Πριν από λίγες ημέρες απεβίωσε ένας ανώτατος δικαστής. Η εμβέλεια του συνταγματικού λόγου του εκτεινόταν πολύ πέραν της αμερικανικής έννομης τάξης, την οποία από τη θέση του δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) υπηρέτησε επί τρεις δεκαετίες. Η γλαφυρότητα και το βάθος της νομικής γλώσσας του τον εντάσσουν σε κύκλο ευάριθμων ομοτέχνων του αυτού επιπέδου. Ο Αντονιν Σκαλία (Antonin Scalia) όχι μόνο επηρέασε ουσιωδώς τα ρεύματα της αμερικανικής συνταγματικής νομολογίας των τελευταίων δεκαετιών αλλά και συγκαθόρισε την οπτική πραγμάτευσης των θεμελιωδών ζητημάτων της θεωρίας του συνταγματικού δικαίου. Η βασική ερμηνευτική θεώρησή του είναι ότι ο ερμηνευτής πρέπει να μένει πιστός στα νοήματα που εγγυήθηκαν με λέξεις οι θεμελιωτές του αμερικανικού Συντάγματος (originalism). Αυτή η θεώρηση αντιδιαστέλλεται προς τη λεγόμενη δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος, η οποία δέχεται ότι το συνταγματικό νόημα ανανεώνεται χωρίς προσήλωση σε πηγαίες αυθεντίες.
Ο θάνατος του Σκαλία έχει προκαλέσει έντονες πολιτικές συζητήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος Ομπάμα αμέσως μετά την ανακοίνωση του θανάτου του δικαστή δήλωσε ότι προτίθεται να προτείνει πρόσωπο για την κάλυψη της κενωθείσας θέσης. Από την άλλη πλευρά, ο επικεφαλής της πλειοψηφίας στη Γερουσία Μιτς Μακ Κόνελ ζήτησε από τον απερχόμενο πρόεδρο να μην ασκήσει τη σχετική αρμοδιότητά του αλλά να αφήσει το ζήτημα ανοικτό για τον επόμενο πρόεδρο, ώστε να ακουσθεί ενδιαμέσως η εκλογική φωνή του λαού. Το διακύβευμα είναι ότι υπό την παρούσα οκταμελή σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η λεγόμενη προοδευτική πτέρυγα του δικαστηρίου ισοδυναμεί αριθμητικά με τη συντηρητική, στην οποία εντασσόταν ο Σκαλία. Συνεπώς, η αποδοχή της προεδρικής πρότασης μπορεί να ενισχύσει την προοδευτική τάση με ένα πέμπτο μέλος, που θα της παράσχει πλειοψηφική υπεροχή στις κρίσιμες αποφάσεις υψηλού συνταγματικού ενδιαφέροντος.
Η συζήτηση στις ΗΠΑ αναδεικνύει την πολιτική διάσταση της συνταγματικής δικαιοσύνης και εγείρει την εύλογη απορία πώς γίνεται αποδεκτό οι δικαστές να επηρεάζονται από τις πολιτικές πεποιθήσεις τους κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου τους. Η απορία αυτή διαλύεται αν φωτισθεί η διαφορά της πολιτικής διάστασης της συνταγματικής δικαιοσύνης από την πολιτική εξουσία της κυβέρνησης. Ο δικαστής καλείται σε οριακές περιπτώσεις συνταγματικής ερμηνείας, οι οποίες πάντως δεν είναι σπάνιες, να προβαίνει σε σταθμίσεις εξαρτώμενες από την ιδιάζουσα προσέγγισή του στο πολύπλευρο αξιακό σύστημα της συνταγματικής τάξης. Είναι δυσχερέστατο στην πράξη να προκρίνεται με τρόπο κοινώς αποδεκτό, δηλαδή με όρους ορθότητας ή αλήθειας, μία και μόνη λύση των δυσχερών συνταγματικών ζητημάτων, έστω και αν αυτό το ιδεώδες εμπνέει το δικαστικό έργο. Συνεπώς, πρόκεινται περισσότερες εξίσου νόμιμες λύσεις και η εκάστοτε πρόκριση μιας από αυτές αποτελεί πολιτική απόφαση. Ετσι εξηγούνται και οι μεταστροφές της νομολογίας, οι οποίες βεβαίως δεν είναι αυθαίρετες αλλά βασίζονται σε διαφορετικές σταθμίσεις εξίσου θεμελιωμένες με εκείνες των αρχικών δικαστικών κρίσεων. Απεναντίας, οι πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης δεν χρειάζονται τη συνεχή θεμελίωσή τους στο Σύνταγμα με την ιδιόλεκτο της συνταγματικής ερμηνείας. Το Σύνταγμα αποτελεί κατά κανόνα όριο, και όχι γνώμονα, των πολιτικών αποφάσεων της κυβέρνησης. Η δημοκρατική νομιμοποίησή της αρκεί για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων σύμφωνων με την εκάστοτε πλειοψηφική πρόσληψη του δημοσίου συμφέροντος· πρόκειται για αμιγώς πολιτική εξουσία. Εναντι αυτής της εξουσίας η διαφορά του πολιτικού φορτίου της συνταγματικής δικαιοσύνης δεν είναι ποσοτική αλλά ουσιαστική: Βασίζεται στην επιδίωξη της αντικειμενικής ορθότητας και όχι στη δύναμη της πλειοψηφίας. Φέρει το βάρος της θεμελίωσης και όχι την ευχέρεια της επιλογής. Αυτή ακριβώς η πολιτική διάσταση της συνταγματικής δικαιοσύνης έχει φέρει στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες την πλήρωση της κενωθείσας θέσης στο Ανώτατο Δικαστήριο· και αυτό δεν έχει σχέση με πρόσωπα αλλά με ιδέες.
Στην Ελλάδα το ζήτημα των σχέσεων της πολιτικής εξουσίας με την απονομή της δικαιοσύνης δεν συζητείται συνήθως με αφορμή πολιτικές τομές του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, παρότι αυτές παρέχουν ευρύχωρο πεδίο για την ανταλλαγή επιχειρημάτων. Στην εποχή της ευμάρειας η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας έθεσε στο προσκήνιο την ανάγκη βιωσιμότητας της οικονομικής ανάπτυξης. Στην εποχή της οικονομικής κρίσης το ίδιο δικαστήριο έχει κληθεί να κρίνει τα εύλογα όρια εδραιωμένων δικαιωμάτων, όταν μεταβάλλονται δραματικά οι δημοσιονομικές δυνάμεις του κράτους, και να στερεώσει εκ νέου τον πήχη της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Είναι κρίμα ότι όταν εκδίδονται τέτοιες αποφάσεις δεν τροφοδοτείται αλλά παύει η όποια σχετική πολιτική συζήτηση. Η αξία των μεγάλων αποφάσεων των δικαστηρίων μας δεν βρίσκεται μόνο στο «διά ταύτα» αλλά, κυρίως, στην αιτιολογία τους· και αυτή δίδει εξαιρετικά γόνιμες ευκαιρίες για ευρύτερο διάλογο σχετικά με τις πολιτικές επιλογές μας. Η συνειδητοποίηση και η ανενδοίαστη αποδοχή αυτού του ρόλου της συνταγματικής δικαιοσύνης είναι πολλαπλώς ωφέλιμες, διότι θα απελευθερώσουν την ευρύτερη αξιοποίηση των μεγάλων δικαστικών αποφάσεων εντός του πολιτικού διαλόγου και θα ενισχύσουν την εμβέλεια του συνταγματικού λόγου των δικαστών εντός της κοινωνίας.
Σε μια μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος πιθανότατα θα τεθεί και πάλι το ζήτημα της ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου· ίσως δε αυτή τη φορά η συζήτηση να μην επικεντρωθεί στο «εάν» αλλά στο «πώς» της ίδρυσής του. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πολιτικός ρόλος του συνταγματικού δικαστή πρέπει να είναι παραδεδεγμένος γνώμονας για τις αναθεωρητικές επιλογές σχετικά με την οργάνωση και τις αρμοδιότητες ενός συνταγματικού δικαστηρίου. Οι δικαστές, βεβαίως, ενός νέου συνταγματικού δικαστηρίου μπορεί να αποφασίσουν να ερμηνεύουν το Σύνταγμα με προσήλωση στις καταβολές των συνταγματικών διατάξεων. Ωστόσο, μια τέτοια προσήλωση θα ήταν και πάλι η δική τους πολιτική απόφαση. Μια τέτοια απόφαση, άλλωστε, είναι το διακύβευμα της θέσης που άφησε κενή ο Αντονιν Σκαλία.
Ο κ. Κυριάκος Π. Παπανικολάου είναι λέκτορας της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ