τον σαρκικό, τον πνευματικό, τον τυφλό, τον παράλογο, τον ανεξίτηλο, τον χωρίς όρια κ.ο.κ.» αλλά και «σ’ αυτές τις πέτρες: σε όσους κάθησαν σ’ αυτές, και θα καθήσουν».
Δεν λέω, ήταν ωραία η στιγμή που έσβησαν τα φώτα και βυθιστήκαμε όλοι μαζί στο σκοτάδι, απολαμβάνοντας την επιδαύρεια αίσθηση… Από πότε όμως η κωμωδία κρίνεται για τον «ρομαντισμό» και τη λυρική της διάθεση; Οσο κι αν αυτή η τελευταία αποδεικνύεται ευπρόσδεκτη (καθοριστική εδώ η «χαμηλόφωνη» μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού), η κωμωδία δεν φτιάχνεται με ωραίες ατμόσφαιρες, χαριτωμένα ευρήματα και μελό προπόσεις. Πολύ περισσότερο, μια παράσταση κωμωδίας με θέμα το σεξ –τη στέρηση ή τη λαχτάρα αυτού –η οποία, εν προκειμένω, δεν διακρίνεται από ίχνος ερωτισμού.
Ας μην μπερδευόμαστε: το «κάλλος» –με το οποίο τόσο παθιασμένος δηλώνει ο σκηνοθέτης –δεν ταυτίζεται ούτε με τον αισθησιασμό ούτε με την ερωτική πρόκληση. Ο Μαρμαρινός έμεινε προσκολλημένος σε μία κυριολεξία: πήρε το απόσπασμα του κειμένου που μιλάει για τα όπλα των γυναικών («Μα, αυτά ακριβώς θα μας σώσουν / Οι κρόκοι και τα μύρα / Οι άζωστοι χιτώνες / Τα κοκκινάδια και τα πέπλα τα διάφανα») και το ακολούθησε κατά γράμμα: έδωσε στις ηθοποιούς του υπέροχα χτενίσματα, άψογο μακιγιάζ και διάφανα πέπλα. Η κυριολεξία, όμως, ως γνωστόν, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μεταφοράς. Το ολόγυμνο σώμα μπορεί να γεννά τον θαυμασμό μας, όχι όμως και τον ερεθισμό μας. Μάλλον το αντίθετο. «Η σαγήνη αρχίζει στη μυστικότητα» γράφει ο Μποντριγιάρ και αυτό δεν χρειάζεται μεγάλη σοφία για να το κατανοήσει κανείς. «Η μαγεία γεννιέται από αυτό που μένει κρυμμένο»: αυτό θα ερεθίσει τη φαντασία, το μυαλό και κατά συνέπεια την επιθυμία. Δεν υπάρχει τίποτε ερωτικό σε αυτή τη μεταχείριση των γυναικών ηθοποιών ως αμήχανα γυμνά σώματα προς έκθεση. Και όλα αυτά τα εγκωμιαστικά σχόλια που διάβασα περί της τόλμης του γυμνού και περί της ομορφιάς του γυναικείου σώματος μέσα στο αρχαίο θέατρο μου ακούγονται πραγματικά αφελή και παιδιάστικα.

πότε & πού:

Το προσεχές πρόγραμμα της «Λυσιστράτης»:

  • 20 Αυγούστου, Καβάλα
  • 23 Αυγούστου, Δίον
  • 28 Αυγούστου, Αρχαία Ολυμπία
  • 30 και 31 Αυγούστου, Πάτρα
  • 4 Σεπτεμβρίου, Παπάγου
  • 9 Σεπτεμβρίου, Θεσσαλονίκη
  • 12 Σεπτεμβρίου, Ελευσίνα
  • 16 Σεπτεμβρίου, Βύρωνας

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ