«Δες τη βεράντα μου. Εχει ερημώσει. Θέλω να βγω, αλλά δεν μπορώ. Να πάρω άνθρωπο να με φροντίζει δεν έχω τη δυνατότητα. Ερχονται δύο φορές την εβδομάδα κοπέλες από τον δήμο να συμμαζέψουν, να σκουπίσουν. Μόνο το ότι ανοίγει το σπίτι μου είναι μεγάλο πράγμα, ότι λέω μια κουβέντα». Η 82χρονη κυρία Αναστασία καθισμένη στον καναπέ, με το λαμπερό φως του ήλιου να μπαίνει από την μπαλκονόπορτα, αν και βρισκόμαστε στα τέλη Φεβρουαρίου, είναι η φιγούρα της κωνσταντινουπολίτισσας γιαγιάς που έχουμε στον νου μας. Αρχοντική, περήφανη, που αποζητά να καλέσει τις φίλες της για καφέ στο σαλονάκι της. Ομως δεν θέλει να τη βλέπουν με οίκτο· έτσι βγαίνει μαζί τους μόνο μια βόλτα τις Κυριακές.
Προκειμένου να εξυπηρετείται με ασφάλεια εντός του σπιτιού, αλλά και να μη φοβάται εξαιτίας της σαραβαλιασμένης παλιάς εξώπορτας που είχε, οι εργαζόμενες του «Βοήθεια στο Σπίτι» την προέτρεψαν να ενταχθεί σε πρόγραμμα της ΜΚΟ Praksis για ηλικιωμένους. Μέσω του «Ασφαλείς στο Σπίτι», που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο δωρεάς του Κοινωφελούς Ιδρύματος ΤΙΜΑ, αντικαταστάθηκε η πόρτα, καθώς και δύο σπασμένα τζάμια στα κάγκελα των μπαλκονιών, εγκαταστάθηκε συναγερμός και επιδιορθώθηκε ο απορροφητήρας.
Συνολικά, 75 ηλικιωμένα άτομα, ως επί το πλείστον μοναχικά, με χαμηλό εισόδημα, έχουν επωφεληθεί από το πρόγραμμα το οποίο στοχεύει στην παράταση της διαμονής τους στο σπίτι, με προτεραιότητες την ασφάλεια, την προστασία από ατυχήματα και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Παράγοντες εξαιρετικά σημαντικοί αν αναλογιστούμε την επιτάχυνση διεθνώς της δημογραφικής γήρανσης. Στη χώρα μας, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, το ποσοστό των ηλικιωμένων τριπλασιάστηκε μέσα σε μια 50ετία, συγκεκριμένα από 6,7% το 1951 σε 18,9% το 2010.
«Πώς να μη χαίρομαι…»
Η γειτονιά της κυρίας Αναστασίας στα Πατήσια έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να νιώθει μεγάλη ανασφάλεια. «Χάρη στις αλλαγές που έγιναν στο σπίτι μου, κλειδώνω την πόρτα και νιώθω ασφαλής. Αμέσως ήρθαν, διαπίστωσαν τις ανάγκες μου και πολύ σύντομα τις κάλυψαν» λέει με ευγνωμοσύνη για τις δύο κοινωνικές λειτουργούς του προγράμματος, κυρίες Ευαγγελία Μπακαλού και Μαρία Μώλου, που επισκέπτονται τους γέροντες δύο φορές τον μήνα, κουβεντιάζουν, καλαμπουρίζουν, κάνουν δραστηριότητες.
«Πώς να μη χαίρομαι που έρχονται νέοι, χαμογελαστοί άνθρωποι στο σπίτι μου; Ξέρουν ότι μου αρέσει πολύ να διαβάζω και τα Χριστούγεννα μου έφεραν βιβλία. Μακάρι να ήταν μακροπρόθεσμο το πρόγραμμα. Είπα στα κορίτσια: “Εχετέ με στον νου σας… Ντρέπομαι, αλλά δεν μπορώ να ανοιχτώ στον οποιονδήποτε, δεν είναι η πάστα μου ανθρώπου που κλαίγεται”» συνεχίζει μιλώντας στο «Βήμα».
Είναι ορισμένες φορές η πορεία της ζωής τέτοια που κάνει τους ανθρώπους επιφυλακτικούς. Αρχικά οι συγγενείς που, εκμεταλλευόμενοι τον πόνο από τον χαμό του άνδρα, του μικρού γιου της –βρέφος ακόμη –και της μητέρας της σε αυτοκινητικό δυστύχημα, άρπαξαν μεγάλο μέρος της περιουσίας της. Εν συνεχεία, ο χαμός του μεγαλύτερου γιου της, πάλι σε δυστύχημα πριν από τρία χρόνια, αλλά και οι επιτήδειοι που μοιράζουν «φιλανθρωπία» με αντάλλαγμα μετρητά και σπίτι την έκαναν πιο κλειστή. «Κάποτε δεν ήμουν αυτή που βλέπετε σήμερα» αναλογίζεται με θλίψη, «δεν τα λέω όμως επειδή δεν θέλω οίκτο, θέλω βοήθεια πραγματική».
Χαμηλό εισόδημα και θέματα υγείας
Αυτό το πρωινό πήγε για ψώνια και μαζί με αρακά, φασολάκια, μπάμιες και κοτόπουλο, αγόρασε ύστερα από καιρό φρέσκο ψαράκι που της είχε λείψει. Λόγω οικονομικής δυσχέρειας, οι κοινωνικές λειτουργοί την ενέταξαν και σε ένα ακόμη πρόγραμμα για είδη ανάγκης, μέσω του οποίου αγόρασε επιπλέον ένα φουρνάκι και έναν βραστήρα. Οπως εκείνη, όλοι οι ωφελούμενοι του προγράμματος «Ασφαλείς στο Σπίτι», κάτοικοι οκτώ δήμων της Αττικής (Κορυδαλλού, Αγίου Δημητρίου, Νίκαιας-Ρέντη, Ταύρου-Μοσχάτου, Αθηναίων, Περάματος, Αχαρνών και Μεγάρων) έχουν χαμηλό εισόδημα και αυξημένα έξοδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Σημαντικά προβλήματα υγείας κρατούν και την κυρία Αγγελική μέσα στο σπίτι της στα Κάτω Πατήσια, καθώς χρειάζεται, ανάμεσα σε άλλα, και αναπνευστική υποστήριξη. Οι κοπέλες από το ΚΑΠΗ του δήμου, οι οποίες γνωρίζουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, της έλεγαν καιρό για προγράμματα τα οποία θα μπορούσαν να την υποστηρίξουν, όμως δίσταζε. «Πριν από χρόνια συνόδευσα μια κοπέλα που είχε ανάγκη από βοήθεια σε μια ειδικό. Ο τρόπος που της συμπεριφέρθηκε ήταν τόσο προσβλητικός, ώστε είπα στον εαυτό μου ότι σε όποια ανάγκη και αν βρεθώ, δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να μου μιλήσει έτσι» εκμυστηρεύεται στο «Βήμα».
Απολογισμός
«Αυτά που μου προσέφεραν αρκούν»
Από μικρή η κυρία Αγγελική θυμάται τον πατέρα της να βοηθά ανθρώπους που είχαν ανάγκη και ακολούθησε και εκείνη τα χνάρια του. Πριν από έξι μήνες ήρθε η ώρα να δεχθεί και εκείνη βοήθεια. «Επί έναν χρόνο το καζανάκι μου έτρεχε νερά, το τηλέφωνο του μπάνιου δεν λειτουργούσε καλά. Από τη διαρροή ο λογαριασμός ήρθε ως και 140 ευρώ, ποσό δυσβάστακτο» περιγράφει. Επιπλέον, ένα βράδυ «έξω από την πόρτα μου μαχαιρώθηκαν κάποιοι από τους ενοίκους της πολυκατοικίας και έκτοτε κοιμόμασταν όλοι με το τηλέφωνο στο χέρι, να πάρουμε το 100».
«Στο τέλος του μήνα τα χρήματα τελειώνουν και έφτασα να δανείζομαι. Ενοίκια πότε δίνω, πότε δεν δίνω, πονεμένη ιστορία». Οπως λέει, βάζει όλα τα παιδιά που τη βοηθούν στις προσευχές της, τις εργαζόμενες του δήμου, τα κορίτσια του προγράμματος, που «κάθε φορά που με παίρνουν τηλέφωνο ότι θα έρθουν πετάει η ψυχή μου. Το γέλιο, το χαμόγελό τους, η συμπεριφορά και το ενδιαφέρον τους με έχουν σκλαβώσει. Δεν είναι μόνο τα υλικά, αλλά και ο τρόπος που σε προσεγγίζουν όμορφα, σου ανεβάζουν το ηθικό».
Απολογισμός
«Αυτά που μου προσέφεραν αρκούν»
Από μικρή η κυρία Αγγελική θυμάται τον πατέρα της να βοηθά ανθρώπους που είχαν ανάγκη και ακολούθησε και εκείνη τα χνάρια του. Πριν από έξι μήνες ήρθε η ώρα να δεχθεί και εκείνη βοήθεια. «Επί έναν χρόνο το καζανάκι μου έτρεχε νερά, το τηλέφωνο του μπάνιου δεν λειτουργούσε καλά. Από τη διαρροή ο λογαριασμός ήρθε ως και 140 ευρώ, ποσό δυσβάστακτο» περιγράφει. Επιπλέον, ένα βράδυ «έξω από την πόρτα μου μαχαιρώθηκαν κάποιοι από τους ενοίκους της πολυκατοικίας και έκτοτε κοιμόμασταν όλοι με το τηλέφωνο στο χέρι, να πάρουμε το 100».
Εβαζε τον σύρτη στην πόρτα, όμως αφού έχασε τον σύζυγό της ζει μόνη και σκεφτόταν ότι εάν της συμβεί κάτι, ακόμη και οι γείτονες που έχουν την έννοια της έπρεπε να ξηλώσουν την πόρτα για να μπουν. Ολα αυτά τα προβλήματα αποκαταστάθηκαν από το «Ασφαλείς στο Σπίτι». «Το πρόγραμμα ήρθε για εμένα σαν μάννα εξ ουρανού. Οχι πως δεν υπάρχουν άλλες ελλείψεις, όμως αυτά που μου προσέφεραν αρκούν. Ας μην είμαστε άπληστοι, να πάρουν και άλλοι άνθρωποι που έχουν ανάγκη» λέει.
«Στο τέλος του μήνα τα χρήματα τελειώνουν και έφτασα να δανείζομαι. Ενοίκια πότε δίνω, πότε δεν δίνω, πονεμένη ιστορία». Οπως λέει, βάζει όλα τα παιδιά που τη βοηθούν στις προσευχές της, τις εργαζόμενες του δήμου, τα κορίτσια του προγράμματος, που «κάθε φορά που με παίρνουν τηλέφωνο ότι θα έρθουν πετάει η ψυχή μου. Το γέλιο, το χαμόγελό τους, η συμπεριφορά και το ενδιαφέρον τους με έχουν σκλαβώσει. Δεν είναι μόνο τα υλικά, αλλά και ο τρόπος που σε προσεγγίζουν όμορφα, σου ανεβάζουν το ηθικό».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



