Δημήτρης Ελευθεράκης
Η δύσκολη τέχνη
Εκδόσεις Αντίποδες, 2015,
σελ. 56, τιμή 8 ευρώ
Η δύσκολη τέχνη
Εκδόσεις Αντίποδες, 2015,
σελ. 56, τιμή 8 ευρώ
«Φίλησα την Καρυάτιδα στα χείλη… Το να φιλάς την Καρυάτιδα, ναι, να ασπάζεσαι την Καρυάτιδα είναι μια δύσκολη τέχνη»
. Ενας δάσκαλος και ένας μαθητής. Ενας ρήτορας και ένας ακροατής. Ενας σοφός, ένας σαλός που μιλάει ακατάπαυστα, καθισμένος σε ένα λερό παγκάκι στο βρωμισμένο δρομάκι ανάμεσα στο Μουσείο και στην Πολυτεχνική Σχολή. Ερεθισμένος από το γκριζόασπρο γκραφίτι επάνω στον τοίχο «του κτιρίου αυτού της ιστορίας, της τέχνης και της νομιμότητας, ναι της κουλτούρας, της ιστορίας εντέλει, μα βέβαια, της δημοκρατίας μας» μονολογεί παραληρηματικά για τον Παρθενώνα και τις Καρυάτιδες, για τον Μακρυγιάννη και τον Νικηταρά, για τους Κοραήδες και τους Παπαρρηγόπουλους, τον Οθωνα και τον βασιλόπαιδα Κωνσταντίνο και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Καθισμένος σε αυτόν τον τόπο του πουθενά, ανάμεσα στο συμβολικό τοπόσημο που στεγάζει την αρχαιοελληνική κληρονομιά και εκείνο που αντιπροσωπεύει τους μεταπολιτευτικούς πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, ξεστομίζει λόγια αλλόκοτα, ανίερα, τολμηρά, βλάσφημα: «Είμαστε ένα έθνος αρχαιοκάπηλων», «Η Ελλάδα είναι μια δύσκολη τέχνη, ναι ένα δύσκολο γκράφιτι». Οι Ακαδημίες, τα Πολυτεχνεία, οι Τσίλερ και οι Χάνσεν μας έχουν κάνει μνησίκακους. Μνησίκακους απέναντι σε ένα παρελθόν του οποίου είμαστε υποτακτικοί. Και η μνησικακία είναι μια δύσκολη τέχνη. Το να φιλάς την Καρυάτιδα στα χείλη είναι δύσκολη τέχνη. Η αιώνια Ελλάδα είναι μια δύσκολη τέχνη. Το σύντομο αφήγημα «Η δύσκολη τέχνη» (Αντίποδες, 2015) είναι το πρώτο πεζό κείμενο του 37χρονου Δημήτρη Ελευθεράκη, ο οποίος έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, μεταξύ των οποίων και τα βραβευμένα από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης» Εγκώμια (Πατάκης, 2013). Γραμμένο στη Γερμανία όπου ζει ο συγγραφέας, με αφορμή το μεγάλης έκτασης γκραφίτι που εμφανίστηκε στους τοίχους του Πολυτεχνείου τον Μάρτιο του 2015, το υψηλής θερμοκρασίας αλλά καλοζυγισμένο κείμενο αντηχεί τον αποστολικό λόγο του Ζαρατούστρα, τον αυτιστικό λόγο του Μπέκετ, τις φωνές των θλιμμένων και των γελοίων κλόουν του Φελίνι, τον παραινετικό λόγο των περσικών και ινδικών διηγήσεων. Ο δάσκαλος που μιλάει δεν είναι υπερήλιξ, είναι μόλις σαραντάρης, ανήκει σ’ αυτή «τη χαμένη γενιά που ξεκίνησε να καταλαβαίνει τον κόσμο στις αρχές του ’80», σ’ αυτή τη γενιά που προσπαθεί να προσδιορίσει τον εαυτό της ανάμεσα στην υποταγή στο παρελθόν και στην επανάσταση χωρίς σκοπό.
Είναι ο δάσκαλος ένας κοινωνικός επαναστάτης, ένας τραγικός αντιήρωας, ένας καλλιεργημένος τραμπούκος; ή απλώς ένας βλάκας; Για τον νεότερο ακροατή του, που τον μυθοποιεί και τον λατρεύει εξ αποστάσεως, από τις όχθες του Ρήνου, είναι ένας μελαγχολικός τρελός, γιατί ανήκει σε μια γενιά που πεθαίνει χωρίς να έχει το δικαίωμα να πεθάνει ηρωικά.
Το αφήγημα είναι ένα αλληγορικό και θλιμμένο παραμύθι για την αναζήτηση ταυτότητας σε έναν νέο κόσμο, για τον επαναπροσδιορισμό της ελληνικότητας, για την εύρεση νοήματος στα χρόνια μιας «κατεστραμμένης» γενιάς, μαζί με την οποία η μυθική Ελλάδα περνά στα χέρια των ιστοριοδιφών. Εν τέλει, όμως, ίσως είναι μια όχι και τόσο αλληγορική και ίσως όχι εντελώς θλιμμένη αναμέτρηση με το παρελθόν, μια στοχαστική τοποθέτηση στο παρόν, απέναντι στις επιλογές μας, ένα δεξιοτεχνικό δοκίμιο, ένα «κάτοπτρο ηγεμόνων» νέας κοπής για όσους προβληματίζονται για τη χρηστή διακυβέρνηση σε ανήσυχους καιρούς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ