Ηταν ένα από αυτά τα σύντομα ταξίδια αναψυχής που πηδάς μέσα τους ανέμελα, σαν νησιώτης, και τελικά κρατούν μια ολόκληρη ζωή. Ο Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ ήταν νησιώτης αφού, όπως λέει, το σπίτι του ήταν στη Μακρόνησο, το Λονγκ Αϊλαντ της Νέας Υόρκης, αλλά ο ελληνικός κόσμος που τον αγκάλιασε στις πρώτες διακοπές του, το καλοκαίρι του 1954, ήταν τελείως διαφορετικός από τον δικό του. Τον χαρακτηρίζει εξωτικό, με την έννοια που δίνουν οι αμερικανοί στη λέξη. Παραδόξως όμως αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή σαν στο σπίτι του. Επικοινωνούσε με αυτόν τον κόσμο χωρίς να ξέρει ούτε μία ελληνική λέξη. Οπως και αυτός ο εξωτικός όσο και αθώος κόσμος επικοινωνούσε με τα πανέμορφα, παραδοσιακά σκαριά που σαν άγγελοι φτερούγιζαν από νησί σε νησί του Αιγαίου, μεταφέροντας στις κορφές των κυμάτων μια παράδοση 3.000 χρόνων γνώσης της θάλασσας και του ταξιδιού. Αυτά τα σκαριά είναι πλέον μαγική όσο και σπάνια εικόνα, που μας τη θυμίζουν τόσο έντονα και ωραία οι φωτογραφίες του Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ της ενότητας «Αιγαιοπελαγίτικα Καΐκια, 1954-64» με την έκθεση των οποίων εγκαινιάζει το καλοκαίρι μας η γκαλερί Citronne της Τατιάνας Σπινάρη στον Πόρο.
Η ελληνική περιπέτεια του Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ ξεκίνησε το 1954, όταν σπούδαζε στο Πρίνστον μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Εκείνος είχε φίλο έναν Ελληνα, ο οποίος τους προσκάλεσε να έρθουν για δέκα ημέρες στην Ελλάδα. «Και τώρα, 62 χρόνια αργότερα, είμαστε ακόμη εδώ» λέει ο φωτογράφος συμπληρώνοντας: «Οι φωτογραφίες μου διηγούνται πόσο γρήγορα έχει αλλάξει η Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια που ήρθα εδώ. Τότε δεν το είχα υποπτευθεί, αλλιώς θα είχα περισσότερα φιλμ μαζί μου». Αλλαξαν τα σκαριά, άλλαξε το τοπίο, άλλαξαν οι άνθρωποι, αυξάνονται και πληθύνονται οι επισκέπτες. Το 1963 πήγαν στην Ιο γιατί το προηγούμενο καλοκαίρι, όταν είχε πάει ο αδερφός του, δεν βρήκε εκεί κανέναν τουρίστα. Τώρα όμως συνάντησαν δεκαπέντε γάλλους και ο αδερφός του ήθελε να φύγουν. Εμειναν όμως και ο δήμαρχος της Ιου κοιμήθηκε στο πάτωμα για να δώσει το κρεβάτι του στον γιατρό τους από τη Νέα Υόρκη που ήταν στην παρέα. Λίγο μετά, στο εστιατόριο του Λουκά στη Σαντορίνη, ο γιατρός μοίραζε πούρα Αβάνας που είχε μαζί του στους αυτόχθονες, ελπίζοντας ότι θα έβρισκε να αγοράσει καινούργια στο νησί. Εκεί συνάντησαν δύο γάλλους τουρίστες που επί μία εβδομάδα έτρωγαν δύο ή τρεις φορές την ημέρα στο εστιατόριο και στο τέλος ο Λουκάς τους είπε ότι ήταν κερασμένα.
Οταν φωτογράφιζε στην Κούβα ή στην Κίνα ο Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ είχε μερικές φορές πρόβλημα με τη φωτογράφιση των ντόπιων. Στην Ελλάδα ποτέ. Ο καπετάνιος και ο ναύτης τού «Ελευθερία» είχαν όλη την καλή διάθεση ως και να χορέψουν «αγκαλιαστό» ενώπιον του φακού του φωτογράφου. Αυτή η αύρα της καλής διάθεσης είναι ίσως που κάνει ξεχωριστή για τον Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ τη φωτογραφία του ναύτη που βγαίνει από το μηχανοστάσιο τού «Ελευθερία». Δεν ήταν μόνο η πόζα. Πήραν αυτό το καΐκι από τον Βόλο για να τους ταξιδέψει στις βόρειες Σποράδες . Στους μοναχικούς όρμους που άραζαν ο ναύτης ψάρευε και μαγείρευε τα ψάρια για να φάνε όλοι μαζί.
Μια άλλη φωτογραφία, από την παραλία των Ωρεών στην Εύβοια, ο φωτογράφος θεωρεί ότι είναι η επιτομή του ελληνικού καλοκαιριού. Το κοντοκουρεμένο αγόρι με το κοντό παντελόνι, οι ψάθινες καρέκλες του καφενείου, η γαλήνια θάλασσα, ο ψαράς και το πυροφάνι του, τα μεγαλύτερα, ξύλινα φορτηγά σκαριά.
Και αυτή η μικρή αναστάτωση στο λιμάνι της Νάξου με την άφιξη του πλοίου «Δέσποινα». Αυτά τα καραβάκια της γραμμής ήταν πραγματικοί καλοί άγγελοι των νησιών. Οπως και το «Δωδεκάνησος» που πήρε τον Ιούλιο του 1954 τον Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ από τη Ρόδο για να τον πάει στην Κρήτη, αράζοντας αρόδο σε Κάρπαθο και Κάσο. Τρεις μήνες μετά, τον Οκτώβριο, το «Δωδεκάνησος» χάθηκε αύτανδρο σε αυτό το δρομολόγιο. Οι καπετάνιοι όμως δεν ήξεραν τι θα πει φόβος. Ο φωτογράφος ρώτησε έναν από αυτούς που μόλις έδεσε στην Πάτμο ερχόμενος από Πειραιά με το μόλις 11 μέτρων τρεχαντήρι του αν φοβόταν που ήταν μόνος του σε αυτό το ταξίδι. «Εγώ μπορώ να πάω παντού στον κόσμο με αυτό» του απάντησε γεμάτος σιγουριά…

πότε & πού:

Η έκθεση του Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ «Αιγαιοπελαγίτικα Καΐκια, 1954-64» εγκαινιάζεται στην γκαλερί Citronne, στην παραλία του Πόρου, το Σάββατο 23 Απριλίου και θα διαρκέσει ως τις 29 Μαΐου. Την επιμέλεια έκανε η Τατιάνα Σπινάρη, η οποία έγραψε και τα κείμενα του καταλόγου, μαζί με τον Rod Heikell και την Αννίκα Μπαρμπαρήγου. Τα έσοδα από την έκθεση θα διατεθούν στον Ελληνικό Σύνδεσμο Παραδοσιακών Σκαφών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ