Η μικροκαμωμένη 62χρονη αρχαιολόγος, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Τζόαν Μπρέτον Κόνελι, πριν από δύο χρόνια τάραξε τα νερά. Το βιβλίο της «Το αίνιγμα του Παρθενώνα», που κυκλοφόρησε το 2014, περιέχει έναν αιρετικό ισχυρισμό. Σε αντίθεση με το κύριο, ελάχιστα αμφισβητημένο ρεύμα αντιλήψεων που συνοδεύει τον Παρθενώνα εδώ και δύο αιώνες, υποστηρίζει ότι η ζωφόρος του μνημείου δεν απεικονίζει τη γιορτή των Παναθηναίων. Στο βιβλίο της υποστηρίζει ότι στη ζωφόρο απεικονίζεται η στιγμή πριν από τη θυσία μίας από τις κόρες του αθηναίου βασιλιά Ερεχθέα, όπως περιγράφεται στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη (διασώζονται μόνο κάποια χωρία), προκειμένου να κερδηθεί ο πόλεμος με τους Ελευσίνιους. Και όμως, η αιρετική θεώρησή της για το αίνιγμα της ζωφόρου έπεισε πολλούς. Η εφημερίδα «The New York Times» και η επιθεώρηση βιβλίου «The New York Review of Books» συμπεριέλαβαν το βιβλίο της στα καλύτερα της χρονιάς, ενώ ο κριτικός βιβλίου του περιοδικού «New Yorker» Ντάνιελ Μέντελσον επιφύλαξε διθυραμβική κριτική. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά (από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση της Κατερίνας Σέρβη), η Τζόαν Μπρέτον Κόνελι μίλησε στο BHΜΑgazino για μια νέα θεώρηση επάνω στον Παρθενώνα, για τον συμβολισμό του μνημείου, καθώς και για τον ρόλο των αρχαιολόγων σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και λιγότερο απτός.
Πότε αποφασίσατε να μελετήσετε τη ζωφόρο του Παρθενώνα; «Δεν το αποφάσισα ποτέ. Συχνά οι αρχαιολόγοι πρέπει να «ακούσουμε» τι συμβαίνει στην περιφέρεια της εργασίας μας. Εκεί συναντούμε μοτίβα που αν ξεκινούσαμε επί τούτου να τα ανακαλύψουμε δεν θα μπορούσαμε».
Θέλετε να αφηγηθείτε πώς συνέβη; «Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, εργαζόμουν ήδη επάνω στο βιβλίο μου για τις ιέρειες στην αρχαία Ελλάδα («Portrait of a Priestess: Women and Ritual in Ancient Greece», εκδ. Princeton University Press) και βρέθηκα να μελετώ την ιέρεια στη ζωφόρο του Παρθενώνα. Αντίθετα με τη συνήθη πρακτική της εικονογραφίας της εποχής, δεν κρατά τον δείκτη, το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ιερειών. Επρεπε να αποφασίσω εάν θα τη συμπεριλάβω στο βιβλίο μου ή εάν θα την παραλείψω. Την ίδια περίοδο διάβαζα τον Ερεχθέα του Ευριπίδη επειδή σε αυτό το έργο η Αθηνά χρίζει την Πραξιθέα πρωθιέρεια στο τέλος του κειμένου. Διάβαζα το έργο για να δω αν θα συμπεριλάβω και την Πραξιθέα, ως μυθική ιέρεια. Ξαφνικά, ένα απόγευμα, καθώς κοίταζα τη ζωφόρο, σκέφτηκα «Θεέ μου, κοιτάζω αυτό για το οποίο έγραφε ο Ευριπίδης: ένας πατέρας, μία μητέρα, τρεις κόρες και η θυσία της μίας εξ αυτών»».
Το επίμαχο τμήμα της ζωφόρου του Παρθενώνα. Η αρχαιολόγος Τζόαν Μπρέτον Κόνελι υποστηρίζει ότι απεικονίζει τη στιγμή πριν από τη θυσία μίας από τις κόρες του Ερεχθέα.

Επειτα εργαστήκατε επάνω σε αυτή την υπόθεση; «Εν πολλοίς, ναι. Ομως αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αφήσω στην άκρη το βιβλίο για τις ιέρειες για επτά χρόνια και να εργαστώ σχεδόν αδιάκοπα επάνω σε αυτή την οπτική».


Πόσον καιρό σάς πήρε η μελέτη; «Το 1994 έγραψα ένα άρθρο στην «American Journal of Archaeology» σχετικά με τη ζωφόρο του Παρθενώνα. Το 1997 επέστρεψα στις ιέρειες και το βιβλίο εκδόθηκε το 2007. Και όταν τελείωσα με τις ιέρειες επέστρεψα στον Παρθενώνα. Το «Αίνιγμα του Παρθενώνα» εκδόθηκε τελικά το 2014».
Ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις στον ισχυρισμό ότι η ζωφόρος απεικονίζει τον μύθο της ανθρωποθυσίας της κόρης του Ερεχθέα; «Την περίοδο που έγραφα το άρθρο με τη θέση μου για το θέμα, δεχόμουν πιέσεις, οι οποίες με είχαν ανησυχήσει. Την ίδια περίοδο επισκέφθηκα το All Souls College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Τότε ο Αϊζάια Μπερλίν, ο σπουδαίος φιλόσοφος, βρισκόταν εκεί και τον έβλεπα καθημερινά στο μεσημεριανό γεύμα και στο δείπνο. Κάποια μέρα με κάθισε κάτω και μου μίλησε. Μου είπε ότι οι καλύτερες ιδέες περνούν μια δαρβινική διαδικασία «φυσικής επιλογής», δέχονται πιέσεις και όταν επιζήσουν από αυτές γίνονται η νέα ορθοδοξία. Με συμβούλευσε να μιλήσω όχι σε εκείνους που είναι βέβαιοι, αλλά σε εκείνους που δεν έχουν αποφασίσει ακόμη, στους νέους και στους πολύ μεγάλους».
Η κοινότητα των αρχαιολόγων ήταν πεπεισμένη επί περισσότερα από 200 χρόνια ότι η ζωφόρος απεικονίζει τη γιορτή των Παναθηναίων… «Ο αδελφός μου είναι χημικός και του λέω «Κοίταξε, αν αυτό συνέβαινε στη δική σου επιστήμη, αν κανείς δεν αμφισβητούσε μία μέθοδο, θα βρισκόμασταν ακόμη στη φάση της αλχημείας». Είναι απίστευτο το ότι στην αρχαιολογία μπορεί και συμβαίνει κάτι τέτοιο».
Γιατί πιστεύετε ότι είχαμε μείνει με αυτή την εκδοχή για τόσο πολύ καιρό; «Θεωρώ ότι έχει να κάνει με τον συμβολισμό του Παρθενώνα. Οταν κάτι είναι εμβληματικό είναι δύσκολο να το δεις καθαρά, επειδή θεωρείται σπουδαίο, κάθεται σε ένα βάθρο. Είναι δύσκολο να δεις ένα αντικείμενο τέτοιας ομορφιάς με διαύγεια. Προβάλλουμε τον εαυτό μας στο μνημείο. Από τον Διαφωτισμό και έπειτα, ο Παρθενώνας είναι μέρος της σύγχρονης ζωής. Επίσης, έχουμε την τάση να βλέπουμε τον Παρθενώνα με πολιτικά γυαλιά –ως μνημείο δημοκρατίας –και να παραγνωρίζουμε τη σημασία της θρησκείας, ενώ πρόκειται για έναν βαθιά ιερό χώρο, για έναν ναό».
Αν τελικώς η ζωφόρος απεικονίζει τον μύθο της ανθρωποθυσίας, μήπως πρέπει να αλλάξει και ο συμβολισμός του Παρθενώνα ως μνημείου δημοκρατίας; «Αν είναι να αλλάξουμε τον συμβολισμό, δεν προτείνω να απομακρύνουμε τη δημοκρατία, αλλά να συνδεθούμε με τον αρχαίο ορισμό της δημοκρατίας. Η αντίληψη περί θυσίας στην αρχαία Αθήνα δεν ήταν εκείνη του τρόμου και της βαρβαρότητας μιας ανθρωποθυσίας. Υπήρχε η μοναδικά αθηναϊκή αντίληψη της αυτοθυσίας για το κοινό καλό, που βρίσκεται στην καρδιά της δημοκρατίας. Οι πρόγονοι των Αθηναίων, ακόμη και οι ελίτ, οι βασιλιάδες όπως ο Ερεχθέας και η οικογένειά του, αυτό που θα αποκαλούσαμε σήμερα «το 1%», δεν έβαζαν τη ζωή τους πάνω από το κοινό καλό. Αυτή η έννοια της θυσίας έχει χαθεί εντελώς στις σύγχρονες δημοκρατίες, καθώς επικεντρώνονται στην ελευθερία και στα ατομικά δικαιώματα».
Ηταν αυτός ο συμβολισμός που είχε στον νου του ο Περικλής; «Πιστεύω ότι ο Περικλής είχε επιλέξει τον μύθο του Ερεχθέα να αντιπροσωπεύσει τη δική του περίοδο, όπως ο Πεισίστρατος επέλεξε τον Ηρακλή και ο Κλεισθένης τον Θησέα. Ο Περικλής κατάφερε να ανανεώσει την Αθήνα πνευματικά και πολιτικά. Αναγνωρίζει, επίσης, τη θυσία των ανδρών και των γυναικών. Και οι δύο δίνουν τη ζωή τους για την πόλη. Οι άνδρες πηγαίνουν στη μάχη και οι γυναίκες θυσιάζονται. Ο νόμος του Περικλή περί υπηκοότητας του 451 π.Χ. αναβάθμισε τον ρόλο των γυναικών της Αθήνας, καθώς κάποιος μπορούσε να πάρει την αθηναϊκή υπηκοότητα μόνο εάν και η μητέρα του ήταν τέταρτης γενιάς Αθηναία. Το νόημα είναι ότι κανείς δεν βάζει τον εαυτό του πάνω από την πολιτεία».
Το βιβλίο της Τζόαν Μπρέτον Κόνελι «Το αίνιγμα του Παρθενώνα» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.

Γιατί να γίνει κάποιος αρχαιολόγος τον 21ο αιώνα; «Κάποιος μπορεί να γίνει αρχαιολόγος επειδή η αναπάντητη και πιο συναρπαστική ερώτηση για τον κάθε άνθρωπο είναι το «από πού προέρχομαι;». Κάθε γενιά προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε αυτή την ερώτηση. Κάθε γενιά διαθέτει νέες μεθόδους, νέες τεχνολογίες, νέους τρόπους να θέσει αυτό το ερώτημα. Δεν έχει υπάρξει πιο συναρπαστική εποχή για να γίνει κάποιος αρχαιολόγος, με δεδομένο το τι μπορούμε να μάθουμε μέσω της ανάλυσης DNA».

Αρα γι’ αυτό γίνατε κι εσείς αρχαιολόγος; «Ηθελα να γίνω αρχαιολόγος από όταν ήμουν πέντε ετών και δεν τα σκεφτόμουν ακριβώς έτσι τότε. Μεγάλωσα σε μια κωμόπολη στο Οχάιο, η οποία όμως διέθετε ένα εξαιρετικό μουσείο τέχνης. Δεν συνέβαιναν και πολλά πράγματα στο Οχάιο και το μουσείο ήταν ο ναός μου. Εκεί πήγαινα κάθε Σάββατο της νιότης μου και ποτέ δεν με απογοήτευσε. Τότε «ερωτεύτηκα» την αρχαία ελληνική έκθεση. Στον πυρήνα μας όλοι είμαστε παραμυθάδες, όλοι υποκύπτουμε στην αφήγηση, κι εγώ διάβαζα ελληνική μυθολογία αντί για παραμύθια».
Εχετε αρθρογραφήσει και έχετε συμμετάσχει σε συζητήσεις για τη χρήση των συμβολισμών στην ποπ κουλτούρα, στο «Star Wars» και στον Ιντιάνα Τζόουνς. Υπάρχει, μάλιστα, και ένα σχόλιο του Τζορτζ Λούκας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας. Εχετε σκεφτεί τι θα μελετούν από την εποχή μας οι αρχαιολόγοι σε 2.000 χρόνια; «Δεν μπορώ καν να το συλλάβω. Θα ήταν εξαιρετικά άστοχο να διακινδυνεύσω μια τέτοια πρόβλεψη. Μπορώ, όμως, να πω αυτό που λέω κάποιες φορές στις διαλέξεις μου: Μπορείτε να διανοηθείτε ότι ο Παρθενώνας είναι τόσο μακριά από το σήμερα όσο και το έτος 4400. Γιατί το μέλλον ακούγεται τόσο πιο μακρινό; Γιατί περιμένουμε να βρούμε τον εαυτό μας στον Παρθενώνα ενώ πιστεύουμε ότι όσοι θα ζουν το 4400 δεν θα έχουν καμιά σχέση μαζί μας; Ζούμε σε πολύ προσωρινούς καιρούς, χτίζουμε και γκρεμίζουμε συνεχώς. Η μνήμη και τα μνημεία πηγαίνουν μαζί. Οταν κοιτάζεις τον Παρθενώνα, κοιτάζεις κάτι που και ο προπάππος σου μπορούσε να δει, και αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι συνδεδεμένος. Μπορεί, βέβαια, αυτό να συμβαίνει και με κάποια δεδομένα σε μια τράπεζα δεδομένων. Ομως υπάρχει κάτι στην απτότητα των μνημείων που θα ήθελα να μη χαθεί».
Θεωρείτε σημαντική τη φυσική μορφή; «Η χαρά της αρχαιολογίας είναι να σκάβεις τη γη και να μελετάς την αλλαγή στα χρώματα, την υφή των αντικειμένων και όταν συμβαίνουν οι μεταβολές γνωρίζεις ότι εισέρχεσαι σε ευρήματα μιας άλλης ιστορικής περιόδου. Και αυτό το νιώθεις με το χέρι σου. Ισως η αρχαιολογία εξελιχθεί σε ένα είδος ζάπινγκ με συσκευές και λιγότερο με τις αισθήσεις».
Σίγουρα συμβαίνει περισσότερη αρχειοθέτηση σήμερα… «Και λιγότερη ταυτόχρονα. Εχω όλες τις επιστολές που μου έχουν στείλει οι γονείς μου σε πάκους και τις ανοίγω και τις διαβάζω όποτε θέλω. Ομως από τότε που αρχίσαμε να επικοινωνούμε μέσω e-mail δεν έχω κρατήσει τίποτα».
Κατά τη δεκαετία του ’90 υπήρχε η σχολή των οικονομολόγων που υποστήριζε ότι εξαιτίας της συνεχιζόμενης ευημερίας και προόδου της δυτικής δημοκρατίας πλησιάζει το τέλος της Ιστορίας. Συμμερίζεστε μια τέτοια θέση; «Σε καμία περίπτωση. Νομίζω έχει ήδη διαψευστεί αυτή η θεώρηση. Υπάρχει λιγότερος πόλεμος τώρα απ’ ό,τι όταν έγραφε ο Φουκουγιάμα; Δεν το πιστεύω. Οπου υπάρχει ένα ρολόι που χτυπάει και ζωντανοί άνθρωποι γύρω, υπάρχει Ιστορία».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Μαΐου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ