Η νοσταλγία είναι ένα ισχυρό νόμισμα. Και όσο τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δυσοίωνα στο παρόν, ο άνθρωπος θα καταφεύγει στο ασφαλές παρελθόν με όλο και πιο διψασμένο πάθος. Την προηγούμενη εβδομάδα, με αφορμή δύο αθλητικές επετείους, η νοσταλγία ξεχείλισε. Η πρώτη (και σημαντικότερη) ήταν η επέτειος του Ευρωμπάσκετ του 1987. Τότε που –επί ΠαΣοΚ, που λέει και το παρατεταμένο viral –ο Γκάλης και τα άλλα παιδιά ανάγκαζαν τις εφημερίδες να κυκλοφορήσουν με τίτλους όπως «Η αγάπη είναι ζάλη» («Τα Νέα», 15.06.1987) για να περιγράψουν την απρόσμενη εθνική γιορτή. Η δεύτερη επέτειος ήταν αυτή του Euro 2004· πιο κοντινή, πιο ανεξήγητη.
Ακόμη θυμάμαι εκείνο το απόγευμα. Ηταν καλοκαίρι, τέτοια εποχή. Η Ελλάδα ήταν διαφορετική, αισιόδοξη, ανέμελη –καταστροφικά ανέμελη. Ημασταν όλοι βέβαιοι για το δυτικό μέλλον μας, οι τράπεζες διαφήμιζαν διακοποδάνεια, ετοιμάζονταν να λανσάρουν το Euro-δάνειο, αλλά δεν το ήξεραν ακόμη. Οι Ολυμπιακοί ακολουθούσαν, η πόλη καλλωπιζόταν όσο ποτέ ξανά και ο κόσμος ετοιμαζόταν να δει το Euro 2004 –αν η χώρα έχει το peak moment της Ιστορίας της, ήταν εκείνο το απόγευμα. Ασφαλώς, όπως συμβαίνει και στη ζωή, δεν ξέραμε πως εκείνη ήταν η καλύτερη εποχή μας –νομίζαμε πως οι καλύτερες εποχές έρχονταν, πως μας αξίζουν· δεν ξέραμε.
Εκείνο το απόγευμα περιμέναμε να αρχίσει το Euro 2004. Θα παίζαμε με τη γηπεδούχο Πορτογαλία, μια παραδοσιακή δύναμη. Ηταν καλύτεροι, ήταν μια ομάδα που έφερνε τρόμο, και τον τρόμο το ελληνικό γονίδιο τον αντιμετωπίζει παραδοσιακά διακωμωδώντας τον.
Οταν ανακοινώθηκαν οι 11άδες, στα café και στα SMS, στα αθλητικά ραδιόφωνα και στον αχό της πόλης σκορπίστηκε η αναμενόμενη αμφισβήτηση. «Μα είναι ομάδα αυτή;» έλεγε ο ένας. «Γιατί δεν πήρε τον Ζήκο;» έλεγε ένας άλλος. «Μια ζωή στη σφαλιάρα θα είμαστε» προεξοφλούσε κάποιος τρίτος τη βολική κατωτερότητά του. Δύο ώρες μετά, άνθρωποι φώναζαν για ελληνική φυλετική ανωτερότητα με αυτόν τον αστείο τρόπο με τον οποίο ενήλικοι πανηγυρίζουν για το ποδόσφαιρο. Για τον επόμενο μήνα θα έκλαιγαν, θα αγκαλιάζονταν, θα φώναζαν, θα ένιωθαν μια αίσθηση που οι Αμερικανοί περιγράφουν ως «better than sex», όλον αυτόν τον παρατεταμένο οργασμό μέχρι την κατάκτηση του Euro.
Στο φετινό Euro της Γαλλίας η Εθνική Ελλάδος λείπει, επιβεβαιώνοντας τη σχέση εθνικής χρεοκοπίας και ελληνικού αθλητισμού. Θα μας λείψει; Ισως, με τον διεστραμμένο τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι τοξικές σχέσεις, οι δυστυχισμένοι γάμοι στους οποίους ο ένας πληγώνει συστηματικά τον άλλον, και όλο αυτό έχει γίνει μια σύμβαση τόσο σταθερή, που το ζευγάρι την απολαμβάνει, τη ζητά, έχει εθιστεί σε αυτήν.
Η Ελλάδα, την ώρα της (αγχωμένης για την τρομοκρατία, τα επεισόδια και το Brexit) ευρωπαϊκής γιορτής της μπάλας, θα παραμένει ένα ποδοσφαιρικό failed state, που μάλιστα είχε και τους πλανήτες να συνωμοτούν εναντίον της: ο Κλαούντιο Ρανιέρι, που εκδιώχθηκε όχι άδικα ως αποτυχημένος από τα μέρη μας μετά την κωμική ήττα από τα Νησιά Φερόε, δημιούργησε την ιστορική αθλητική έκπληξη στην Αγγλία με το πρωτάθλημα της Λέστερ. Σαν να μην έφτανε η αποτυχία, έχεις και την ειρωνεία.
«Η γκρίνια», είπε πρόσφατα ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, ο «κόκκινος Ντάνι» του Μάη του ’68, στους «Financial Times» σε ένα κείμενο για το ποδόσφαιρο, «είναι μέρος της κουλτούρας της Γαλλίας. Δεν το κάνουμε τόσο επειδή νιώθουμε άσχημα, περνάμε ωραία γκρινιάζοντας, και για την κοινωνία και ασφαλώς και για την μπάλα».
Αν μπορούσαμε να ελληνοποιήσουμε την άποψή του, θα μπορούσαμε να πούμε πως η απαξίωση, σε συνδυασμό με τη νοσταλγία (επί ΠαΣοΚ που όλα «ήταν καλύτερα»), είναι η δική μας απόλαυση, ο δικός μας τρόπος να ζούμε και να βλέπουμε ποδόσφαιρο και δυστυχώς και πολιτική. Μόνο που η απαξίωση έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα. Οταν τη μελετάς συχνά, στο τέλος έρχεται να σε βρει. Και όταν συμβεί, θα είναι καλοκαίρι, θα είσαι χρεοκοπημένος και θα λείπεις από τη γιορτή.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ